NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4798/2021
ΦΕΚ 68/Α/24-4-2021
Κώδικας δικαστικών υπαλλήλων και λοιπές επείγουσες διατάξεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αρχές του Κώδικα
Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός της κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, ώστε να διασφαλίζεται η αξιοπρεπής, ορθολογική και δημιουργική εργασία τους και να επιτυγχάνεται η ουσιαστική συμβολή τους στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των δικαστηρίων, καθώς και στην ποιότητα και το κύρος της Δικαιοσύνης. Προς τούτο, λαμβάνονται υπόψη η ιδιαιτερότητα της δικαστικής λειτουργίας την οποία υπηρετούν και οι ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις με τις οποίες περιβάλλονται. Η πρόσληψη και η υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων διέπονται από τις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.
Άρθρο 2
Έκταση εφαρμογής
1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι δικαστικοί υπάλληλοι.
2. Δικαστικοί υπάλληλοι είναι οι μόνιμοι υπάλληλοι του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
3. Ειδικές διατάξεις του Κώδικα καταλαμβάνουν το οριζόμενο σε αυτές προσωπικό.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρο 3
Ιθαγένεια
1. Ως δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται Έλληνες πολίτες.
2. Οι πολίτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) επιτρέπεται να διορίζονται σε θέσεις οι οποίες δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 4 του άρθρου 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις.
3. Ο διορισμός πολιτών κρατών που δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 4
Ηλικία διορισμού
1. Ορίζεται κατώτατο όριο ηλικίας διορισμού, κατά κατηγορία, ως ακολούθως: Για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ το εικοστό πρώτο έτος και για την κατηγορία ΥΕ το εικοστό. Ως ημέρα γέννησης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου του έτους γέννησης.
2. Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο της αστυνομικής ταυτότητας και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης που έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη γέννηση. Αν δεν υπάρχει τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από τα μητρώα αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο δημοτών (δημοτολόγιο) για τις γυναίκες.
3. Εάν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο μητρώο, επικρατεί η χρονικά πρώτη.
4. Βεβαίωση της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής με άλλον τρόπο δεν λαμβάνεται υπόψη.
Άρθρο 5
Εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι:
α) όσοι δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές,
β) όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως αντιρρησίες συνείδησης και δεν έχουν εκπληρώσει, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, άοπλη θητεία ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία.
Άρθρο 6
Υγεία
1. Δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει να εκτελούν τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει τον διορισμό, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος, με την κατάλληλη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για τον διορισμό ατόμων με αναπηρία δεν θίγονται.
2. Η υγεία των υποψήφιων δικαστικών υπαλλήλων πιστοποιείται με γνωματεύσεις: (α) παθολόγου ή γενικού ιατρού και (β) ψυχιάτρου, είτε του Δημοσίου είτε ιδιωτών, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί.
3. Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις, η υγεία και η φυσική καταλληλότητα πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να αναλάβει ο υπάλληλος.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας καθορίζονται παθήσεις και βλάβες που αποτελούν κώλυμα διορισμού και κάθε λεπτομέρεια για την πιστοποίηση της υγείας των υποψήφιων δικαστικών υπαλλήλων.
Άρθρο 7
Ποινική καταδίκη και υποδικία
1. Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι:
α) Όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα για κακούργημα, καθώς και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, ή παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, απιστία κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, παράβαση καθήκοντος, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
β) Όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α) μπορούν να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες επιλογής, αλλά δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι, εάν κατά τον χρόνο διορισμού δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα.
γ) Όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας, διάρκειας μεγαλύτερης από ένα (1) έτος, για έγκλημα που έχει τελεστεί με δόλο.
2. Η κατά το παρόν άρθρο ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την έκδοση διατάγματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος, εφόσον με αυτό αίρονται οι συνέπειες της ποινής.
Άρθρο 8
Δικαστική συμπαράσταση
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι όσοι τελούν υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης ή συνδυασμού τους, για όσο χρόνο ισχύει η δικαστική απόφαση για τον συμπαραστατούμενο.
Άρθρο 9
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέσεις του Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στον ν. 4270/2014 (Α’ 143) λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητά τους. Για τη διαπίστωση της μη συνδρομής του ανωτέρω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.
Άρθρο 10
Χρόνος συνδρομής προϋποθέσεων διορισμού
Οι υποψήφιοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν τα προσόντα και δεν έχουν τα κωλύματα του διορισμού τόσο κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά τον χρόνο του διορισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ
Άρθρο 11
Πλήρωση θέσεων
1. Ο προγραμματισμός για την πλήρωση κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων των τομέων του άρθρου 18 γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4622/2019 (Α’ 133), σε ετήσια βάση. Προς τον σκοπό αυτό, το Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλει πρόταση μέχρι το τέλος του δικαστικού έτους και, πάντως, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το αργότερο μέχρι την έναρξη του επόμενου, μετά από γνώμη των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας (Ο.Δ.Υ.Ε.) και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Η πλήρωση των θέσεων δικαστικών υπαλλήλων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4765/2021 (Α’ 6) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, ειδικά των κλάδων ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ Γραμματέων και ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων αποκλειστικά με γραπτό διαγωνισμό.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, μετά από γνώμη των δικαστικών λειτουργών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων της παρ. 1, τίθενται ουσιαστικές και διαδικαστικές ρυθμίσεις για την πλήρωση των θέσεων δικαστικών υπαλλήλων και κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις που αφορούν στους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Άρθρο 12
Πράξη διορισμού
1. Ο δικαστικός υπάλληλος διορίζεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση ο διοριζόμενος τοποθετείται σε γραμματεία ή άλλη υπηρεσία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε γενική επιτροπεία.
2. Η κατά την παρ. 1 τοποθέτηση γίνεται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, εκτός αν η διαδικασία με βάση την οποία επιλέγεται ο διοριζόμενος αφορά στην πλήρωση θέσεων στη γραμματεία ή άλλη υπηρεσία ορισμένου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή γενικής επιτροπείας ή αν κατά τη διαδικασία αυτή καθορίζεται κατά τρόπο υποχρεωτικό η θέση την οποία θα καταλάβει ο επιλεγόμενος.
Άρθρο 13
Κοινοποίηση της πράξης διορισμού
1. Η πράξη διορισμού κοινοποιείται στον διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της περίληψής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η κοινοποίηση γίνεται με έγγραφο του προϊσταμένου του αρμόδιου τμήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως όπου δημοσιεύθηκε η περίληψη της πράξης διορισμού και το οποίο επιδίδεται με απόδειξη στην κατοικία του διοριζομένου, είτε στον ίδιο είτε σε πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν. Με το έγγραφο αυτό τάσσεται προθεσμία τουλάχιστον δέκα (10) και το πολύ τριάντα (30) ημερών για ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας. Αν δεν καθορίζεται τέτοια προθεσμία, θεωρείται ότι έχει ταχθεί προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία μπορεί να
παραταθεί έως έξι (6) μήνες, μόνο μία φορά, για εξαιρετικούς λόγους.
3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 1, η πράξη διορισμού θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευση και από την επομένη αρχίζει τριακονθήμερη προθεσμία για ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας.
4. Η μη εμπρόθεσμη προσέλευση του διοριζομένου για ορκωμοσία και ανάληψη υπηρεσίας θεωρείται μη αποδοχή του διορισμού.
Άρθρο 14
Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης
1. Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με τον διορισμό και την αποδοχή του.
2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.
Άρθρο 15
Ορκωμοσία – Ανάληψη υπηρεσίας
1. Οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ορκίζονται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο διορίζονται, σε δημόσια συνεδρίαση. Οι υπάλληλοι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
2. Ο όρκος των ημεδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζομαι ότι θα φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τα καθήκοντά μου τίμια και ευσυνείδητα». Ο όρκος των αλλοδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζομαι ότι θα φυλάττω πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους της και ότι θα εκπληρώνω τα καθήκοντά μου τίμια και ευσυνείδητα».
3. Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό. Η ανάληψη υπηρεσίας πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσει o γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία τοποθετείται ο δικαστικός υπάλληλος. Η έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της ημερομηνίας ανάληψης καθηκόντων.
4. Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων αποτελεί η ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της περίληψης της πράξης διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης διορισμού, αλλιώς η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.
Άρθρο 16
Ανάκληση διορισμού
1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν ο διορισθείς δεν αποδέχτηκε τον διορισμό ρητώς ή σιωπηρώς.
2. Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της περίληψής της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 3 και 7.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος του οποίου η πράξη διορισμού ανακλήθηκε κατά την παρ. 2 υπέχει τις ευθύνες των δικαστικών υπαλλήλων για τον χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του. Η ανάκληση του διορισμού του δεν επιδρά στο κύρος των πράξεών του.
4. Η παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας δεν εφαρμόζεται όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται δικαστικώς.
Άρθρο 17
Αναδιορισμός
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που απολύθηκε λόγω σωματικής ή νοητικής αναπηρίας για την εκτέλεση των καθηκόντων του αναδιορίζεται εφόσον: α) υποβάλει αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση, β) είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία, και γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά τον χρόνο του αναδιορισμού.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της υγειονομικής επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού και η επιτροπή αποφαίνεται το συντομότερο δυνατό.
3. Επιτρέπεται επίσης ο αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου, του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός για παράβαση των περ. α) ή β) του άρθρου 7, εφόσον μετά την ανάκληση ο υπάλληλος αυτός απαλλάχτηκε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφαση ή με αμετάκλητο βούλευμα. Ο αναδιορισμός στην περίπτωση αυτή γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από τότε που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση του δικαστηρίου ή το βούλευμα και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περ. γ) της παρ. 1.
4. Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το υπηρεσιακό συμβούλιο. Ο δικαστικός υπάλληλος αναδιορίζεται με τον βαθμό που έφερε κατά τον χρόνο της απόλυσης ή της ανάκλησης του διορισμού του. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κατά τον χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, συστήνεται προσωποπαγής θέση με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται στον ίδιο κλάδο και βαθμό.
5. Τα άρθρα 12 έως και 16 που αναφέρονται στον διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΤΟΜΕΙΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ – ΒΑΘΜΟΙ- ΚΛΑΔΟΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΟΜΕΙΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ – ΒΑΘΜΟΙ
Άρθρο 18
Τομείς Κατάταξης
Οι δικαστικοί υπάλληλοι κατατάσσονται στους παρακάτω τομείς:
α) Τομέας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
β) Τομέας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών.
γ) Τομέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ) Τομέας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Άρθρο 19
Κατάταξη θέσεων σε κατηγορίες
Οι θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων κάθε τομέα κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
α) Κατηγορία θέσεων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ),
β) Κατηγορία θέσεων Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ),
γ) Κατηγορία θέσεων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ),
δ) Κατηγορία θέσεων Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ).
Άρθρο 20
Βαθμολογική κλίμακα
1. Οι θέσεις των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (TE), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) κατατάσσονται σε πέντε (5) συνολικά βαθμούς, ως ακολούθως:
– Βαθμός Α’
– Βαθμός Β’
– Βαθμός Γ’
– Βαθμός Δ’
– Βαθμός Ε’.
2. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, TE και ΔΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Δ’, Γ’, Β’ και Α’, από τους οποίους κατώτερος είναι ο Δ’ και ανώτερος ο Α’. Οι θέσεις της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Ε’, Δ’, Γ’ και Β’ από τους οποίους κατώτερος είναι ο Ε’ και ανώτερος ο Β’.
3. Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, TE και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ’ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε’. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β’, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ’, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α.), εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β’. Ο χρόνος φοίτησης στην Ε.Σ.Δ.Δ.Α. υπολογίζεται ως πλεονάζων στον Β’ βαθμό. Για τους αριστούχους προσμετράται ένα (1) επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό. Η παραμονή στον εισαγωγικό βαθμό διαρκεί τουλάχιστον για δύο (2) έτη, ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων που αποκτά ο δικαστικός υπάλληλος στο ενδιάμεσο διάστημα.
4. Σε κάθε τομέα οι θέσεις όλων των βαθμών των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ είναι σε κάθε κατηγορία οργανικά ενιαίες. Σε κάθε έναν από τους τομείς των περ. α, β και δ του άρθρου 18 οι θέσεις όλων των βαθμών και κατηγοριών των κλάδων Γραμματέων (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ) θεωρούνται ενιαίες, όσον αφορά στην κινητικότητα των υπαλλήλων. Το ίδιο ισχύει και για τους Κλάδους Επιμελητών Δικαστηρίων (ΔΕ, ΥΕ).
5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων διέπονται, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, από τις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΚΛΑΔΟΙ
Άρθρο 21
Κλάδοι – Ειδικότητες
1. Οι θέσεις κάθε κατηγορίας δικαστικών υπαλλήλων των τομέων των περ. α), β) και δ) του άρθρου 18 κατατάσσονται στους εξής κλάδους και ειδικότητες:
α) Κατηγορία ΠΕ:
αα. Κλάδος ΠΕ Γραμματέων,
αβ. Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής,
αγ. Κλάδος ΠΕ Μηχανικών, με ειδικότητες:
i. Πολιτικών Μηχανικών,
ii. Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων,
αδ. Κλάδος ΠΕ Οικονομολόγων,
αε. Κλάδος ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων,
αστ. Κλάδος ΠΕ Στατιστικής,
αζ. Κλάδος ΠΕ Βιβλιοθηκονόμων,
αη. Κλάδος ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου,
αθ. Κλάδος ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων,
β) Κατηγορία ΤΕ:
βα. Κλάδος ΤΕ Γραμματέων,
ββ. Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής,
βγ. Κλάδος ΤΕ Ελεγκτών Τεχνολόγων,
βδ. Κλάδος ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων,
γ) Κατηγορία ΔΕ:
γα. Κλάδος ΔΕ Γραμματέων,
γβ Κλάδος ΔΕ Πληροφορικής,
γγ. Κλάδος ΔΕ Δακτυλογράφων-Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών,
γδ. Κλάδος ΔΕ Οδηγών,
γε. Κλάδος ΔΕ Επιμελητών Δικαστηρίων,
δ) Κατηγορία ΥΕ:
δα. Κλάδος ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων,
δβ. Κλάδος ΥΕ Φυλάκων-Νυχτοφυλάκων,
δγ. Κλάδος ΥΕ Καθαριότητας.
2. Οι θέσεις κάθε κατηγορίας δικαστικών υπαλλήλων του τομέα της περ. γ) του άρθρου 18 κατατάσσονται στους εξής κλάδους και ειδικότητες:
α) Κατηγορία ΠΕ:
αα. Κλάδος ΠΕ Επιτρόπων,
αβ. Κλάδος ΠΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης,
αγ. Κλάδος ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων,
αδ. Κλάδος ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου,
αε. Κλάδος ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων,
αστ. Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής Διοίκησης,
αζ. Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής Ελέγχου,
αη. Κλάδος ΠΕ Μηχανικών, με ειδικότητες:
i. Πολιτικών Μηχανικών,
ii. Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων,
β) Κατηγορία ΤΕ:
βα. Κλάδος ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης,
ββ. Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής Διοίκησης,
βγ. Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής Ελέγχου,
βδ. Κλάδος ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων,
γ) Κατηγορία ΔΕ:
γα. Κλάδος ΔΕ Διοικητικού – Γραμματέων – Υποστήριξης Ελέγχου,
γβ Κλάδος ΔΕ Πληροφορικής,
γγ. Κλάδος ΔΕ Δακτυλογράφων-Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών,
γδ. Κλάδος ΔΕ Οδηγών,
γε. Κλάδος ΔΕ Ταξινόμων,
γστ. Κλάδος ΔΕ Επιμελητών Δικαστηρίων
δ) Κατηγορία ΥΕ:
δα. Κλάδος ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων,
δβ. Κλάδος ΥΕ Καθαριότητας,
δγ. Κλάδος ΥΕ Φυλάκων-Νυχτοφυλάκων.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά από γνώμη των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ορίζεται o αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2. Με όμοιο διάταγμα καταργούνται, συγχωνεύονται ή μετονομάζονται οι κλάδοι και οι ειδικότητες ή συνιστώνται νέοι κλάδοι και ειδικότητες. Στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται η κατάργηση ή ανακατανομή οργανικών θέσεων των καταργούμενων ή συγχωνευόμενων κλάδων.
4. Σε περίπτωση κατάργησης οργανικών θέσεων, οι δικαστικοί υπάλληλοι που τις κατείχαν, έπειτα από αίτησή τους, μετατίθενται ή μετατάσσονται σε κενή οργανική θέση.
Άρθρο 22
Θέσεις ανά κατηγορία – Τυπικά προσόντα – Καθήκοντα
1. Θέσεις της κατηγορίας ΥΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή ισοδύναμης κατώτερης τεχνικής σχολής ή άλλος τίτλος που προβλέπεται ως γενικό τυπικό προσόν για την κατηγορία αυτή σύμφωνα με το άρθρο 25 του π.δ. 50/2001(Α’ 39).
2. Θέσεις της κατηγορίας ΔΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται απολυτήριος τίτλος ή πτυχίο σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλου ισότιμου σχολείου, σύμφωνα με το άρθρο 17 του π.δ. 50/2001.
3. Θέσεις της κατηγορίας ΤΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή το δίπλωμα τμήματος ή σχολής Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Τ.Ε.Ι.) ή Κέντρου Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (Κ.Α.Τ.Ε.Ε.) ή ισότιμο πτυχίο ή δίπλωμα της ημεδαπής ή αλλοδαπής, σύμφωνα με το άρθρο 12 του π.δ. 50/2001.
4. Θέσεις της κατηγορίας ΠΕ είναι εκείνες για τις οποίες ως τυπικό προσόν διορισμού ορίζεται το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής του πανεπιστημιακού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του π.δ. 50/2001.
5. Θέσεις κλάδων ή ειδικοτήτων ΠΕ ή ΤΕ καλύπτονται, επίσης: α) από κατόχους πτυχίων ή διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει χορηγηθεί πράξη αναγνώρισης επαγγελματικής ισοτιμίας από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.Α.Ε.Ι.Τ.Τ.Ε.) του άρθρου 10 του π.δ. 165/2000 (Α’ 149), β) κατόχους απόφασης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ανώτατης ή μεταδευτεροβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (Σ.Α.Ε.Π.) του άρθρου 55 του π.δ. 38/2010 (Α’ 78), γ) κατόχους απόφασης αναγνώρισης επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης από το Σ.Α.Ε.Π. ή το Α.Τ.Ε.Ε.Ν., βάσει της παρ. 2 του άρθρου 1 του π.δ. 38/2010, δ) κατόχους τίτλων μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει αναγνωρισθεί το δικαίωμα άσκησης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, σύμφωνα με σχετική απόφαση αναγνώρισης επαγγελματικής εκπαίδευσης που χορηγείται από το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (Σ.Ε.Α.Τ.Ε.Κ.) του άρθρου 13 του π.δ. 231/1998 (Α’ 178), ε) κατόχους διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων που έχουν αποκτηθεί σε χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στους οποίους έχει χορηγηθεί, βάσει του συστήματος αυτόματης αναγνώρισης διπλωμάτων, άδεια άσκησης επαγγέλματος από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τα π.δ. 40/1986 (Α’ 14), 84/1986 (Α’ 31), 97/1986 (Α’ 35), 98/1986 (Α’ 35), 53/2004 (Α’ 43), 40/2006 (Α’ 43) και την υπό στοιχεία Α4/5226/1987 (Β’ 613) κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
6. Για τους κλάδους ή τις ειδικότητες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ ως πρόσθετο τυπικό προσόν διορισμού απαιτείται η γνώση χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στα αντικείμενα: α) επεξεργασίας κειμένων, β) υπολογιστικών φύλλων, γ) υπηρεσιών διαδικτύου, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 50/2001.
7. Για τους κλάδους ή τις ειδικότητες ΠΕ και ΤΕ απαιτείται ως πρόσθετο τυπικό προσόν η πολύ καλή γνώση της αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής ή ιταλικής και για τους κλάδους ΔΕ η καλή γνώση μίας από τις πιο πάνω γλώσσες.
8. Για την απόδειξη της απαιτούμενης στις παρ. 6 και 7 γνώσης χειρισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών και ξένων γλωσσών εφαρμόζεται το π.δ. 50/2001 για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
9. Οι παρ. 1 έως και 8 ισχύουν και για τους Κλάδους ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ Γραμματέων, για τους οποίους αρκεί οποιοδήποτε πτυχίο της αντίστοιχης εκπαιδευτικής βαθμίδας. Καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων των κλάδων αυτών είναι η γραμματειακή και η διοικητική υποστήριξη των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
10. Με την επιφύλαξη της παρ. 9 και των ειδικών διατάξεων του Κώδικα για τους κλάδους ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων, ως προς τα τυπικά προσόντα διορισμού στους κλάδους και τις ειδικότητες του άρθρου 21 εφαρμόζεται αναλόγως ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Τα καθήκοντα των δικαστικών υπαλλήλων των κλάδων αυτών προσδιορίζονται από τους απαιτούμενους ως τυπικά προσόντα τίτλους σπουδών, όπως ειδικότερα προβλέπονται στους κανονισμούς των δικαστηρίων και εισαγγελιών.
11. Για τον κλάδο ΠΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης ως τυπικό προσόν διορισμού απαιτείται πτυχίο σχολής ή τμήματος νομικών, πολιτικών, οικονομικών-λογιστικών, χρηματοοικονομικών ή στατιστικών επιστημών, δημόσιας διοίκησης ή διοίκησης επιχειρήσεων. Για τον Κλάδο ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου-Διοικητικής Υποστήριξης ως τυπικό προσόν διορισμού απαιτείται πτυχίο σχολής οικονομικών-λογιστικών ή στατιστικών επιστημών. Τα καθήκοντα των υπαλλήλων αυτών ορίζονται στην ειδική για το Ελεγκτικό Συνέδριο νομοθεσία.
12. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (Ο.Δ.Υ.Ε.) και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για κλάδους και ειδικότητες του άρθρου 21, ορίζονται εξαρχής ή κατά τροποποίηση, τα τυπικά προσόντα των κλάδων και ειδικοτήτων, ορίζεται ότι απαιτούνται ειδικότεροι τίτλοι σπουδών, ή και πρόσθετα ειδικά προσόντα, προβλέπονται ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύεται η συνδρομή τους, καθώς και ειδικότερα καθήκοντα.
13. Με την προκήρυξη της θέσης μπορεί να ζητούνται, για κλάδους και ειδικότητες, πρόσθετα ειδικά προσόντα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 23
Σύσταση οργανικών θέσεων – Κλάδος ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου
1. Συστήνονται οργανικές θέσεις του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, ως εξής:
α) Από τριάντα (30) θέσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
β) Δέκα (10) θέσεις στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.
γ) Από τρεις (3) θέσεις στη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
δ) Από δέκα (10) θέσεις στο Εφετείο Αθηνών, το Πρωτοδικείο Αθηνών, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
ε) Από πέντε (5) θέσεις στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, το Εφετείο Πειραιά, το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το Πρωτοδικείο Πειραιά, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά.
στ) Από δέκα (10) θέσεις στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
ζ) Από πέντε (5) θέσεις στην Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά, την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά από πρόταση των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να αυξάνονται οι πιο πάνω θέσεις και να συστήνονται θέσεις του κλάδου και σε άλλα δικαστήρια ή εισαγγελίες.
Άρθρο 24
Καθήκοντα
Οι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου έχουν τα ακόλουθα καθήκοντα:
α) επικουρούν άμεσα τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς στο έργο τους, υπό την ευθύνη και τον έλεγχό τους,
β) απασχολούνται στην ταξινόμηση και την προκαταρκτική επεξεργασία των υποθέσεων, εφόσον αυτό προβλέπεται στον κανονισμό του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας,
γ) εφόσον προβλέπεται στον κανονισμό του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, επεξεργάζονται τη νομολογία του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας τους και συντάσσουν ευρετήρια και δελτία νομολογίας εθνικών, ενωσιακών, διεθνών και αλλοδαπών δικαστηρίων, καθώς και νομοθεσίας, βιβλιογραφίας και αρθρογραφίας. Με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία μετέχει χωρίς ψήφο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να ανατίθεται το έργο της ευρετηρίασης της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και σε υπαλλήλους του κλάδου που υπηρετούν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί να ανατίθεται το έργο της ευρετηρίασης της νομολογίας του Αρείου Πάγου και σε υπαλλήλους του κλάδου που υπηρετούν στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και εισαγγελίες.
Άρθρο 25
Πλήρωση θέσεων
Η πλήρωση των θέσεων του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου γίνεται με διαγωνισμό για τις κατηγορίες υποψηφίων της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26.
Άρθρο 26
Τυπικά προσόντα
1. Οι υποψήφιοι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου διαθέτουν τα προσόντα και δεν έχουν τα κωλύματα που προβλέπονται για τους δικαστικούς υπαλλήλους. Επιπλέον:
α) Έχουν άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος από δικηγορικό σύλλογο της χώρας ή από αρμόδια αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ηνωμένου Βασιλείου ή είναι υπάλληλοι μόνιμοι ή με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου, που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224), συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές ή δικαστικοί υπάλληλοι, εφόσον διαθέτουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εκτός από εκείνο της άδειας άσκησης δικηγορικού επαγγέλματος και κατέχουν πτυχίο νομικής σχολής ημεδαπού πανεπιστημίου ή πτυχίο νομικής σχολής αλλοδαπού πανεπιστημίου, εφόσον έχει λάβει ακαδημαϊκή ή επαγγελματική αναγνώριση.
β) Να έχουν γνώση χειρισμού ηλεκτρονικού υπολογιστή στα αντικείμενα: (α) επεξεργασία κειμένων, (β) υπολογιστικά φύλλα και (γ) υπηρεσίες διαδικτύου, που αποδεικνύεται με τον τρόπο που προβλέπεται από το π.δ. 50/2001 (Α’ 39) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
2. Με την προκήρυξη του διαγωνισμού μπορεί να ορίζονται και πρόσθετα τυπικά προσόντα.
3. Διατάξεις που ευνοούν ειδικές κατηγορίες υποψηφίων ή καθορίζουν ειδικές προσαυξήσεις της βαθμολογίας δεν έχουν εφαρμογή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Άρθρο 27
Προκήρυξη του διαγωνισμού
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως έως τις 30 Απριλίου κάθε έτους, προκηρύσσεται διαγωνισμός για τις κατευθύνσεις: α) Διοικητικής Δικαιοσύνης, β) Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Εισαγγελέων, γ) Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Στην προκήρυξη ορίζονται: α) ο αριθμός των προς πλήρωση οργανικών θέσεων ανά δικαστήριο, εισαγγελία και γενική επιτροπεία, β) ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ανά κατεύθυνση, γ) ο τόπος και ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, εντός του μηνός Οκτωβρίου του έτους δημοσίευσης της προκήρυξης, δ) η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της προκήρυξης, καθώς και ε) κατάλογος των δικαιολογητικών που συνυποβάλλονται με την αίτηση συμμετοχής. Στην προκήρυξη προσαρτάται παράρτημα, στο οποίο απαριθμούνται πενήντα (50) αποφάσεις του ανώτατου δικαστηρίου του δικαιοδοτικού κλάδου, το κείμενο των οποίων αναρτάται στην ιστοσελίδα του, καθώς και δέκα (10) αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δέκα (10) αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχουν επιλεγεί από τη Διοικητική Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου.
3. Με αποφάσεις των επιτροπών διαγωνισμού, που προβλέπονται στο άρθρο 29 καθορίζονται το πρόγραμμα, η διαδικασία, τα εξεταστικά κέντρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο ορισμός επιτηρητών, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια η οποία αναφέρεται στους υποψηφίους, τους όρους και τον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού. Η ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού δεν απέχει λιγότερο από τέσσερις (4) μήνες από τη δημοσίευση της προκήρυξης.
4. Οι αποφάσεις των επιτροπών αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και δημοσιοποιούνται και με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο.
Άρθρο 28
Αιτήσεις συμμετοχής
1. Στον διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι, κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, έχουν τα προσόντα και δεν έχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στον Κώδικα.
2. Ο υποψήφιος υποβάλλει την αίτηση συμμετοχής του στον διαγωνισμό, επισυνάπτοντας σε αυτήν τα δικαιολογητικά τα οποία αποδεικνύουν τη συνδρομή των προσόντων και την έλλειψη κωλυμάτων, στη γραμματεία οποιουδήποτε δικαστηρίου της χώρας.
3. Σε περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης φυσικών σωματικών δεξιοτήτων του υποψηφίου, που δεν τον καθιστούν ακατάλληλο για την άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου, λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της συμμετοχής του στον εισαγωγικό διαγωνισμό. Στα μέτρα διευκόλυνσης περιλαμβάνεται και η χορήγηση παράτασης για την ολοκλήρωση της εξέτασης. Η παράταση αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα δεύτερο (1/2) του προβλεπόμενου χρόνου για την ολοκλήρωση της εξέτασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις για την εξέταση των υποψηφίων αυτών στους διαγωνισμούς για την πλήρωση θέσεων δημόσιων διοικητικών υπαλλήλων.
4. Ο πρόεδρος της επιτροπής του διαγωνισμού ορίζει τους υπαλλήλους που επικουρούν τη διενέργεια του διαγωνισμού. Η επιτροπή του διαγωνισμού, με την επικουρία των ως άνω δικαστικών υπαλλήλων, ελέγχει την πληρότητα των δικαιολογητικών των υποψηφίων και καταρτίζει για κάθε κατεύθυνση πίνακες τόσο των υποψηφίων που μπορούν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό όσο και εκείνων που αποκλείονται. Οι πίνακες αναρτώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Άρθρο 29
Επιτροπές του διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός διενεργείται από επιτροπές, οι οποίες συγκροτούνται για κάθε κατεύθυνση χωριστά, με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του ανώτατου δικαστηρίου, που εκδίδεται μέχρι την 30ή Ιουνίου κάθε έτους. Σε κάθε επιτροπή προεδρεύει ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός.
2. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης αποτελείται από: α) έναν (1) Σύμβουλο της Επικρατείας, β) έναν (1) Πρόεδρο Εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και γ) έναν (1) Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τους αναπληρωτές τους.
3. Η επιτροπή για την κατεύθυνση της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης αποτελείται από:
α) έναν (1) Αρεοπαγίτη, β) έναν (1) Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και γ) έναν (1) Πρόεδρο Εφετών, με τους αναπληρωτές τους.
4. Η επιτροπή για την κατεύθυνση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποτελείται από: α) έναν (1) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, β) έναν (1) Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και γ) έναν (1) Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με τους αναπληρωτές τους.
5. Εκτός από τα μέλη της Επιτροπής, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διορίζονται οκτώ (8) εξεταστές ξένων γλωσσών, με τους αναπληρωτές τους, για την εξέταση της αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής και ιταλικής γλώσσας. Ως εξεταστές διορίζονται Ε.Ε.ΔΙ.Π. ξένων γλωσσών των τμημάτων νομικής της χώρας, καθώς και καθηγητές από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα εξέτασης των ξένων γλωσσών κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ίδιων τμημάτων, μετά από κλήρωση, από κατάλογο τον οποίο αποστέλλουν τα τρία νομικά τμήματα και ισχύει για τρία (3) έτη, εφόσον δεν τροποποιηθεί με νεότερη απόφαση των τμημάτων. Ο διορισμός γίνεται για την εξέταση κάθε ξένης γλώσσας χωριστά.
6. Χρέη γραμματέα κάθε Επιτροπής ασκεί δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με τις αποδοχές των μελών των Επιτροπών, των εξεταστών, των επιτηρητών και των γραμματέων των επιτροπών διαγωνισμού και τη διαδικασία καταβολής τους.
Άρθρο 30
Διεξαγωγή του διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει τρία στάδια: α) γραπτή εξέταση ειδικά επί των δικαστικών αποφάσεων του παραρτήματος της προκήρυξης, β) πρόσθετη γραπτή εξέταση, και γ) προφορική εξέταση.
2. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των διαγωνιζομένων στα γραπτά δοκίμια καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε κάθε στάδιο. Απαγορεύεται οποιαδήποτε σημείωση των βαθμολογητών επάνω στο γραπτό.
3. Στο στάδιο της γραπτής εξέτασης επί των δικαστικών αποφάσεων του παραρτήματος της προκήρυξης, οι υποψήφιοι υποβάλλονται σε δύο (2) γραπτές δοκιμασίες, η καθεμία από τις οποίες διαρκεί τρεις (3) ώρες και μπορεί να έχει τη μορφή ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών κατανόησης κειμένου ή αποφάσεων ή γνώσεων ή συνδυασμού των ανωτέρω, ή πρακτικών θεμάτων. Οι δοκιμασίες αυτές βασίζονται αποκλειστικά στην κριτική μελέτη και κατανόηση των ανωτέρω δικαστικών αποφάσεων.
4. Επιτυχόντες κατά το στάδιο αυτό είναι όσοι βαθμολογήθηκαν με πενήντα (50) και άνω στις εκατό (100) μονάδες σε καθεμία από τις δύο δοκιμασίες, εκτός εάν ο αριθμός τους υπερβαίνει το τριπλάσιο του αριθμού των θέσεων που προκηρύχθηκαν. Στην περίπτωση αυτή, επιτυχόντες θεωρούνται όσοι καταλαμβάνουν στη σειρά κατάταξης θέση εντός του αριθμού αυτού.
5. Οι επιτυχόντες του πρώτου σταδίου υποβάλλονται σε δύο (2) γραπτές δοκιμασίες επί του αντικειμένου του δικαιοδοτικού κλάδου, οι οποίες μπορεί να έχουν τη μορφή ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών κατανόησης κειμένου ή αποφάσεων ή γνώσεων ή συνδυασμού των ανωτέρω ή πρακτικών θεμάτων που άπτονται του αντικειμένου του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου και μία ή περισσότερες δοκιμασίες σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική, που μπορεί να έχουν τη μορφή ερωτήσεων πολλαπλών επιλογών κατανόησης κειμένου ή μετάφρασης κειμένου από την ξένη γλώσσα στην ελληνική ή συνδυασμό τους. Καθεμία από τις δοκιμασίες του δεύτερου σταδίου έχει τρίωρη διάρκεια.
6. Επιτυχόντες κατά το στάδιο αυτό είναι όσοι βαθμολογήθηκαν με πενήντα (50) και άνω στις εκατό (100) μονάδες σε καθεμία από τις δύο δοκιμασίες επί νομικών θεμάτων και σε μία τουλάχιστον δοκιμασία που αφορά στη γνώση ξένης γλώσσας.
7. Στο τρίτο στάδιο οι επιτυχόντες υποψήφιοι εξετάζονται προφορικά από την τριμελή επιτροπή επί του αντικειμένου του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου.
Άρθρο 31
Βαθμολόγηση υποψηφίων
1. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων γίνεται για καθεμία από τις δοκιμασίες επί νομικών θεμάτων από έναν βαθμολογητή, μέλος της επιτροπής, και για καθεμία από τις δοκιμασίες στις ξένες γλώσσες από τον εξεταστή ξένης γλώσσας,. Η βαθμολογική κλίμακα για κάθε δοκιμασία εκτείνεται από το μηδέν έως και το εκατό.
2. Η βαθμολόγηση της προφορικής εξέτασης γίνεται από κάθε τακτικό μέλος της επιτροπής χωριστά, με κλίμακα που εκτείνεται από το μηδέν (0) έως και το εκατό (100). Εάν τακτικό μέλος κωλύεται, η εξέταση και βαθμολόγηση γίνονται από το μέλος που έχει ορισθεί ως αναπληρωματικό αυτού.
3. Η τελική βαθμολογία κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα της βαθμολογίας που έλαβε: α) σε καθεμία από τις τέσσερις γραπτές δοκιμασίες πολλαπλασιαζόμενη με τον συντελεστή 2, β) στις δοκιμασίες στις ξένες γλώσσες στις οποίες έλαβε τη βαθμολογική βάση με συντελεστή 1, 0,5, 0,25, 0,25 για καθεμία από αυτές κατά σειρά υψηλότερης βαθμολογίας, και γ) από κάθε μέλος της τριμελούς επιτροπής κατά την προφορική εξέταση.
4. Ο πίνακας οριστικών αποτελεσμάτων κυρώνεται από την επιτροπή διαγωνισμού, αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΔΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Άρθρο 32
Διορισμός
1. Με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τον διορισμό τους, οι επιτυχόντες υποβάλλουν δήλωση με τις προτιμήσεις τους όσον αφορά στο δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία όπου επιθυμούν να διοριστούν.
2. Με βάση τη σειρά επιτυχίας τους στον διαγωνισμό και τις προτιμήσεις τους καταρτίζεται κατάλογος, βάσει του οποίου γίνονται ο διορισμός και η τοποθέτησή τους σε δικαστήρια, εισαγγελίες και γενικές επιτροπείες.
3. Οι επιτυχόντες διορίζονται ως δόκιμοι υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και τοποθετούνται στο κατά την παρ. 2 δικαστήριο, εισαγγελία ή γενική επιτροπεία με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 33
Δοκιμαστική υπηρεσία – Μονιμοποίηση
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να απολυθούν, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, για τους λόγους και με τη διαδικασία που προβλέπονται για τους μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους, καθώς και για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 35 και στην παρ. 10 του άρθρου 38.
2. Μέσα σε έναν (1) μήνα από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση, μετά από έκθεση που υποβάλλει ο προϊστάμενός του δικαστικός λειτουργός. Αν κριθεί κατάλληλος, o δικαστικός υπάλληλος μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.
3. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω άδειας συνεπεία ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων μονιμοποίηση του υπαλλήλου ενεργεί αναδρομικά ως προς όλες τις συνέπειες.
4. Το δικαστικό συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τον χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη για την καταλληλότητα του δόκιμου δικαστικού υπαλλήλου για μονιμοποίηση.
5. Οι δόκιμοι υπάλληλοι που προέρχονται από υπαλλήλους της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 αποκτούν την ιδιότητα του δόκιμου δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου, διατηρώντας το μισθολογικό καθεστώς τους, εφόσον δεν άγει σε μείωση των συνολικών κατά τον παρόντα αποδοχών τους.
6. Οι διατάξεις του κεφαλαίου περί μονιμοποίησης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, στους υπαλλήλους του κλάδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Άρθρο 34
Εισαγωγική εκπαίδευση
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου αμέσως μετά από την ανάληψη υπηρεσίας, σύμφωνα με το άρθρο 15, παρακολουθούν δωδεκάμηνη εισαγωγική εκπαίδευση.
2. Η εισαγωγική εκπαίδευση σχεδιάζεται και υλοποιείται από το ανώτατο δικαστήριο του δικαιοδοτικού κλάδου.
3. Η Διοικητική Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου ορίζει έναν ανώτατο δικαστικό λειτουργό ως Υπεύθυνο Εκπαίδευσης για κάθε κύκλο εισαγωγικής εκπαίδευσης.
4. O Υπεύθυνος Εκπαίδευσης μπορεί να ζητεί από υπηρεσίες του Δημοσίου ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου την παροχή χώρων κατάλληλων για διδασκαλία, καθώς και γραμματειακή και υλικοτεχνική υποστήριξη προς τον σκοπό αυτό. Οι αποδέκτες της αίτησης είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν τη ζητούμενη συνδρομή, εκτός εάν αυτό δεν είναι εφικτό.
Άρθρο 35
Πρώτο στάδιο εισαγωγικής εκπαίδευσης
1. Αντικείμενο του πρώτου σταδίου εκπαίδευσης είναι:
α) η ενημέρωση για την αποστολή, την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης,
β) η μελέτη και ανάλυση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, των δικαστικών υπαλλήλων, των οργάνων της διοίκησης, των δικηγόρων και των διαδίκων, με έμφαση στους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τις σχέσεις των δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και τους δικαστικούς υπαλλήλους των άλλων κλάδων,
γ) η κριτική προσέγγιση και εμβάθυνση στη νομολογία προεχόντως του ανώτατου δικαστηρίου του δικαιοδοτικού κλάδου, των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δευτερευόντως των λοιπών εθνικών, διεθνών και αλλοδαπών δικαστηρίων,
δ) η ενημέρωση και εξοικείωση με τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την ύλη του δικαιοδοτικού κλάδου,
ε) η εξοικείωση με τα ευρετήρια και τα δελτία νομολογίας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και τον τρόπο κατάρτισής τους,
στ) η ενημέρωση και εξοικείωση με τη χρήση των ηλεκτρονικών βάσεων νομικών δεδομένων, με έμφαση στις βάσεις δεδομένων των εθνικών, ενωσιακών και διεθνών δικαστηρίων,
ζ) η ενημέρωση ως προς τις αρχές που διέπουν την επεξεργασία δικογραφιών προς υποβοήθηση του δικαστικού έργου.
2. Το πρώτο στάδιο εκπαίδευσης διαρκεί τρεις (3) μήνες. Αν ο αριθμός των δόκιμων υπαλλήλων είναι μικρός, με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του ανώτατου δικαστηρίου, ύστερα από εισήγηση του Υπευθύνου Εκπαίδευσης, η διάρκεια του πρώτου σταδίου είναι δυνατό να συντμηθεί, όχι όμως κάτω του ενός (1) μήνα. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος που απομένει προστίθεται στη διάρκεια του δεύτερου σταδίου.
3. Το πρώτο στάδιο της εκπαίδευσης πραγματοποιείται στα ανώτατα δικαστήρια.
4. Κάθε διδάσκων βαθμολογεί τους εκπαιδευόμενους με άριστα το εκατό (100), βασιζόμενος, κατά την κρίση του, στη συμμετοχή τους στη διδακτική διαδικασία, σε γραπτή δοκιμασία, σε επεξεργασία φακέλου, σε εργασία ή συνδυασμό των ανωτέρω.
5. Όσοι δεν ολοκληρώνουν επιτυχώς το πρώτο στάδιο, παύονται οριστικά με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
Άρθρο 36
Πρόγραμμα σπουδών
1. Το πρόγραμμα σπουδών του πρώτου σταδίου εκπαίδευσης καταρτίζεται για κάθε κύκλο εκπαίδευσης από τη Διοικητική Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου, κατόπιν εισήγησης του Υπευθύνου Εκπαίδευσης.
2. Το ωριαίο πρόγραμμα διδασκαλίας καταρτίζεται από τον Υπεύθυνο Εκπαίδευσης του οικείου δικαιοδοτικού κλάδου. Η διδασκαλία διαρκεί ημερησίως έξι (6) διδακτικές ώρες. Η κάθε διδακτική ώρα διαρκεί σαράντα πέντε (45) λεπτά.
Άρθρο 37
Εκπαιδευτικό προσωπικό
1. Διδάσκοντες στο πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης των δόκιμων υπαλλήλων του Κλάδου είναι εν ενεργεία δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί οποιουδήποτε βαθμού, καθώς και συνταξιούχοι, που επιλέγονται για κάθε κύκλο εκπαίδευσης, μετά από αίτησή τους, από τη Διοικητική Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου, κατόπιν εισήγησης του υπευθύνου εκπαίδευσης του δικαιοδοτικού κλάδου.
2. Η αίτηση, συνοδευόμενη από συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα, υποβάλλεται στον υπεύθυνο εκπαίδευσης εντός του μηνός Ιανουαρίου κάθε έτους.
3. Προέχοντα κριτήρια επιλογής των διδασκόντων αποτελούν η διδακτική τους εμπειρία και ικανότητα, ιδίως στο αντικείμενο της διδασκαλίας, και η απόδοσή τους στα κύρια καθήκοντά τους, σύμφωνα και με τις εκθέσεις αξιολόγησής τους κατά τα τελευταία δέκα (10) έτη. Λαμβάνονται επικουρικώς υπόψη η συγγραφή βιβλίων ή μελετών σχετικών με το αντικείμενο της διδασκαλίας και η ύπαρξη διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών συναφούς με το αντικείμενο της διδασκαλίας, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με το αντικείμενο της διδασκαλίας ουσιαστικό ή τυπικό προσόν.
4. Διδάσκων που δεν ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του, αντικαθίσταται με απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας, κατόπιν εισήγησης του Υπευθύνου Εκπαίδευσης.
5. Τα καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου θεωρούνται δικαστικά. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με τις αποδοχές των διδασκόντων και τη διαδικασία καταβολής τους.
6. Ο Υπεύθυνος Εκπαίδευσης συγκαλεί συμβούλιο του εκπαιδευτικού προσωπικού του δικαιοδοτικού κλάδου, όποτε το κρίνει αναγκαίο.
Άρθρο 38
Δεύτερο στάδιο εκπαίδευσης
1. Αντικείμενο του δεύτερου σταδίου εκπαίδευσης είναι η πρακτική άσκηση των δόκιμων υπαλλήλων στα έργα του Κλάδου τους.
2. Το δεύτερο στάδιο εκπαίδευσης διαρκεί εννέα (9) μήνες.
3. Η πρακτική άσκηση των σπουδαστών λαμβάνει χώρα στα ακόλουθα δικαστήρια που λειτουργούν ως εκπαιδευτικά κέντρα: α) στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τον Άρειο Πάγο, αντίστοιχα, για όσους προορίζονται για τα δικαστήρια αυτά, β) στο Ελεγκτικό Συνέδριο για όσους προορίζονται για το δικαστήριο αυτό και τη Γενική Επιτροπεία σ’ αυτό, γ) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για όσους προορίζονται για το δικαστήριο αυτό, τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά και το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, δ) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, για όσους προορίζονται για το δικαστήριο αυτό και το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, ε) στο Πρωτοδικείο Αθηνών, για όσους προορίζονται για το δικαστήριο αυτό, το Εφετείο Αθηνών, το Εφετείο Πειραιά και το Πρωτοδικείο Πειραιά, στ) στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, για όσους προορίζονται για το δικαστήριο αυτό και το Εφετείο Θεσσαλονίκης, ζ) στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για όσους προορίζονται για την εισαγγελία αυτή, η) στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, για όσους προορίζονται για την εισαγγελία αυτή, την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, την Εισαγγελία Εφετών Πειραιά και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά και θ) στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για όσους προορίζονται για την εισαγγελία αυτή και την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης.
4. Σε κάθε δικαστήριο υπό την έννοια της παρ. 3 ορίζονται από τον υπεύθυνο εκπαίδευσης, ύστερα από πρόταση του προέδρου του δικαστηρίου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του διευθύνοντος την εισαγγελία, Υπεύθυνοι Πρακτικής Άσκησης για κάθε κύκλο πρακτικής άσκησης. Κάθε υπεύθυνος αναλαμβάνει έως έξι (6) εκπαιδευόμενους.
5. Οι Υπεύθυνοι Πρακτικής Άσκησης του κάθε δικαστηρίου ή εισαγγελίας μπορεί να συναποφασίσουν ότι η εκπαίδευση των δόκιμων υπαλλήλων: α) στη σύνταξη δελτίων και ευρετηρίων και β) στην ταξινόμηση και την προκαταρκτική επεξεργασία των υποθέσεων θα είναι κοινή.
6. Οι δόκιμοι υπάλληλοι του δικαιοδοτικού κλάδου που ασκούνται σε διοικητικά και πολιτικά πρωτοδικεία και εφετεία εκπαιδεύονται μαζί με τους δόκιμους υπαλλήλους που ασκούνται στα ανώτατα δικαστήρια του κλάδου στη σύνταξη δελτίων και ευρετηρίων. Όσοι ασκούνται σε δικαστήρια που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη εκπαιδεύονται με τη βοήθεια του διαδικτύου και των λοιπών μέσων επικοινωνίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών μπορεί να προβλέπεται η εκπαίδευση, εν όλω ή εν μέρει, των δόκιμων υπαλλήλων στο ανωτέρω αντικείμενο σε κοινό τόπο, με κάλυψη των εξόδων όσων μετακινούνται για τον σκοπό αυτό.
7. Ο αρμόδιος Υπεύθυνος Εκπαίδευσης, εάν το κρίνει επωφελές για την εκπαίδευση των δόκιμων υπαλλήλων, ορίζει ότι η συμμετοχή τους σε ορισμένα εκπαιδευτικά σεμινάρια ή ημερίδες είναι υποχρεωτική και σε άλλα επιθυμητή.
8. Οι δόκιμοι υπάλληλοι μπορεί, για εκπαιδευτικούς λόγους, να καλούνται από τον Υπεύθυνο Πρακτικής Άσκησης, κατόπιν έγκρισης του Υπευθύνου Εκπαίδευσης, να παρίστανται κατά την προανάκριση ή ανάκριση, καθώς και κατά τη συζήτηση υποθέσεων στο ακροατήριο και να μετέχουν χωρίς δικαίωμα λόγου ή ψήφου στις διασκέψεις, χωρίς η συμμετοχή τους να καταχωρίζεται στις εκθέσεις, στα πρακτικά ή στις αποφάσεις.
9. Στο τέλος του εννεαμήνου οι υπεύθυνοι πρακτικής άσκησης εκδίδουν βεβαίωση για την καταλληλότητα κάθε δόκιμου υπαλλήλου για μονιμοποίηση.
10. Για όσους δεν ολοκληρώνουν επιτυχώς την πρακτική εκπαίδευση εφαρμόζεται η παρ. 5 του άρθρου 35.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ
Άρθρο 39
Βαθμολογική κλίμακα – ένταξη
1. Οι βαθμοί των δικαστικών υπαλλήλων του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου είναι οι ακόλουθοι: α) Δικαστικός Ερευνητής Α’, β) Δικαστικός Ερευνητής Β’, γ) Δικαστικός Ερευνητής Γ’, δ) Δικαστικός Ερευνητής Δ’.
2. Για την προαγωγή απαιτείται εξαετής υπηρεσία στον προηγούμενο βαθμό και θετική κρίση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται με τον βαθμό του Δικαστικού Ερευνητή Δ’.
4. Όσοι υπάλληλοι είχαν διοριστεί υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 26 και είχαν τον βαθμό Β’ μεταφέρουν τον πλεονάζοντα χρόνο υπηρεσίας τους στον βαθμό του Δικαστικού Ερευνητή Δ’. Εάν είχαν τον βαθμό Α’ διορίζονται με τον βαθμό του Δικαστικού Ερευνητή Γ’. Ο πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας τους στον βαθμό Α’, όσον αφορά στη βαθμολογική τους κατάταξη, προσμετράται κατά το ήμισυ στον βαθμό του Δικαστικού Ερευνητή Γ’ και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
5. Η ένταξη σε βαθμό και ο προσδιορισμός του πλεονάζοντος σε αυτόν χρόνου γίνονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
6. Οι διατάξεις του παρόντος περί ένταξης των δικαστικών υπαλλήλων στη βαθμολογική κλίμακα δεν καταλαμβάνουν τους υπαλλήλους του Κλάδου.
7. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους του κλάδου συντάσσονται καταστάσεις, χωριστές από αυτές των λοιπών δικαστικών υπαλλήλων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι περί των καταστάσεων αυτών διατάξεις του παρόντος.
8. Για τη διαδικασία που διέπει την προαγωγή των υπαλλήλων του κλάδου, καθώς και τον προσδιορισμό του χρόνου που δεν λαμβάνεται υπόψη για την προαγωγή, εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 40
Μισθολογική κλίμακα
Οι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου κατατάσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια για τους δικαστικούς υπαλλήλους, ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας τους.
Άρθρο 41
Οργανικές μονάδες
1. Οι υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου υπάγονται σε αυτοτελή διεύθυνση, εάν υπηρετούν σε ανώτατο δικαστήριο και, σε διαφορετική περίπτωση, σε αυτοτελές τμήμα, μη υπαγόμενο σε γενική διεύθυνση, διεύθυνση, τμήμα ή άλλη οργανική μονάδα δικαστηρίου, εισαγγελίας ή γενικής επιτροπείας.
2. Προϊστάμενοι των δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου είναι ο πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο Γενικός Επίτροπος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο προϊστάμενος του δικαστηρίου ή εισαγγελίας, κατά περίπτωση, ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν, με τον αναπληρωτή του.
3. Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ανάληψη υπηρεσίας των πρώτων δόκιμων υπαλλήλων του κλάδου η Διοικητική Ολομέλεια, αφού ακούσει τους προϊσταμένους δικαστικούς λειτουργούς και τον εκπρόσωπο των υπαλλήλων του κλάδου, που έχει εκλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 42, δύναται με απόφασή της, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίσει ότι εφεξής σε θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή τμήματος του κλάδου τοποθετείται υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Δικαστικού Ερευνητή Γ’, για τριετή θητεία, καθώς και να ορίσει τα κριτήρια, τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης, καθώς και τις ειδικότερες αρμοδιότητές του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 42
Δικαστικά Συμβούλια
Δικαστικά συμβούλια για τους υπαλλήλους του κλάδου είναι τα αρμόδια για τους λοιπούς δικαστικούς υπαλλήλους. Διέπονται ως προς τη συγκρότηση, τη σύνθεση, τη λειτουργία τους και κάθε άλλο ζήτημα, από τις γενικές διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 43
Υπηρεσιακά συμβούλια
Τα υπηρεσιακά συμβούλια για τους υπαλλήλους του κλάδου είναι:
α. Τα πενταμελή υπηρεσιακά συμβούλια στο Εφετείο Αθηνών, στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών και στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης.
β. Τα πενταμελή υπηρεσιακά συμβούλια στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
γ. Τα επταμελή υπηρεσιακά συμβούλια στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 44
Συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων
1. Τα υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται από τους δικαστικούς λειτουργούς που συγκροτούν τα υπηρεσιακά συμβούλια με βάση τις γενικές διατάξεις του παρόντος και από δύο (2) υπαλλήλους των Κλάδων Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων, οι οποίοι αναδεικνύονται με εκλογές, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο παρόν άρθρο και στην παρ. 2 του άρθρου 46.
2. Οι υπάλληλοι που μετέχουν στα υπηρεσιακά συμβούλια των εφετείων και των διοικητικών εφετείων υπηρετούν σε πολιτικό δικαστήριο ή εισαγγελία, ή διοικητικό δικαστήριο της περιφέρειάς τους, αντίστοιχα. Οι υπάλληλοι που υπηρετούν σε υπηρεσία του Πειραιά λογίζεται ότι υπηρετούν στην Αθήνα.
3. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός υπαλλήλων των κλάδων προς πλήρωση των θέσεων των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων του Αρείου Πάγου ή του υπηρεσιακού συμβουλίου του Εφετείου Αθηνών, οι θέσεις συμπληρώνονται με μέλη του πενταμελούς ή του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου ή του Εφετείου Αθηνών, με αυτή τη σειρά, αντίστοιχα. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και για τα υπηρεσιακά συμβούλια του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
4. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός υπαλλήλων των κλάδων προς πλήρωση των θέσεων των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Εφετείου Θεσσαλονίκης ή του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, τα συμβούλια συγκροτούνται με τέσσερις (4) δικαστικούς λειτουργούς και στην περίπτωση του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου με έξι (6) δικαστικούς λειτουργούς και έναν (1) υπάλληλο των κλάδων. Ο τέταρτος ή έκτος δικαστικός λειτουργός με τον αναπληρωτή του ορίζεται με τον τρόπο που ορίζονται οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Αν στην αρμοδιότητα των υπηρεσιακών συμβουλίων του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται μόνο ένας ή δύο υπάλληλοι των κλάδων, οι θέσεις συμπληρώνονται με μέλη των αντίστοιχων υπηρεσιακών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αν στην αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμβουλίου του Εφετείου Θεσσαλονίκης ή του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης υπάγονται μόνο ένας ή δύο υπάλληλοι των κλάδων, οι θέσεις συμπληρώνονται με μέλη των αντίστοιχων υπηρεσιακών συμβουλίων του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχα.
5. Οι παρ. 3 και 4 εφαρμόζονται αναλόγως και όσον αφορά στη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων.
6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του παρόντος, πλην εκείνων για τον ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας ως προϋπόθεση για την εκλογή υπαλλήλου σε θέση μέλους υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 45
Αρμοδιότητα και διαδικασία των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων
1. Κατά τη συζήτηση ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων καλούνται και έχουν δικαίωμα να παρίστανται και να εκφράζουν τη γνώμη τους, τα εκ των υπαλλήλων του κλάδου μέλη των αντίστοιχων υπηρεσιακών συμβουλίων.
2. Κατά τα λοιπά, ως προς την αρμοδιότητα των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων και την ενώπιόν τους διαδικασία, εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 46
Συλλογικά όργανα παρακολούθησης της εφαρμογής του θεσμού και εκλογής εκπροσώπων των υπαλλήλων
1. Τα άρθρα 90 και 93 του Κεφαλαίου Β’ του τέταρτου Μέρους δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
2. Μέχρι την 30ή Ιουνίου του δικαστικού έτους κατά το οποίο ανέλαβαν υπηρεσία οι πρώτοι δόκιμοι υπάλληλοι του κλάδου και έκτοτε ανά τρία (3) έτη, ο αρχαιότερος από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων συγκαλεί συμβούλιο των υπαλλήλων του κλάδου. Στο συμβούλιο προσκαλούνται και οι υπάλληλοι του Κλάδου Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων προκειμένου να συμμετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων. Στο συμβούλιο προεδρεύει ο αρχαιότερος υπάλληλος του κλάδου. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων υπαλλήλων αρχαιότερων, χωρίς όμως διαφοροποίηση ως προς τη μεταξύ τους αρχαιότητα, διενεργείται κλήρωση. Στο συμβούλιο ανταλλάσσονται πληροφορίες για την εφαρμογή του θεσμού και διατυπώνονται προτάσεις για τη βελτίωσή του. Στο πρώτο χρονικά συμβούλιο εκλέγονται με διακριτές ψηφοφορίες, που διενεργούνται με βάση αντίστοιχες προκηρύξεις που εκδίδει ο αρχαιότερος από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων και κοινοποιούνται μαζί με την πρόσκληση για τη συμμετοχή στο συμβούλιο, χωρίς να απαιτείται δημοσίευσή τους: α) τα μέλη εκάστου υπηρεσιακού συμβουλίου και β) τρεις εκπρόσωποι του κλάδου, ένας τακτικός και δύο αναπληρωματικοί, από τους οποίους ένας τουλάχιστον υπηρετεί στην Αθήνα και ένας στη Θεσσαλονίκη.
3. Μέχρι την 30ή Ιουνίου κάθε δικαστικού έτους κατά το οποίο δεν συγκαλείται συμβούλιο, ο αρχαιότερος από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων συγκαλεί Συμβούλιο Περιφέρειας Αθήνας – Πειραιά και Συμβούλιο Περιφέρειας Θεσσαλονίκης, στα οποία μετέχουν οι υπάλληλοι του κλάδου που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια, εισαγγελίες και γενικές επιτροπείες. Στα συμβούλια ανταλλάσσονται πληροφορίες για την εφαρμογή του θεσμού και διατυπώνονται προτάσεις για τη βελτίωσή του.
4. Ο αρχαιότερος από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων συγκαλεί κάθε δικαστικό έτος συμβούλιο των δικαστικών λειτουργών που προΐστανται των υπαλλήλων του κλάδου των δικαστηρίων, εισαγγελιών και γενικών επιτροπειών. Στο συμβούλιο, στο οποίο προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους μετέχοντες δικαστικούς λειτουργούς, καλείται και ο εκπρόσωπος των υπαλλήλων του κλάδου. Σε αυτό ανταλλάσσονται πληροφορίες για την εφαρμογή του θεσμού και διατυπώνονται προτάσεις για τη βελτίωσή του.
5. Κάθε πέντε (5) έτη όσοι δικαστικοί λειτουργοί διατέλεσαν ή διατελούν προϊστάμενοι και κάθε υπάλληλος του κλάδου συντάσσουν, μέχρι την 30ή Ιουνίου του δικαστικού έτους, χωριστή έκθεση ο καθένας για την εφαρμογή του θεσμού, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και προτάσεις για τη βελτίωσή του. Οι εκθέσεις συγκεντρώνονται από τους προϊσταμένους δικαστικούς λειτουργούς και υποβάλλονται σε καθέναν από τους προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Σε επόμενη συνεδρίαση της Διοικητικής Ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, ενημερώνονται τα μέλη για την εφαρμογή του θεσμού και το ουσιώδες περιεχόμενο των εκθέσεων και ακολουθεί συζήτηση με σκοπό τη λήψη αποφάσεων ή τη διατύπωση προτάσεων για τη βελτίωσή του. Κατά την πρώτη εφαρμογή του θεσμού η διαδικασία αυτή λαμβάνει χώρα τρία (3) έτη μετά την ανάληψη υπηρεσίας των πρώτων δόκιμων υπαλλήλων του Κλάδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ – ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 47
Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην αλλοδαπή
1. Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή στους υπαλλήλους του κλάδου που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε (5) έτη υπηρεσίας από την ανάληψη των καθηκόντων τους μέχρι την έναρξη του εκπαιδευτικού έτους και δεν έχουν συμπληρώσει κατά τον χρόνο αυτό το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους. Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια απαιτείται ο υπάλληλος να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής είτε ως πλήρους φοίτησης είτε ως ακαδημαϊκός επισκέπτης και να έχει πολύ καλή γνώση της γλώσσας του προγράμματος, σύμφωνα με το π.δ. 50/2001 (Α’ 39).
2. Ο αριθμός των υπαλλήλων του κλάδου, ανά τομέα του άρθρου 18, που αποστέλλονται στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια κάθε εκπαιδευτικό έτος ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην αλλοδαπή μπορεί να επιτραπεί με την απόφαση αυτή σε έναν κατ’ ανώτατο όριο υπάλληλο κάθε τομέα.
3. Οι άδειες χορηγούνται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης το αργότερο έως την 31η Μαρτίου του έτους έναρξης της άδειας, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου του και του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση. Το συμβούλιο εκφέρει τη σύμφωνη γνώμη του μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Στην αίτηση προσδιορίζονται τα θέματα με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ο υπάλληλος και επισυνάπτονται τα σχετικά δικαιολογητικά.
4. Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται για ένα (1) έτος και παρατείνεται, με την ίδια διαδικασία, για ένα ακόμη έτος, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, εφόσον ο υπάλληλος καταθέσει βεβαίωση του πανεπιστημίου ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή και ότι μπορεί να ολοκληρώσει το πρόγραμμα των μεταπτυχιακών του σπουδών με τη λήψη του μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης. Αν ο υπάλληλος υπερβεί αδικαιολόγητα την άδεια που του χορηγήθηκε, στερείται τις αποδοχές για τις αντίστοιχες ημέρες, ανεξάρτητα από την πειθαρχική του ευθύνη.
5. Ο υπάλληλος που έλαβε εκπαιδευτική άδεια αναφέρει με δήλωσή του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης την ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασής του στην αλλοδαπή, την έναρξη της εκπαίδευσής του, καθώς και τον τόπο και τη διεύθυνση της διαμονής του. Στο τέλος κάθε εξαμήνου, υποβάλλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στον προϊστάμενό του και στον πρόεδρο του αρμόδιου γι’ αυτόν υπηρεσιακού συμβουλίου λεπτομερή έκθεση για τη συντελεσθείσα εργασία και για την πορεία της εκπαίδευσής του, με τα αποδεικτικά των σπουδών του. Προκειμένου περί ακαδημαϊκών επισκεπτών, η έκθεση υποβάλλεται ανά τρίμηνο, μαζί με βεβαιώσεις παρακολούθησης του προγράμματος από τα αρμόδια όργανα του πανεπιστημίου. Παράβαση της υποχρέωσης αυτής επιφέρει την ανάκληση του υπολοίπου της εκπαιδευτικής άδειας με απόφαση του αρμόδιου για τον υπάλληλο υπηρεσιακού συμβουλίου και συνεπάγεται την πειθαρχική του ευθύνη.
6. Στον υπάλληλο που μεταβαίνει στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια, παρέχεται επιπλέον το 50% των αποδοχών της οργανικής του θέσης, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής, με ειδική αιτιολογία της απόφασης χορήγησης.
7. Η εκπαιδευτική άδεια διακόπτεται ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου κατόπιν πρότασης του προϊσταμένου του υπαλλήλου, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιβάλλουν ή αν ο υπάλληλος υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα.
8. Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή ο προϊστάμενος του υπαλλήλου που τελεί σε εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή μπορεί να αναθέσει σ’ αυτόν τη μελέτη ή έρευνα ορισμένων ζητημάτων που αφορούν στη λειτουργία των δικαστηρίων και τη σχετική με τη Δικαιοσύνη νομοθεσία ή άλλα ειδικά θέματα.
9. Ο υπάλληλος που έλαβε εκπαιδευτική άδεια είναι υποχρεωμένος μετά την επιστροφή του να υπηρετήσει για χρόνο τετραπλάσιο του χρόνου της άδειάς του.
10. Αν ο υπάλληλος δεν τηρήσει τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παρ. 5 και 9, επιστρέφει στο Δημόσιο, μέσα σε έξι (6) μήνες, τις επιπλέον αποδοχές που έλαβε κατά τον χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής, με τον νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.
Άρθρο 48
Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην ημεδαπή
1. Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην ημεδαπή μπορεί να χορηγείται στους υπαλλήλους του κλάδου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 47 για την παρακολούθηση, υπό καθεστώς πλήρους φοίτησης, μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών ετήσιας διάρκειας σε σχολές νομικών, πολιτικών ή οικονομικών επιστημών.
2. Ο αριθμός των υπαλλήλων του Κλάδου που δύνανται να λάβουν εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην ημεδαπή κάθε εκπαιδευτικό έτος ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους. Εκπαιδευτική άδεια απουσίας στην ημεδαπή μπορεί να επιτραπεί με την απόφαση αυτή σε έναν κατ’ ανώτατο όριο υπάλληλο κάθε τομέα.
3. Στον υπάλληλο δεν καταβάλλονται πρόσθετες αποδοχές ή χρηματικά ποσά για έξοδα ή για άλλο λόγο.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 47.
Άρθρο 49
Εκπαιδευτικές άδειες μικρής διάρκειας
Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης μετά από πρόταση του προϊσταμένου υπαλλήλου του κλάδου μπορεί να επιτρέψει την αποστολή του στην αλλοδαπή, προκειμένου να μετάσχει σε συνέδριο ή να παρακολουθήσει βραχύχρονο σεμινάριο ή να μετάσχει ως παρατηρητής ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στις εργασίες ενωσιακού, διεθνούς ή αλλοδαπού δικαστηρίου. Η διάρκεια της άδειας που χορηγείται κατά το πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα.
Άρθρο 50
Διάρκεια εκπαιδευτικών αδειών
1. Ο υπάλληλος δικαιούται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του να λάβει μία (1) φορά εκπαιδευτική άδεια απουσίας είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή.
2. Ο περιορισμός της παρ. 1 δεν ισχύει για τις εκπαιδευτικές άδειες μικρής διάρκειας.
Άρθρο 51
Δικαιώματα
1. Οι υπάλληλοι του κλάδου έχουν τα δικαιώματα των δικαστικών υπαλλήλων τα οποία προβλέπονται στο οικείο κεφάλαιο του παρόντος, με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις:
α) Η συμμετοχή των υπαλλήλων του κλάδου στην πολιτική ζωή της χώρας επιτρέπεται υπό τους όρους που επιτρέπεται για τους δικαστικούς λειτουργούς. Υπάλληλοι του κλάδου που παραιτούνται για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε εκλογές δεν επανέρχονται στην υπηρεσία.
β) Για τη χορήγηση άδειας απουσίας από την υπηρεσία δεν απαιτείται γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας ή του οικείου Γενικού Συντονιστή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 52
Υποχρεώσεις – Γενικές διατάξεις
Οι υπάλληλοι του κλάδου έχουν τις υποχρεώσεις των δικαστικών υπαλλήλων οι οποίες προβλέπονται στο κεφάλαιο του Κώδικα, με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις:
α) Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η ανάθεση σ’ αυτούς καθηκόντων άλλου κλάδου.
β) Όσον αφορά στην απαιτούμενη εχεμύθεια, τη δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, την άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή, τη συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα ασυμβίβαστα έργα, την κατοχή δεύτερης θέσης και τα κωλύματα λόγω συμφέροντος, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δικαστικών υπαλλήλων, αλλά αυτές περί δικαστικών λειτουργών.
Άρθρο 53
Ωράριο
1. Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου ο καθορισμός του ωραρίου εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου διέπεται από τις γενικές διατάξεις για το ωράριο εργασίας των δικαστικών υπαλλήλων.
2. Με απόφαση του προϊσταμένου του υπαλλήλου, κατόπιν συναίνεσης του τελευταίου, είναι δυνατός ο καθορισμός διαφορετικού ωραρίου εργασίας, χωρίς μεταβολή του ημερήσιου αριθμού ωρών εργασίας.
3. Ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός που προΐσταται των υπαλλήλων του κλάδου μπορεί με πράξη του να ορίσει ότι ο υπάλληλος θα εκτελέσει συγκεκριμένο έργο κατ’ οίκον ή σε άλλο τόπο, αποδεσμεύοντάς τον από την υποχρέωση τήρησης του ωραρίου κατά το χρονικό διάστημα που εκτιμά ως αναγκαίο προς τούτο. Μετά την εκτέλεση του έργου ο προϊστάμενος σημειώνει πάνω στην πράξη ότι το έργο εκτελέστηκε και αντιστοιχεί, κατά την εκτίμησή του, στο χρονικό διάστημα για το οποίο είχε αποδεσμευθεί ο υπάλληλος. Εάν, μετά την παράδοση του έργου, ο προϊστάμενος κρίνει ότι ο χρόνος που απαιτήθηκε ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που είχε αρχικά εκτιμηθεί, με συμπληρωματική πράξη του αποδεσμεύει τον υπάλληλο από την υποχρέωση τήρησης του ωραρίου για αντίστοιχο διάστημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Άρθρο 54
Προσωπικό μητρώο
Για κάθε υπάλληλο του Κλάδου τηρείται προσωπικό μητρώο, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του παρόντος, σε ειδικό για τους υπαλλήλους του Κλάδου αρχείο.
Άρθρο 55
Εκθέσεις αξιολόγησης
1. Στο τέλος κάθε δικαστικού έτους ο προϊστάμενος του υπαλλήλου συντάσσει έκθεση αξιολόγησης.
2. Ο υπάλληλος χαρακτηρίζεται ως εξαίρετος, κατάλληλος ή ακατάλληλος, με βάση το ήθος και την ποιοτική και ποσοτική του απόδοση. Για τους χαρακτηρισμούς «εξαίρετος» και «ακατάλληλος» απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο υπάλληλος που χαρακτηρίστηκε «ακατάλληλος» έχει δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.
3. Με τον κανονισμό του δικαστηρίου, εισαγγελίας ή γενικής επιτροπείας εξειδικεύονται τα κριτήρια της αξιολόγησης και προβλέπεται διαδικασία καταγραφής και αξιολόγησης της απόδοσης του υπαλλήλου από τους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς υπό τους οποίους απασχολήθηκε, προκειμένου να ληφθούν υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης.
4. Οι γενικές διατάξεις περί εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 56
Ηθικές αμοιβές – Βράβευση προτάσεων ή μελετών
Οι διατάξεις του παρόντος περί ηθικών αμοιβών και βράβευσης προτάσεων ή μελετών εφαρμόζονται και στους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 57
Επιλογή προϊσταμένων
Οι γενικές διατάξεις του Κεφαλαίου Ι’ περί επιλογής προϊσταμένων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
Άρθρο 58
Κατανομή – Μετακίνηση
Οι γενικές διατάξεις περί κατανομής και μετακίνησης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 59
Μετάταξη
1. Μετάταξη υπαλλήλου του Κλάδου σε άλλο κλάδο, καθώς και υπαλλήλου άλλου κλάδου στον Κλάδο, δεν επιτρέπεται.
2. Μετάταξη υπαλλήλου του κλάδου σε άλλο τομέα δεν επιτρέπεται, εκτός από τη μετάταξη υπαλλήλου από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ή τη γενική επιτροπεία στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αντιστρόφως. Για τη μετάταξη υπαλλήλου από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε δικαστήριο που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και αντιστρόφως απαιτείται συναίνεση του υπαλλήλου. Για τη μετάταξη αποφασίζει το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας σε πρώτο βαθμό και το επταμελές σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν αιτήματος του υπαλλήλου ή πρότασης του προϊσταμένου του. Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει σχετική διαπιστωτική πράξη. Σε περίπτωση μετάταξης υπαλλήλου από το Συμβούλιο της Επικρατείας σε τακτικό διοικητικό δικαστήριο, μετατάσσεται υποχρεωτικά υπάλληλος τακτικού διοικητικού δικαστηρίου της Αθήνας ή του Πειραιά στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί μεταθέσεων των υπαλλήλων του κλάδου.
3. Οι γενικές διατάξεις περί μετάταξης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του Κλάδου.
Άρθρο 60
Μετάθεση
1. Μετάθεση υπαλλήλου του Κλάδου από δικαστήριο, εισαγγελία ή γενική επιτροπεία σε άλλο δικαστήριο, εισαγγελία ή γενική επιτροπεία που εδρεύει στην ίδια πόλη είναι επιτρεπτή είτε μετά από αίτηση του υπαλλήλου είτε μετά από πρόταση του προϊσταμένου του, με ή χωρίς τη συναίνεση του υπαλλήλου. Η Αθήνα και ο Πειραιάς θεωρούνται μία πόλη.
2. Μετάθεση του υπαλλήλου πλην αυτής της παρ. 1 είναι επιτρεπτή μόνο μετά από αίτηση του υπαλλήλου: α) για λόγους υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους, όπως οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στις γενικές διατάξεις του παρόντος.
3. Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση. Η πρόταση αυτή διατυπώνεται μετά από την αίτηση του υπαλλήλου ή την πρόταση του προϊσταμένου του και αφού ζητηθεί και ληφθεί υπόψη η γνώμη του προϊσταμένου των υπαλλήλων του κλάδου του δικαστηρίου (ή της εισαγγελίας ή της γενικής επιτροπείας) στο οποίο ζητείται η μετάθεση του υπαλλήλου. Το συμβούλιο συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες και το εύλογο συμφέρον του υπαλλήλου.
4. Οι μεταθέσεις διενεργούνται το συντομότερο, οποτεδήποτε.
5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές περί μεταθέσεων διατάξεις του Κώδικα.
Άρθρο 61
Απόσπαση
1. Απόσπαση υπαλλήλου του κλάδου, εντός του ίδιου τομέα ή από τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και αντιστρόφως, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο του έτους, το οποίο μπορεί να παραταθεί έως ένα ακόμη έτος, επιτρέπεται για την κάλυψη έκτακτων ή επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, ή για σπουδαίο προσωπικό ή οικογενειακό λόγο του υπαλλήλου.
2. Για την απόσπαση εκδίδεται απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση. Η πρόταση αυτή διατυπώνεται μετά από αίτηση του υπαλλήλου ή πρόταση του προϊσταμένου των υπαλλήλων του κλάδου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της γενικής επιτροπείας στο οποίο ζητείται να αποσπαστεί ο υπάλληλος και αφού ζητηθεί και ληφθεί υπόψη η γνώμη του προϊσταμένου του υπαλλήλου. Το συμβούλιο συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες και το εύλογο συμφέρον του υπαλλήλου. Για την παράταση της απόσπασης ακολουθείται η ίδια διαδικασία. Το συμβούλιο μπορεί να προτείνει την πρόωρη λήξη της απόσπασης, μετά από αίτηση του υπαλλήλου, ή πρόταση ενός τουλάχιστον από τους ανωτέρω προϊσταμένους, αφού ζητήσει και λάβει υπόψη και τη γνώμη του άλλου.
3. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.
4. Νέα απόσπαση του υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.
5. Μετά τη λήξη της απόσπασης ο υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία του. Για την επάνοδο εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
6. Απαγορεύεται η απόσπαση υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του.
7. Οι διατάξεις του Κώδικα περί απόσπασης των δικαστικών υπαλλήλων δεν καταλαμβάνουν τους υπαλλήλους του κλάδου. Ομοίως δεν τους καταλαμβάνουν ειδικές διατάξεις άλλων νομοθετημάτων περί απόσπασης των δικαστικών υπαλλήλων σε ειδικά δικαστήρια, στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ή άλλους εθνικούς φορείς.
Άρθρο 62
Διαθεσιμότητα – Αργία
Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΑ’ περί διαθεσιμότητας και αργίας καταλαμβάνουν και τους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 63
Πειθαρχικό δίκαιο
Οι περί πειθαρχικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως και στους υπαλλήλους του κλάδου, με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις:
α) Πειθαρχικά παραπτώματα των υπαλλήλων του Κλάδου είναι τα ενδεικτικώς αναφερόμενα τόσο στον Κώδικα, όσο και στις διατάξεις του ν. 1756/1988 (Α’ 35) που διέπουν το πειθαρχικό δίκαιο των δικαστικών λειτουργών, αναλόγως εφαρμοζόμενες.
β) Την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο δικαστικός λειτουργός ή εισαγγελέας, με τον αναπληρωτή του, που είναι αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τον Κώδικα.
γ) Σε περίπτωση κατά την οποία είναι αναγκαία, προς αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, η συνεκδίκαση πειθαρχικών υποθέσεων με διωκόμενους αφενός υπάλληλο ή υπαλλήλους του κλάδου, αφετέρου υπάλληλο ή υπαλλήλους άλλου κλάδου, το υπηρεσιακό πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται ως εξής: α) από τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι είναι μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων τόσο του κλάδου όσο και των λοιπών κλάδων, β) από έναν υπάλληλο του κλάδου ο οποίος είναι μέλος του υπηρεσιακού συμβουλίου του κλάδου και γ) έναν υπάλληλο άλλου κλάδου ο οποίος είναι μέλος του πειθαρχικού συμβουλίου των λοιπών κλάδων. Οι υπάλληλοι αυτοί επιλέγονται με κλήρωση από τους υπαλλήλους που είναι μέλη των αντίστοιχων υπηρεσιακών συμβουλίων. Οι διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως όσον αφορά στην παράσταση των εκπροσώπων των υπαλλήλων σε περίπτωση εισαγωγής της υπόθεσης σε δικαστικό πειθαρχικό συμβούλιο.
Άρθρο 64
Λύση της υπαλληλικής σχέσης
Ως προς τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των υπαλλήλων του Κλάδου εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Κώδικα.
Άρθρο 65
Ειδικές διατάξεις
1. Οι δόκιμοι και οι μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, δεν μπορούν να λαμβάνουν μέρος σε διαγωνισμούς της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, Ειρηνοδικών και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, των οποίων η προκήρυξη δημοσιεύεται εντός πενταετίας από τη δημοσίευση της πράξης διορισμού τους ως δικαστικών υπαλλήλων του Κλάδου.
2. Τα ζητήματα που αφορούν στον εισαγωγικό διαγωνισμό και την εισαγωγική εκπαίδευση ρυθμίζονται από τις ανωτέρω ειδικές για τον κλάδο αυτό διατάξεις. Ειδικά για την εισαγωγική εκπαίδευση εφαρμόζονται συμπληρωματικά και αναλόγως οι σχετικές διατάξεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου διέπονται από τις ανωτέρω ειδικές περί αυτών διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές περί δικαστικών υπαλλήλων διατάξεις του Κώδικα και της λοιπής νομοθεσίας, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαιτερότητας του κλάδου και της οργανικής και λειτουργικής αυτοτέλειάς του. Εφαρμόζονται αναλόγως οι περί δικαστικών λειτουργών διατάξεις, όταν αυτό επιβάλλεται από την ιδιαιτερότητα του κλάδου, ιδίως σε θέματα που ανάγονται στην οργανική και λειτουργική ανεξαρτησία των υπαλλήλων αυτών έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, της Γραμματείας των δικαστηρίων, εισαγγελιών και γενικών επιτροπειών και των ιδιωτών, καθώς και στα εχέγγυα αμεροληψίας τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 66
Σύσταση οργανικών θέσεων – Κλάδος ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων
1. Συστήνονται οργανικές θέσεις του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων ως εξής:
α) Από πέντε (5) θέσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
β) Από δύο (2) θέσεις στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά από πρόταση των Προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά περίπτωση, μπορεί να αυξάνονται οι θέσεις της παρ. 1 και να συστήνονται θέσεις του ανωτέρω κλάδου και σε άλλα δικαστήρια ή εισαγγελίες.
Άρθρο 67
Καθήκοντα
Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων υπάγονται απευθείας στον πρόεδρο του δικαστηρίου, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και έχουν ως καθήκον την επικουρία των αρμόδιων, κατά τον κανονισμό, οργάνων του δικαστηρίου, εισαγγελίας ή επιτροπείας όσον αφορά στην ενημέρωση του κοινού για τις δραστηριότητες και τη νομολογία τους, τη σύνταξη ανακοινώσεων, τη διοργάνωση συνεντεύξεων τύπου, τη μέριμνα για την παρουσία τους στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τη συστηματική παρακολούθηση και τον εντοπισμό οποιασδήποτε σχετικής αναφοράς, την επικοινωνία και συνεργασία με αλλοδαπά δικαστήρια, οργανισμούς, ενώσεις και δίκτυα, την οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων και συναφών εκδηλώσεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, την οργάνωση επίσημων και μη επισκέψεων και την επιμέλεια σχετικών εκδόσεων, τη μέριμνα για ζητήματα εθιμοτυπίας, την οργάνωση αρχείου και κάθε άλλο ζήτημα συναφές με τις διεθνείς σχέσεις του δικαστηρίου, εισαγγελίας ή επιτροπείας και την επικοινωνία τους με το κοινό.
Άρθρο 68
Πλήρωση θέσεων – Τυπικά προσόντα
1. Η πλήρωση των θέσεων του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων γίνεται με διαγωνισμό.
2. Οι υποψήφιοι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων απαιτείται να διαθέτουν τα προσόντα που ορίζονται στο άρθρο 26 για τον Κλάδο ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου. Κατ’ εξαίρεση, υποψήφιοι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου δύνανται να είναι και δικαστικοί υπάλληλοι που κατέχουν πτυχίο ημεδαπού πανεπιστημίου ή αλλοδαπού πανεπιστημίου εφόσον έχει τύχει ακαδημαϊκής ή επαγγελματικής αναγνώρισης, κατά τη νομοθεσία, γνωστικού αντικειμένου συναφούς με τον κλάδο. Η συνάφεια αυτή διαπιστώνεται με απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 70.
3. Στον διαγωνισμό γίνονται δεκτοί όσοι, κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, έχουν τα προσόντα και δεν έχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στον παρόντα.
Άρθρο 69
Προκήρυξη και διενέργεια του διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός για την πλήρωση θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων προκηρύσσεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται μετά από πρόταση των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά περίπτωση, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Στην προκήρυξη ορίζονται ο αριθμός των προς πλήρωση οργανικών θέσεων ανά δικαστήριο, εισαγγελία και γενική επιτροπεία, ο τόπος και ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, εντός του μηνός Οκτωβρίου του έτους δημοσίευσης της προκήρυξης, καθώς και η προθεσμία υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση της προκήρυξης, καθώς και κατάλογος των δικαιολογητικών που συνυποβάλλονται με την αίτηση συμμετοχής.
3. Το πρόγραμμα, η διαδικασία, τα εξεταστικά κέντρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο ορισμός επιτηρητών, καθώς και κάθε λεπτομέρεια η οποία αναφέρεται στους υποψηφίους, τους όρους και τον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού, καθορίζονται με αποφάσεις της επιτροπής διαγωνισμού που προβλέπεται στο άρθρο 70.
4. Οι αποφάσεις της Επιτροπής αναρτώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και δημοσιοποιούνται και με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο.
Άρθρο 70
Επιτροπή του διαγωνισμού
1. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός διενεργείται από επιτροπή που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από: α) έναν (1) Σύμβουλο της Επικρατείας, β) έναν (1) Αρεοπαγίτη, γ) έναν (1) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δ) έναν (1) Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ε) έναν (1) Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο στ) έναν (1) Αντεπίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον στην προκήρυξη περιλαμβάνονται θέσεις για τις οικείες δικαστικές υπηρεσίες, ζ) ένα (1) μέλος ΔΕΠ από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω ελληνικού Πανεπιστημίου στο ευρύτερο πεδίο της Επικοινωνίας και των Μέσων και, η) ένα (1) μέλος ΔΕΠ από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω ελληνικού Πανεπιστημίου στο ευρύτερο πεδίο των διεθνών σχέσεων, με τους αναπληρωτές τους. Με την ίδια απόφαση ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, δικαστικός υπάλληλος ως γραμματέας της επιτροπής.
2. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, εκτός από τους Αντεπιτρόπους οι οποίοι ορίζονται από τον Γενικό Επίτροπο, ύστερα από απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του οικείου δικαστηρίου. Της Επιτροπής προεδρεύει ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός.
3. Εκτός από τα μέλη της Επιτροπής, διορίζονται επίσης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, οκτώ (8) εξεταστές ξένων γλωσσών, μαζί με τους αναπληρωτές τους, για την εξέταση της αγγλικής, γαλλικής, γερμανικής και ιταλικής γλώσσας. Ως εξεταστές διορίζονται από Ε.Ε.ΔΙ.Π. ξένων γλωσσών των τμημάτων νομικής της χώρας, καθώς και καθηγητές από τη βαθμίδα του επίκουρου καθηγητή και άνω στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα εξέτασης των ξένων γλωσσών κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στα μεταπτυχιακά προγράμματα των ίδιων τμημάτων, μετά από κλήρωση, από κατάλογο τον οποίο αποστέλλουν τα τρία νομικά τμήματα και ισχύει για τρία (3) έτη, εφόσον δεν τροποποιηθεί με νεότερη απόφαση των τμημάτων. Ο διορισμός γίνεται για την εξέταση κάθε ξένης γλώσσας χωριστά.
4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ρυθμίζεται το ύψος της αποζημίωσης που λαμβάνουν τα μέλη της Επιτροπής, οι εξεταστές, οι επιτηρητές και οι γραμματείς των Επιτροπών διαγωνισμού και η διαδικασία καταβολής τους.
Άρθρο 71
Διεξαγωγή του διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει δύο στάδια: προκριματικό και τελικό.
2. Το προκριματικό στάδιο περιλαμβάνει τις ακόλουθες γραπτές δοκιμασίες: α) θέμα γενικής παιδείας, β) νομικό θέμα από ύλη συνταγματικού δικαίου και συνταγματικής ιστορίας, διοικητικού δικαίου, αστικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού), ποινικού δικαίου (ουσιαστικού και δικονομικού), δημοσιονομικού δικαίου και θεσμικού ευρωπαϊκού δικαίου και, γ) θέμα πολιτιστικής διπλωματίας και διεθνών σχέσεων. Καθεμία από τις δοκιμασίες του προκριματικού σταδίου έχει τρίωρη διάρκεια.
3. Επιτυχόντες κατά το στάδιο αυτό είναι όσοι βαθμολογήθηκαν με πενήντα (50) και άνω στις εκατό (100) μονάδες σε καθεμία από τις τρεις δοκιμασίες, εκτός εάν ο αριθμός τους υπερβαίνει το τριπλάσιο του αριθμού των θέσεων που προκηρύχθηκαν. Στην περίπτωση αυτή, επιτυχόντες θεωρούνται όσοι καταλαμβάνουν στη σειρά κατάταξης θέση εντός του αριθμού αυτού.
4. Οι επιτυχόντες του προκριματικού σταδίου εξετάζονται, γραπτά και προφορικά, σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική. Η γραπτή δοκιμασία περιλαμβάνει μετάφραση κειμένου από την ξένη γλώσσα στην ελληνική και αντίστροφα. Κάθε γραπτή εξέταση ξένης γλώσσας έχει τρίωρη διάρκεια. Στη συνέχεια εξετάζονται προφορικά και δημοσίως από την επταμελή επιτροπή επί των αντικειμένων της παρ. 1.
5. Επιτυχόντες κατά το στάδιο αυτό είναι όσοι βαθμολογήθηκαν με πενήντα (50) και άνω στις εκατό (100) μονάδες στην προφορική εξέταση και σε μία τουλάχιστον δοκιμασία που αφορά τη γνώση ξένης γλώσσας.
6. Ο οριστικός πίνακας των επιτυχόντων κυρώνεται με πράξη της Επιτροπής του διαγωνισμού και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 72
Διορισμός
1. Με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για τον διορισμό τους, οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό υποβάλλουν δήλωση με τις προτιμήσεις τους όσον αφορά στο δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία όπου επιθυμούν να διοριστούν.
2. Με βάση τη σειρά επιτυχίας τους στον διαγωνισμό και τις προτιμήσεις τους καταρτίζεται κατάλογος, βάσει του οποίου γίνονται ο διορισμός και η τοποθέτησή τους σε δικαστήρια, εισαγγελίες και γενικές επιτροπείες.
3. Οι επιτυχόντες διορίζονται ως δόκιμοι υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων και τοποθετούνται στο κατά την παρ. 2 δικαστήριο, εισαγγελία ή γενική επιτροπεία με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 73
Δοκιμαστική υπηρεσία – Μονιμοποίηση
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να απολυθούν, με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, για τους λόγους και με τη διαδικασία που προβλέπονται για τους μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους, καθώς και για τη μη επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης και πρακτικής άσκησης του άρθρου 74.
2. Μέσα σε έναν (1) μήνα από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση, μετά από έκθεση που υποβάλλει ο προϊστάμενός του δικαστικός λειτουργός. Αν κριθεί κατάλληλος, o δικαστικός υπάλληλος μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.
3. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται λόγω άδειας συνεπεία ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων μονιμοποίηση του υπαλλήλου ενεργεί αναδρομικά ως προς όλες τις συνέπειες.
4. Το δικαστικό συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τον χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη για την καταλληλότητα του δόκιμου δικαστικού υπαλλήλου για μονιμοποίηση.
5. Οι δόκιμοι υπάλληλοι που προέρχονται από υπαλλήλους της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 αποκτούν την ιδιότητα του δόκιμου δικαστικού υπαλλήλου του κλάδου, διατηρώντας το μισθολογικό καθεστώς τους, εφόσον δεν άγει σε μείωση των συνολικών κατά τον Κώδικα αποδοχών τους.
6. Οι διατάξεις του κεφαλαίου περί μονιμοποίησης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται, κατά τα λοιπά, στους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 74
Εισαγωγική εκπαίδευση – Πρακτική άσκηση
1. Η εισαγωγική εκπαίδευση και η πρακτική άσκηση των υπαλλήλων που στελεχώνουν τον Κλάδο ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων διαρκεί δώδεκα (12) μήνες.
2. Αντικείμενο της εκπαίδευσης είναι η μετάδοση στους εκπαιδευομένους των αναγκαίων γνώσεων και η καλλιέργεια των συναφών δεξιοτήτων, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα του άρθρου 67.
3. Η πρακτική άσκηση των υπαλλήλων του Τμήματος Δικαστικών Υπαλλήλων Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων υλοποιείται στο ή στα δικαστήρια που αφορά η προκήρυξη του άρθρου 69.
4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με την εισαγωγική εκπαίδευση και την πρακτική άσκηση των υπαλλήλων που στελεχώνουν τον Κλάδο ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων, τις προϋποθέσεις επιτυχούς ολοκλήρωσης της εισαγωγικής εκπαίδευσης και της πρακτικής άσκησης και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια, μετά από πρόταση τριμελούς επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και αποτελείται από έναν (1) Σύμβουλο της Επικρατείας, έναν (1) Αρεοπαγίτη και έναν (1) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Άρθρο 75
Βαθμολογική κλίμακα – ένταξη
1. Οι βαθμοί των δικαστικών υπαλλήλων του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων είναι οι ακόλουθοι: α) Ειδικός Δικαστικής Επικοινωνίας Α’, β) Ειδικός Δικαστικής Επικοινωνίας Β’, γ) Ειδικός Δικαστικής Επικοινωνίας Γ’, δ) Ειδικός Δικαστικής Επικοινωνίας Δ’.
2. Για την προαγωγή απαιτείται εξαετής υπηρεσία στον προηγούμενο βαθμό και θετική κρίση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται με τον βαθμό του Ειδικού Δικαστικής Επικοινωνίας Δ’.
4. Όσοι υπάλληλοι επιτύχουν στον διαγωνισμό του άρθρου 71 υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου της περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 26 και είχαν τον βαθμό Β’ μεταφέρουν τον πλεονάζοντα χρόνο υπηρεσίας τους στον βαθμό του Ειδικού Δικαστικής Επικοινωνίας Δ’. Εάν είχαν τον βαθμό Α’, διορίζονται με τον βαθμό του Ειδικού Δικαστικής Επικοινωνίας Γ’. Ο πλεονάζων χρόνος υπηρεσίας τους στον βαθμό Α’, όσον αφορά τη βαθμολογική τους κατάταξη, προσμετράται κατά το ήμισυ στον βαθμό του ειδικού δικαστικής επικοινωνίας Γ’ και δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη.
5. Η ένταξη σε βαθμό και ο προσδιορισμός του πλεονάζοντος σε αυτόν χρόνου γίνονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.
6. Οι διατάξεις του παρόντος περί ένταξης των δικαστικών υπαλλήλων στη βαθμολογική κλίμακα δεν καταλαμβάνουν τους υπαλλήλους του Κλάδου.
7. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους του Κλάδου συντάσσονται καταστάσεις, χωριστές από αυτές των λοιπών δικαστικών υπαλλήλων. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι περί των καταστάσεων αυτών γενικές διατάξεις του παρόντος.
8. Για τη διαδικασία που διέπει την προαγωγή των υπαλλήλων του Κλάδου, καθώς και για τον προσδιορισμό του χρόνου που δεν είναι ληπτέος υπόψη για την προαγωγή εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις του παρόντος.
Άρθρο 76
Μισθολογική κλίμακα
Οι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων κατατάσσονται στα προβλεπόμενα για τους δικαστικούς υπαλλήλους μισθολογικά κλιμάκια, ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας τους.
Άρθρο 77
Οργανικές μονάδες
1. Οι υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων υπάγονται σε αυτοτελή διεύθυνση, εάν υπηρετούν σε ανώτατο δικαστήριο και, σε διαφορετική περίπτωση, σε αυτοτελές τμήμα, μη υπαγόμενο σε γενική διεύθυνση, διεύθυνση, τμήμα ή άλλη οργανική μονάδα δικαστηρίου, εισαγγελίας ή γενικής επιτροπείας.
2. Προϊστάμενοι των δικαστικών υπαλλήλων του Κλάδου είναι ο Πρόεδρος του οικείου ανώτατου δικαστηρίου ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν, με τον αναπληρωτή του.
3. Μετά την πάροδο τριών ετών από την ανάληψη υπηρεσίας των πρώτων δόκιμων υπαλλήλου του Κλάδου η οικεία διοικητική ολομέλεια, αφού ακούσει τους προϊσταμένους δικαστικούς λειτουργούς και τον εκπρόσωπο των υπαλλήλων του κλάδου, που έχει εκλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 78, δύναται με απόφασή της, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να ορίσει ότι εφεξής σε θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή τμήματος του κλάδου τοποθετείται υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Ειδικού Δικαστικής Επικοινωνίας Γ’ για τριετή θητεία, καθώς και να ορίσει τα κριτήρια, τη διαδικασία επιλογής και τοποθέτησης και τις ειδικότερες αρμοδιότητές του.
Άρθρο 78
Δικαστικά και Υπηρεσιακά Συμβούλια
Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια είναι τα αρμόδια για τους υπαλλήλους του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου. Οι υπάλληλοι του κλάδου Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων συμμετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων από κοινού με τους υπαλλήλους του κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, σύμφωνα με το άρθρο 44 και την παρ. 2 του άρθρου 46.
Άρθρο 79
Εκπαιδευτική άδεια
Επιτρέπονται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή ή την ημεδαπή, καθώς και η χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών μικρής διάρκειας στους υπαλλήλους του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων υπό τους όρους που ισχύουν για τους υπαλλήλους του Κλάδου ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου.
Άρθρο 80
Αξιολόγηση
Για την αξιολόγηση των υπαλλήλων του κλάδου εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τον Κλάδο ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
Άρθρο 81
Κατανομή – Μετακίνηση
Οι γενικές διατάξεις περί κατανομής και μετακίνησης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
Άρθρο 82
Μετάταξη – Μετάθεση – Απόσπαση
1. Μετάταξη υπαλλήλου του Κλάδου σε άλλο κλάδο, καθώς και υπαλλήλου άλλου κλάδου στον Κλάδο, δεν επιτρέπεται.
2. Μετάταξη υπαλλήλου του Κλάδου σε άλλο τομέα επιτρέπεται για υπηρεσιακές ανάγκες ή για σοβαρό προσωπικό λόγο. Για τη μετάταξη αποφασίζει το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του τομέα από τον οποίο ζητείται η μετάταξη σε πρώτο βαθμό και το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο σε δεύτερο βαθμό, κατόπιν αιτήματος του υπαλλήλου ή πρότασης του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο του τομέα προς τον οποίο ζητείται η μετάταξη. Για τη μετάταξη απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του υπηρεσιακού συμβουλίου του τομέα προς τον οποίο ζητείται η μετάταξη, το οποίο επιλαμβάνεται μετά την εξασφάλιση θετικής σύμφωνης γνώμης από το αρχικό συμβούλιο. Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει σχετική διαπιστωτική πράξη.
3. Οι γενικές διατάξεις περί μετάταξης των δικαστικών υπαλλήλων δεν εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του κλάδου.
4. Μετάθεση υπαλλήλου του κλάδου δεν είναι επιτρεπτή.
5. Απόσπαση υπαλλήλου του κλάδου σε άλλο τομέα είναι επιτρεπτή, υπό τους όρους του άρθρου 61, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως.
Άρθρο 83
Ειδικές διατάξεις
1. Οι δόκιμοι και οι μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι του Κλάδου ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων, δεν μπορούν να λαμβάνουν μέρος σε διαγωνισμούς της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, Ειρηνοδικών και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, των οποίων η προκήρυξη δημοσιεύεται εντός πενταετίας από τη δημοσίευση της πράξης διορισμού τους ως δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου.
2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι του κλάδου διέπονται από τις ανωτέρω ειδικές περί αυτών διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως ο Κώδικας και η νομοθεσία, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαιτερότητας του κλάδου και της οργανικής και λειτουργικής αυτοτέλειάς του.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Άρθρο 84
Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια
1. Δικαστικά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής:
α. πενταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο,
β. επταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
2. Υπηρεσιακά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής:
α. πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο σε κάθε εφετείο και σε κάθε διοικητικό εφετείο,
β. πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο,
γ. επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 85
Συγκρότηση δικαστικών
και υπηρεσιακών συμβουλίων
1. α) Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτες ή Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.
β) Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και έξι (6) Συμβούλους της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτες ή Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.
2. α) Το υπηρεσιακό συμβούλιο εφετείου συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν (1) εφέτη, έναν (1) αντεισαγγελέα εφετών και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
β) Το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικού εφετείου συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο (2) εφέτες και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
3. α) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
β) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον νεότερο Αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν (1) Αρεοπαγίτη, έναν (1) Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη.
γ) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν (1) σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
δ) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
ε) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις (3) αρεοπαγίτες, έναν (1) αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
στ) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις (3) Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
Άρθρο 86
Ανάδειξη μελών δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, με ισάριθμους αναπληρωτές, αναδεικνύονται με κλήρωση που γίνεται τον Ιούνιο κάθε έτους. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους και λήγει την 30ή Ιουνίου του επομένου. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία η οποία ισχύει για τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια.
2. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων και των διοικητικών εφετείων και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις μεταξύ των εφετών που υπηρετούν στο εφετείο ή διοικητικό εφετείο και των Αντεισαγγελέων εφετών που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών. Αν οι υπηρετούντες δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία αντιστοίχως ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου πρόεδροι πρωτοδικών ή εισαγγελείς πρωτοδικών της εφετειακής περιφέρειας, και εφόσον αυτοί δεν επαρκούν, πρωτοδίκες ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου.
3. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση μεταξύ όλων των Συμβούλων της Επικρατείας.
4. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση στην οποία μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι Αρεοπαγίτες ή οι Σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
5. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις στις οποίες μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι Αρεοπαγίτες ή οι Σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όλοι οι Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ή οι Αντεπίτροποι της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
6. Όσοι έχουν κληρωθεί ως μέλη πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου δεν μπορούν να κληρωθούν ως μέλη του αντίστοιχου δευτεροβάθμιου συμβουλίου και αντιστρόφως.
7. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο πρόεδρος του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου, καθώς και του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου ανώτατου δικαστηρίου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του Αντιπρόεδρο του ανώτατου δικαστηρίου. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο πρόεδρος του επταμελούς δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου αναπληρώνεται από τον αμέσως νεότερό του Αντιπρόεδρο. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, ο πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του Πρόεδρο Εφετών και αν δεν υπηρετεί άλλος πρόεδρος εφετών, από τον αρχαιότερο Εφέτη.
8. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και παρατηρητές στα δικαστικά συμβούλια και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με εκλογές οι οποίες διεξάγονται ανά διετία με τη χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου και με καθολική και μυστική ψηφοφορία, το αργότερο μέχρι τη 15η Ιουνίου του έτους εκλογής.
9. Εκλόγιμοι είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με τουλάχιστον δέκα (10) έτη υπηρεσίας. Εξαιρούνται οι προϊστάμενοι γενικής διεύθυνσης, οι προϊστάμενοι διεύθυνσης και οι Γενικοί Συντονιστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ομοίως εξαιρούνται οι γραμματείς των υπηρεσιακών και δικαστικών συμβουλίων με τους αναπληρωτές τους για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα αυτά, καθώς και όσοι τελούν σε κατάσταση αργίας. Οι υπάλληλοι που τελούν σε απόσπαση έχουν το δικαίωμα να εκλέγονται στα υπηρεσιακά συμβούλια της υπηρεσίας στην οποία υπάγονται οργανικά.
10. Για την περίπτωση εκλογής ως μελών υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου ή διοικητικού εφετείου, οι υποψήφιοι πρέπει να υπηρετούν σε υπηρεσία της περιφέρειας του εφετείου. Αν οι υποψήφιοι δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία αντιστοίχως ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου και δικαστικοί υπάλληλοι με υπηρεσία μικρότερη της δεκαετίας. Εάν και πάλι δεν επαρκούν οι υποψήφιοι, γίνεται κλήρωση μεταξύ όλων των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου, με επιμέλεια του Προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου, κατά περίπτωση.
11. Όσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν εκλεγεί ως μέλη πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου, δεν μπορεί να εκλεγούν ως μέλη του δευτεροβάθμιου και αντιστρόφως.
12. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση τακτικού αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται το πρώτο αναπληρωματικό μέλος και το αναπληρωματικό μέλος αναπληρώνεται από το πρώτο στη σειρά εκλογής μέλος για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας του.
13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΟΔΥΕ και του Συλλόγου των Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση, προκηρύσσονται οι εκλογές και ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της κατά την παρ. 8 διεξαγωγής τους και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Άρθρο 87
Διαδικασία ενώπιον των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων
1. Τα πρωτοβάθμια δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Σε περίπτωση συναφών ερωτημάτων λαμβάνεται μέριμνα για την ενημέρωση των αρμόδιων συμβουλίων.
2. Τα δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια συνεδριάζουν στο κατάστημα του δικαστηρίου. Η συνεδρίαση των πρωτοβάθμιων συμβουλίων δεν είναι δημόσια.
3. Χρέη γραμματέα των συμβουλίων ασκεί δικαστικός υπάλληλος με τουλάχιστον Β’ βαθμό. Ο γραμματέας προετοιμάζει τους σχετικούς φακέλους και αναδεικνύει το αντικείμενό τους και τη μεταξύ τους συνάφεια.
4. Ο πρόεδρος του συμβουλίου λαμβάνει μέριμνα για τη συνεκδίκαση των συναφών υποθέσεων, κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπίζονται δίκαια τα αιτήματα των δικαστικών υπαλλήλων και να εξυπηρετείται το συμφέρον της υπηρεσίας.
5. Πριν από τη συζήτηση, τα μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων λαμβάνουν γνώση των στοιχείων των φακέλων των κρινόμενων υποθέσεων.
6. Για τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων, καλούνται υποχρεωτικά οι εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων που αναδείχθηκαν με τη διαδικασία του άρθρου 86. Η κλήση μαζί με την ημερήσια διάταξη κοινοποιείται σε αυτούς πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση. Οι αιρετοί εκπρόσωποι έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση των φακέλων, να παρίστανται στη συζήτηση και να εκφράζουν γνώμη, αποχωρούν δε, όταν αρχίζει η ψηφοφορία. Αν δεν γίνει νομότυπα η κατά το δεύτερο εδάφιο κλήση, η συζήτηση αναβάλλεται.
7. Κατά τις συνεδριάσεις των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων τηρούνται πρακτικά.
8. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορούν στους υπαλλήλους του τομέα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια λαμβάνονται ύστερα από γνώμη του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο οποίος μπορεί να την υποβάλει εγγράφως και να παραστεί για να την αναπτύξει και προφορικά.
9. Οι αποφάσεις των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου λαμβάνονται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αντιστοίχως.
10. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των δικαστικών συμβουλίων εκδίδονται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με αντίγραφο του πρακτικού.
11. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση.
Άρθρο 88
Αρμοδιότητα δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων
1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει σε πρώτο βαθμό για τη μονιμοποίηση και την παύση των δικαστικών υπαλλήλων για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
2. Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών δικαστικών συμβουλίων του ίδιου τομέα.
3. Το υπηρεσιακό συμβούλιο του εφετείου και του διοικητικού εφετείου επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό για κάθε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης και για τις πειθαρχικές υποθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις γραμματείες δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους, για την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων τμημάτων στις ίδιες γραμματείες, καθώς και για την εξέταση των ενστάσεων κατά των εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων. Για τους υπαλλήλους της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αρμόδιο είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
4. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται:
α. Τα θέματα της παρ. 3 που αφορούν στους υπαλλήλους της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
β. Η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων της γραμματείας των διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από την περιφέρεια ενός διοικητικού εφετείου σε άλλη, καθώς και η απόσπαση στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας.
γ. Η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που αναφέρονται στην περ. β).
δ. Η απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.
5. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου υπάγονται:
α. Τα θέματα της παρ. 3 που αφορούν στους υπαλλήλους του και τους υπαλλήλους της γραμματείας της εισαγγελίας του.
β. Η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων του δικαστηρίου αυτού και της γραμματείας της εισαγγελίας του, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους από την περιφέρεια ενός εφετείου σε άλλη ή στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του.
γ. Η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που προβλέπονται στην περ. β).
δ. Η απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων.
6. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και οι πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων οργανικών μονάδων, καθώς και η εξέταση των ενστάσεων κατά των εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων.
7. Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των ανώτατων δικαστηρίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.
8. Τα επταμελή υπηρεσιακά συμβούλια του τομέα γνωμοδοτούν για την απονομή επαίνου και μεταλλίου διακεκριμένων πράξεων.
9. Tα δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν για κάθε άλλο θέμα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, για το οποίο απαιτείται κατά νόμο απόφαση ή γνωμοδότηση, αντιστοίχως, του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 89
Δεύτερος βαθμός κρίσης
1. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων κοινοποιούνται, με επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοσή τους, στους υπαλλήλους που αφορούν και διαβιβάζονται, μέσα στην ίδια προθεσμία, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ειδικά οι αποφάσεις που αφορούν στην επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων δεν κοινοποιούνται στους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά αναρτώνται, μέσα στην ίδια προθεσμία, στο κατάστημα του δικαστηρίου, στο οποίο λειτουργεί το υπηρεσιακό συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση. Για την ανάρτηση συντάσσεται πρακτικό.
2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αν διαφωνεί με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου ή με γνωμοδότησή του, που κατά τον νόμο απαιτείται να είναι σύμφωνη, μπορεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία κοινοποίησης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της απόφασης ή γνωμοδότησης να παραπέμψει το ερώτημα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο για κρίση σε δεύτερο βαθμό.
3. Δικαστικός υπάλληλος που κρίθηκε δυσμενώς δικαιούται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης ή γνωμοδότησης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου.
4. Η προσφυγή ασκείται με κατάθεση στον προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο προσφεύγων, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση ή, αν στρέφεται κατά απόφασης επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, από την ανάρτηση. Ο προϊστάμενος αποστέλλει την προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάθεσή της και μέσα στην ίδια προθεσμία διαβιβάζει αντίγραφό της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
5. Δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, ο γραμματέας του δευτεροβάθμιου συμβουλίου κοινοποιεί αντίγραφο του ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης ή της προσφυγής στους δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν έννομο συμφέρον να αντικρούσουν το ερώτημα αυτό ή την προσφυγή. Οι δικαστικοί αυτοί υπάλληλοι δικαιούνται να υποβάλουν υπόμνημα στον γραμματέα του συμβουλίου πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση.
6. Ο δικαστικός υπάλληλος που υπέβαλε προσφυγή ή υπόμνημα έχει δικαίωμα πρόσβασης στα στοιχεία του φακέλου που τον αφορούν, υπό την ευθύνη του προέδρου του συμβουλίου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και συνεκτιμά το συμφέρον του υπαλλήλου, προσωπικά δεδομένα τρίτων και το δημόσιο συμφέρον και δικαιούται να αναπτύξει και προφορικά τις απόψεις του είτε αυτοπροσώπως είτε μετά ή διά πληρεξουσίου δικηγόρου. Δικαιούται επίσης να υποβάλλει υπομνήματα πριν από τη συνεδρίαση, καθώς και μετά από αυτήν εντός της προθεσμίας που θα του χορηγήσει ο πρόεδρος.
7. Οι συνεδριάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, περιλαμβανομένων των πειθαρχικών, είναι δημόσιες. Οι διασκέψεις είναι μυστικές. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, λαμβάνοντας υπόψη τη χωρητικότητα της αίθουσας και το εύρυθμο της διαδικασίας, μπορεί να ορίσει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να μείνουν στην αίθουσα της συνεδρίασης, εφόσον δεν αναιρείται η δημοσιότητά της και να διατάξει τον αποκλεισμό των ανηλίκων και όσων εμφανίζονται ή φέρονται με τρόπο ανάρμοστο. Το συμβούλιο μπορεί, είτε κατ’ αίτηση του διωκομένου ή άλλου προσώπου είτε αυτεπαγγέλτως, να διατάξει τη διεξαγωγή της συνεδρίασης ή μέρους αυτής κεκλεισμένων των θυρών, αν συντρέχουν λόγοι δημόσιου συμφέροντος ή προς προστασία των δικαιωμάτων του διωκομένου ή άλλων προσώπων. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διατάσσει την απομάκρυνση όσων με τη συμπεριφορά τους παρακωλύουν την ομαλή διεξαγωγή της συνεδρίασης.
8. Το δευτεροβάθμιο συμβούλιο εκδίδει και απαγγέλλει την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήψη της προσφυγής ή του ερωτήματος.
9. Η προθεσμία για την άσκηση διαφωνίας ή προσφυγής κατά τις παρ. 2 και 3, καθώς και η άσκησή τους αναστέλλουν την εκτέλεση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα. Στις περιπτώσεις αυτές, ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να ασκήσει αίτηση αναστολής κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου για πρόδηλη βασιμότητα ή ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, επί της οποίας αποφαίνεται ο πρόεδρος του δευτεροβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου, αφού σταθμίσει και το δημόσιο συμφέρον.
10. Ειδικές διατάξεις του Κώδικα για τη διαδικασία ενώπιον των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων κατισχύουν του παρόντος άρθρου για το αντικείμενο που ρυθμίζουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Άρθρο 90
Υπηρεσιακές συνελεύσεις δικαστικών υπαλλήλων
1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία, καθώς και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων λειτουργεί υπηρεσιακή συνέλευση που αποτελείται από τους δικαστικούς υπαλλήλους του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Ειδικά στο Ελεγκτικό Συνέδριο λειτουργούν υπηρεσιακές συνελεύσεις στην κεντρική υπηρεσία και σε κάθε υπηρεσία της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις λοιπές πλην της Αττικής περιφέρειες.
2. Στην υπηρεσιακή συνέλευση προεδρεύει ο δικαστικός υπάλληλος που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στην υπηρεσιακή συνέλευση της κεντρικής υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου προεδρεύει ο αρμόδιος Γενικός Συντονιστής και σε κάθε Υπηρεσία της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο στις λοιπές πλην Αττικής περιφέρειες, ο Επίτροπος. Στις περιφέρειες όπου λειτουργούν περισσότερες από μία Υπηρεσίες Επιτρόπου, μπορεί να λειτουργήσει κοινή υπηρεσιακή συνέλευση, στην οποία προεδρεύει ο αρχαιότερος Επίτροπος. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του, προεδρεύει ο νόμιμος αναπληρωτής του.
3. Η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται από τον πρόεδρό της ή, σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματός του, από τον αναπληρωτή του, τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος. Κατά τη συνέλευση αυτή συζητούνται υποχρεωτικώς τα θέματα που αναφέρονται στις περ. α), β) και γ) του άρθρου 91. Συγκαλείται επίσης υποχρεωτικώς:
α) δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της ολομέλειας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας για την κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας και β) αν το ζητήσουν περισσότερα από το 1/3 των μελών της με αίτησή τους προς τον πρόεδρο της συνέλευσης. Στην αίτηση προτείνονται τα θέματα και ο εισηγητής. Στην περίπτωση αυτή η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικώς από τον πρόεδρο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και έχει ως θέματα ημερήσιας διάταξης εκείνα που προτείνονται με αυτή. Ειδικά για το Ελεγκτικό Συνέδριο, οι υποχρεώσεις της παρούσας ισχύουν μόνο για την υπηρεσιακή συνέλευση της κεντρικής υπηρεσίας.
Άρθρο 91
Αρμοδιότητα υπηρεσιακής συνέλευσης
Στην αρμοδιότητα της υπηρεσιακής συνέλευσης ανήκουν:
α. η υποβολή προτάσεων για: αα) την κατανομή των θέσεων και τον προγραμματισμό των προσλήψεων,
αβ) τον προγραμματισμό των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, αγ) την κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, αδ) τα κριτήρια επιλογής των δικαστικών υπαλλήλων για τη συμμετοχή σε επιτροπές, συμβούλια και κάθε είδους συλλογικά όργανα που προβλέπονται από τον νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, αε) τα κριτήρια τοποθέτησης και μετακίνησης των υπαλλήλων,
β. η αξιολόγηση των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων,
γ. η συζήτηση επί των εκθέσεων των υπαλλήλων στις οποίες περιέχονται διαπιστώσεις και προτάσεις για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της υπηρεσίας,
δ. κάθε θέμα, το οποίο ανατίθεται στην υπηρεσιακή συνέλευση από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 92
Σύγκληση της υπηρεσιακής συνέλευσης
1. Η πρόσκληση για τη σύγκληση της υπηρεσιακής συνέλευσης, με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, αναρτάται στα δικαστικά καταστήματα, με επιμέλεια του προέδρου της, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος της υπηρεσιακής συνέλευσης υποχρεούται να έχει στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου μέλους τις εισηγήσεις και τα πληροφοριακά στοιχεία που υπάρχουν για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης εισηγείται ο πρόεδρος της υπηρεσιακής συνέλευσης ή μέλος της, που ορίζεται από τον ίδιο, ή το μέλος που έχει προταθεί με την αίτηση σύγκλησης της συνέλευσης που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 90.
2. Στην υπηρεσιακή συνέλευση καλούνται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης και μπορούν να παρίστανται:
α) Ο πρόεδρος και τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.
β) Ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο γενικός γραμματέας της συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων ή τρεις εκπρόσωποί τους, που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της συνδικαλιστικής οργάνωσης και,
γ) εκπρόσωπος του δικηγορικού συλλόγου, ο οποίος ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου.
Οι ανωτέρω μπορούν να υποβάλλουν έγγραφες προτάσεις, τις οποίες, εφόσον το επιθυμούν, αναπτύσσουν αμέσως μετά την εισήγηση.
3. Η υπηρεσιακή συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα το πενήντα τοις εκατό (50%) συν ένα των μελών της. Αν δεν υπάρχει απαρτία, η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται πάλι την πέμπτη (5η) εργάσιμη ημέρα από την αρχική ημερομηνία συνεδρίασης και συνεδριάζει εφόσον παρίσταται το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον των μελών της.
4. Οι αποφάσεις της υπηρεσιακής συνέλευσης λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών και εφόσον σε κάθε περίπτωση υπάρχει απαρτία. Αν δεν σχηματιστεί απόλυτη πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων γνωμών.
5. Σε κάθε υπηρεσιακή συνέλευση τηρούνται πρακτικά με ευθύνη του προέδρου της. Για τον σκοπό αυτόν, στην αρχή της συνεδρίασης ορίζονται από τον πρόεδρο, ως γραμματείς, δύο από τα μέλη της υπηρεσιακής συνέλευσης.
6. Τα πρακτικά και οι αποφάσεις υπογράφονται από τον πρόεδρο και τους γραμματείς της υπηρεσιακής συνέλευσης και αποστέλλονται α) στον Υπουργό Δικαιοσύνης, β) στον Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γ) στον πρόεδρο και στα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή στον δικαστικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στον δικηγορικό σύλλογο, στην πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των δικαστικών υπαλλήλων ή στον Σύλλογο Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην ένωση δικαστικών λειτουργών και στην Ομοσπονδία Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (Ο.Δ.Υ.Ε.).
Άρθρο 93
Συσκέψεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων
1. Στις γραμματείες των δικαστηρίων και εισαγγελιών όπου, σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσίας, υπάρχουν περισσότερες από τρεις (3) οργανικές μονάδες, λειτουργεί σύσκεψη προϊσταμένων οργανικών μονάδων που αποτελείται υποχρεωτικά από όλους τους δικαστικούς υπαλλήλους που ασκούν χρέη προϊσταμένου διεύθυνσης και προϊσταμένου τμήματος.
2. Στην αρμοδιότητα της σύσκεψης ανήκουν: α) η υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων προς την υπηρεσιακή συνέλευση για τα θέματα που προβλέπονται στο άρθρο 91, β) ο έλεγχος της υλοποίησης των αποφάσεων της υπηρεσιακής συνέλευσης, και γ) κάθε άλλο θέμα που ανατίθεται σε αυτήν με απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης.
3. Η σύσκεψη των προϊσταμένων οργανικών μονάδων συγκαλείται από τον δικαστικό υπάλληλο που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή τον αρχαιότερο προϊστάμενο διεύθυνσης ή τον αρχαιότερο προϊστάμενο τμήματος ή, αν το ζητήσει το ένα τρίτο (1/3) των υπηρετούντων προϊσταμένων, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μικρότερος από δύο (2). Στη σύσκεψη προεδρεύει ο αρχαιότερος προϊστάμενος και σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι, ο προϊστάμενος που έχει τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στον Α’ βαθμό.
4. Σε κάθε σύσκεψη τηρούνται πρακτικά με ευθύνη του προέδρου της. Τα πρακτικά και οι αποφάσεις υπογράφονται και αποστέλλονται στον πρόεδρο και τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή στον δικαστικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, καθώς και στον δικαστικό υπάλληλο που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου.
5. Ειδικότερα θέματα που άπτονται της λειτουργίας της σύσκεψης ρυθμίζονται από τον «Κανονισμό λειτουργίας της σύσκεψης προϊσταμένων οργανικών μονάδων» που εγκρίνεται από την υπηρεσιακή συνέλευση.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άρθρο 94
Δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης
1. Η έκφραση των πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και των επιστημονικών απόψεων, καθώς και η υπηρεσιακή κριτική των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον ασκείται με σεβασμό, αποτελούν δικαίωμα των δικαστικών υπαλλήλων που τελεί υπό την εγγύηση του κράτους. Καμία διάκριση δεν γίνεται στους δικαστικούς υπαλλήλους λόγω των πεποιθήσεων ή των απόψεών τους ή της κατά τα ανωτέρω υπηρεσιακής κριτικής πράξεων της προϊσταμένης αρχής.
2. Η συμμετοχή των υπαλλήλων στην πολιτική ζωή της χώρας επιτρέπεται.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν εκδηλώνουν ή διαδίδουν τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή χρησιμοποιώντας την ιδιότητά τους.
Άρθρο 95
Συνδικαλιστικά δικαιώματα
1. Η συνδικαλιστική ελευθερία και η ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων διασφαλίζονται στους δικαστικούς υπαλλήλους.
2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν ελεύθερα, τηρώντας τον νόμο, να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής σε απεργία για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους. Το δικαίωμα της απεργίας ασκείται σύμφωνα με τον νόμο που το ρυθμίζει.
4. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαβουλεύονται και διαπραγματεύονται με τις αρμόδιες αρχές για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μελών τους.
Άρθρο 96
Δικαίωμα άσκησης καθηκόντων
Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου στον οποίο ανήκει και της ειδικότητάς του, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 112.
Άρθρο 97
Αποδοχές – Έξοδα μετακίνησης
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται μισθό και τις κάθε είδους αμοιβές και απολαβές που καθορίζονται από τη νομοθεσία.
2. Η αξίωση του δικαστικού υπαλλήλου για τον μισθό αρχίζει από την ανάληψη της υπηρεσίας και παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με την επιφύλαξη της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας περί αποδοχών.
3. Οι αποδοχές του δικαστικού υπαλλήλου προκαταβάλλονται κάθε δεκαπενθήμερο.
4. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές του δικαστικού υπαλλήλου δεν είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής του θέσης. Τα οδοιπορικά έξοδα και η αποζημίωση για υπηρεσία εκτός έδρας, τα έξοδα μετακίνησης εκτός γραφείου για εκτέλεση υπηρεσίας εντός της έδρας και κάθε αποζημίωση που δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος για δαπάνη που αποδεδειγμένα πραγματοποιεί για την εκτέλεση υπηρεσίας δεν υπάγονται στον ανωτέρω περιορισμό.
5. Η αξίωση για πλήρη μισθό του δικαστικού υπαλλήλου, ο οποίος ανακαλείται από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της αργίας, αρχίζει από την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του.
6. Μετά τη λήξη του χρόνου αναρρωτικής άδειας ή διαθεσιμότητας και εφόσον εκκρεμεί διαδικασία απόλυσης του δικαστικού υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου, καταβάλλεται ο μισθός της διαθεσιμότητας, μέχρις ότου λυθεί η υπαλληλική σχέση.
7. Μισθός δεν οφείλεται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός υπάλληλος δεν εργάστηκε από υπαιτιότητά του. Στην περίπτωση αυτή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, με αιτιολογημένη πράξη του, που εκδίδεται μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, διατάσσει την περικοπή του μισθού. Η πράξη διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανο, για να προβεί με πράξη του στην περικοπή. Κατά των πράξεων αυτών, που κοινοποιούνται με απόδειξη στον δικαστικό υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή που ασκείται ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά της απόφασης του συμβουλίου αυτού δεν χωρεί προσφυγή στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο.
8. Ως προς την κάλυψη των δαπανών και την αποζημίωση των δικαστικών υπαλλήλων που μετακινούνται εντός και εκτός της επικράτειας για υπηρεσιακούς λόγους, εφαρμόζονται ο ν. 4354/2015 (Α’ 176) και η υποπαρ. Δ9 της παρ. Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94).
Άρθρο 98
Όροι υγιεινής και ασφάλειας
1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους παρέχονται οι χώροι και τα κατάλληλα μέσα, ώστε να εργάζονται υπό συνθήκες ασφάλειας, υγιεινής και αξιοπρέπειας, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για τους δικαστικούς υπαλλήλους με αναπηρία, ώστε να μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους.
2. Η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης μεριμνά για τη διασφάλιση των κατά την παρ. 1 συνθηκών εργασίας.
Άρθρο 99
Υγειονομική περίθαλψη – Έξοδα κηδείας
1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εξασφαλίζεται στον ίδιο και στην οικογένειά του υγειονομική περίθαλψη, νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική. Ως οικογένεια νοείται και εκείνη που προκύπτει από σύμφωνο συμβίωσης.
2. Η υπηρεσία καταβάλει τα έξοδα κηδείας του δικαστικού υπαλλήλου, του συζύγου ή του ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης και των τέκνων τους, εφόσον αυτοί προστατεύονταν και συντηρούνταν από αυτόν. Από τα έξοδα αυτά εκπίπτει κάθε ποσό που καταβάλλεται για την ίδια αιτία από ασφαλιστικό οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.
3. Ως προς τους φορείς, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο παροχής υγειονομικής περίθαλψης στον δικαστικό υπάλληλο και στα μέλη της οικογένειάς του που δικαιούνται περίθαλψη, τη συμμετοχή στις σχετικές δαπάνες, καθώς και ως προς τις προϋποθέσεις, το ύψος και τον τρόπο καταβολής των εξόδων κηδείας, εφαρμόζεται ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 100
Άδειες απουσίας – Αρμοδιότητα χορήγησης
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται άδειες απουσίας από την υπηρεσία του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα.
2. Οι άδειες, με την επιφύλαξη της παρ. 3, χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία των διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου και γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας. Στους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι άδειες χορηγούνται από τον πρόεδρο ή τον κατ’ εξουσιοδότηση αυτού αντιπρόεδρο, ύστερα από γνώμη του άμεσου προϊσταμένου του υπαλλήλου και του γενικού συντονιστή και, για τους υπαλλήλους της Γενικής Επιτροπείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, από τον γενικό επίτροπο αυτής, ύστερα από γνώμη του Γενικού Συντονιστή Διοικητικής Υποστήριξης.
3. Οι άδειες των άρθρων 101, 103, 104 και της παρ. 2 του άρθρου 106 χορηγούνται από τον προϊστάμενο της Γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι ανωτέρω άδειες χορηγούνται από τον οικείο Γενικό Συντονιστή.
Άρθρο 101
Κανονικές άδειες
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία ενός (1) έτους, δικαιούται σε κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια απουσίας είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών.
2. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου προσαυξάνεται έως πέντε (5) εργάσιμες ημέρες η διάρκεια της κανονικής άδειας για τους δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις παραμεθόριες περιοχές.
3. Πριν από τη συμπλήρωση έτους και εφόσον έχουν παρέλθει δύο (2) μήνες από τον διορισμό του, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κανονική άδεια δύο (2) ημερών για κάθε μήνα υπηρεσίας. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον συνολικό αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούται ο υπάλληλος κατά ημερολογιακό έτος.
4. Η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς στον δικαστικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και αν ακόμη δεν τη ζητήσει. Για τον ειδικότερο καθορισμό του χρόνου χορήγησής της λαμβάνεται υπόψη το αίτημα του υπαλλήλου σε συνδυασμό με τις υπηρεσιακές ανάγκες.
5. Με αιτιολογημένη πράξη, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 2 του άρθρου 100, επιτρέπεται να μη χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας.
6. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος και έως τις 30 Ιουνίου.
7. Από τον χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος κάθε αδικαιολόγητης απουσίας.
8. Υπάλληλος με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50% δικαιούται την προβλεπόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 2643/1998 (Α’ 220) επαύξηση της ετήσιας άδειας κατά έξι (6) εργάσιμες ημέρες.
Άρθρο 102
Απουσία κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών
Ο δικαστικός υπάλληλος έχει κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών δικαίωμα απουσίας για δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Η απουσία εγκρίνεται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 100.
Άρθρο 103
Άδειες μητρότητας
1. Στη δικαστική υπάλληλο χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν από τον τοκετό (άδεια κύησης) και τρεις (3) μήνες μετά (άδεια λοχείας). Η άδεια κύησης χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού. Σε περίπτωση απόκτησης τέκνου πέραν του τρίτου, η άδεια μετά τον τοκετό προσαυξάνεται κατά δύο (2) μήνες κάθε φορά. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η άδεια λοχείας αυξάνεται κατά έναν (1) μήνα για κάθε τέκνο πέραν του ενός.
2. Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί, η άδεια που έχει χορηγηθεί παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που χορηγείται μετά τον τοκετό. Όταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλιστεί συνολικός χρόνος πέντε (5) μηνών.
3. Στην κυοφορούσα δικαστική υπάλληλο, που έχει ανάγκη ειδικής κατ’ οίκον θεραπείας πέρα από το όριο της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται άδεια με πλήρεις αποδοχές, εφόσον υποβληθεί σχετική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής ή τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.
4. Σε περίπτωση τοκετού με νεκρό κύημα, χορηγείται στη δικαστική υπάλληλο άδεια είκοσι (20) ημερών με πλήρεις αποδοχές, εφόσον αυτή έχει εξαντλήσει τα χρονικά όρια της αναρρωτικής άδειας.
5. Σε δικαστικό υπάλληλο που υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ή αποκτά τέκνο με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας, χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά την περάτωση της διαδικασίας της υιοθεσίας ή της αναδοχής, εφόσον το τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών. Ένας μήνας από την άδεια μπορεί να καλύπτει απουσία του υπαλλήλου κατά το προ της υιοθεσίας ή της αναδοχής διάστημα.
Άρθρο 104
Γονικές άδειες ανατροφής τέκνου
1. Στον φυσικό, θετό ή ανάδοχο γονέα δικαστικό υπάλληλο, που έχει τέκνο ηλικίας έως έξι (6) ετών, ή έως οκτώ (8) ετών εφόσον η υιοθεσία ή η αναδοχή δεν έχει ολοκληρωθεί έως τα έξι (6) έτη, χορηγείται υποχρεωτικά, ύστερα από αίτησή του, γονική άδεια ανατροφής του τέκνου έως δύο (2) έτη, χωρίς αποδοχές. Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση απόκτησης τρίτου τέκνου και άνω. Ο χρόνος της άδειας αυτής (χωρίς αποδοχές) δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας. Η άδεια αυτή χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας.
2. Ο χρόνος εργασίας του γονέα δικαστικού υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχει τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Ο γονέας δικαστικός υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το πρώτο εδάφιο μειωμένου ωραρίου.
3. Υπάλληλος που υιοθετεί ή αναδέχεται τέκνο ηλικίας έως τεσσάρων (4) ετών, δικαιούται, κατ’ εξαίρεση, τη χορήγηση του συνόλου της άδειας των εννέα (9) μηνών που προβλέπεται στην παρούσα, εφόσον, μετά από την άδεια της παρ. 5 του άρθρου 103 και μέχρι το τέκνο να συμπληρώσει την ηλικία των τεσσάρων (4) ετών, αιτηθεί να του χορηγηθεί η συνεχόμενη άδεια έναντι της διευκόλυνσης του μειωμένου ωραρίου. Εάν μέχρι τη συμπλήρωση των τεσσάρων (4) ετών απομένει διάστημα μικρότερο των εννέα (9) μηνών, χορηγείται άδεια για το διάστημα που υπολείπεται.
4. Για τον γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία 67% και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 παρατείνεται κατά έξι (6) μήνες ή η άδεια του ίδιου εδαφίου προσαυξάνεται κατά ένα (1) μήνα αντίστοιχα. Στην περίπτωση γέννησης τέταρτου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται κατά δύο (2) ακόμα έτη. Σε περίπτωση γέννησης διδύμων, τριδύμων, κ.λπ. τέκνων χορηγείται επιπλέον άδεια ανατροφής χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών με αποδοχές για κάθε τέκνο πέραν του ενός.
5. Αν και οι δύο γονείς είναι δικαστικοί υπάλληλοι, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου ή της άδειας ανατροφής, εκτός αν με την κοινή τους δήλωση καθορίσουν χρονικά διαστήματα που ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της παρ. 2. Αν σύζυγος ή έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης του ή της υπαλλήλου υπηρετεί ή εργάζεται στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, εφόσον δικαιούται όμοιων, ολικώς ή μερικώς, διευκολύνσεων, ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 κατά το μέρος που η ή ο σύζυγος αυτής ή το έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης δεν κάνει χρήση των δικών της ή των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παρ. 2.
6. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1, ο άλλος δεν έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα.
7. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο ή εκτός συμφώνου συμβίωσης των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 δικαιούται ο γονέας με τον οποίον διαμένει το τέκνο.
8. Ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει τέκνο που παρακολουθεί μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, δικαιούται, ύστερα από αίτησή του που εγκρίνεται από τον άμεσο προϊστάμενό του, να απουσιάσει έως τέσσερις (4) ή τρεις (3) ημέρες, αντιστοίχως, κάθε σχολικό έτος για την παρακολούθηση της σχολικής του επίδοσης. Η άδεια χορηγείται μετά από υπεύθυνη δήλωση ότι δεν κάνει χρήση της ίδιας άδειας ο έτερος γονέας.
9. Δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν ανήλικα τέκνα δικαιούνται άδεια με αποδοχές έως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση ασθένειας των τέκνων τους. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι τρίτεκνοι η ως άνω άδεια ανέρχεται σε εφτά (7) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι πολύτεκνοι σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι μονογονείς, η ως άνω άδεια ανέρχεται σε οχτώ (8) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος.
Άρθρο 105
Άδειες εξετάσεων
1. Σε δικαστικό υπάλληλο που φοιτά σε σχολείο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή σε φορείς της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης σύμφωνα με τον ν. 4763/2020 (Α’ 254), καθώς και σε φορείς μη τυπικής εκπαίδευσης, με την έννοια της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4186/2013, (Α’ 193) χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, άδεια έως είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, αντιστοίχως, κάθε ημερολογιακό έτος, με πλήρεις αποδοχές, για τη συμμετοχή του σε εξετάσεις. Ως συμμετοχή σε εξετάσεις νοείται η ίδια η μέρα των εξετάσεων ή και εύλογος χρόνος εγγύς της ημέρας εξέτασης, εκτιμώμενος κατά τις περιστάσεις. Η άδεια αυτή χορηγείται συνεχώς ή τμηματικά κατά τη διάρκεια των εξεταστικών περιόδων για όσα έτη απαιτούνται για τον χρόνο φοίτησης και έως δύο (2) ακόμη εξεταστικές περιόδους, εφόσον ο υπάλληλος εξακολουθεί να φοιτά. Η άδεια του παρόντος, για λήψη πέραν του πρώτου τίτλου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, χορηγείται, εάν το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες.
2. Σε δικαστικό υπάλληλο ο οποίος λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό ή εξετάσεις για να λάβει υποτροφία ή για να επιλεγεί για φοίτηση σε κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα που σχετίζονται με το αντικείμενο της υπηρεσίας του, χορηγείται, ύστερα από αίτησή του άδεια έως δέκα (10) εργάσιμων ημερών ανά διετία, με πλήρεις αποδοχές.
Άρθρο 106
Αναρρωτικές άδειες
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που είναι ασθενής ή βρίσκεται σε ανάρρωση δικαιούται αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές ανώτατης διάρκειας τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, η οποία αφαιρείται από το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που έχει λάβει κατά την προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια που χορηγείται χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Για την εφαρμογή του παρόντος χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος. Δικαστικός υπάλληλος με υπηρεσία μεγαλύτερη από ένα (1) έτος και μικρότερη από τρία (3) έτη δικαιούται αναρρωτική άδεια τριών (3) μηνών.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται άδεια μικρής διάρκειας, ύστερα από γνωμάτευση θεράποντος ιατρού, έως οκτώ (8) ημερών ετησίως. Δύο άδειες μικρής διάρκειας, διακεκομμένες, μπορούν να χορηγηθούν με υπεύθυνη δήλωση του υπαλλήλου.
3. Στις περιπτώσεις δυσίατων νοσημάτων, η διάρκεια της αναρρωτικής άδειας την οποία δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος είναι διπλάσια από τα όρια που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2.
4. Στον χρόνο της αναρρωτικής άδειας συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας του δικαστικού υπαλλήλου, που προηγήθηκαν της άδειας.
5. Ως προς τη διαδικασία διαπίστωσης της ασθένειας, τον τρόπο χορήγησης της αναρρωτικής άδειας και τον καθορισμό των δυσίατων νοσημάτων, εφαρμόζονται αναλόγως ο ν. 3528/2007 (Α’ 26) για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 107
Ειδικές άδειες
1. Στον δικαστικό υπάλληλο χορηγείται άδεια με αποδοχές πέντε (5) εργάσιμων ημερών όταν συνάπτει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης. Άδεια δέκα (10) εργάσιμων ημερών χορηγείται στον πατέρα, όταν αποκτά τέκνο. Η άδεια αυτή χορηγείται και σε περίπτωση υιοθεσίας ή αναδοχής, όταν το τέκνο δεν έχει υπερβεί το δεύτερο έτος της ηλικίας του. Επίσης χορηγείται άδεια τριών (3) εργάσιμων ημερών σε περίπτωση θανάτου συζύγου ή συγγενούς έως και β’ βαθμού, εξ αίματος ή αγχιστείας.
2. Στον δικαστικό υπάλληλο χορηγείται άδεια έως τριών (3) εργάσιμων ημερών με αποδοχές, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος, για τη συμμετοχή σε δίκη. Αν από τη φύση της δίκης απαιτείται η συμμετοχή του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, η άδεια χορηγείται και πέραν των τριών (3) εργάσιμων ημερών.
3. Δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος πάσχει ή έχει σύζυγο ή έτερο μέρος του συμφώνου συμβίωσης ή τέκνο, ή άλλο εξαρτώμενο, κατά το άρθρο 11 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), μέλος, που πάσχει από νόσημα, το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή αιμοκαθάρσεις ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας, δικαιούνται ειδική άδεια με αποδοχές έως είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες ετησίως, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος. Η ειδική άδεια του πρώτου εδαφίου χορηγείται και σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν τέκνα ή κατά τα ανωτέρω άλλο εξαρτώμενο μέλος, που πάσχουν με βαριά νοητική αναπηρία ή σύνδρομο Down ή Διάχυτη Αναπτυξιακή Διαταραχή (Δ.Α.Δ.), εφόσον αυτά είναι ανήλικα ή ενήλικα που δεν εργάζονται για τους λόγους αυτούς. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα σύμφωνα με το παρόν, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε τριάντα δύο (32) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των τριάντα δύο (32) εργασίμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.
4. Υπάλληλοι που δεν υπάγονται στην παρ. 3 και έχουν ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, ή ανήλικα ή ενήλικα τέκνα, τα οποία δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας αυτής, με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω, ή εξαρτώμενο κατά την παρ. 3 μέλος, δικαιούνται ειδική άδεια έξι (6) εργάσιμων ημερών με αποδοχές κάθε χρόνο, επιπλέον της κανονικής. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια για περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, σύμφωνα με την παρούσα, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της άδειας είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, η ειδική άδεια με αποδοχές προσαυξάνεται κατ’ ανώτατο όριο σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες τον χρόνο για το σύνολο των δικαιούχων υπαλλήλων αθροιστικά. Με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ο αριθμός των ημερών που θα λάβει κάθε δικαιούχος υπάλληλος από το σύνολο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών τον χρόνο που δικαιούνται για το ίδιο πάσχον πρόσωπο αθροιστικά.
5. Οι άδειες των παρ. 3 και 4 χορηγούνται και σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν οριστεί δικαστικοί συμπαραστάτες και τους έχει ανατεθεί δικαστικώς και η επιμέλεια των προσώπων αυτών, εφόσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας. Σε περίπτωση που η φροντίδα των προσώπων αυτών παρέχεται από ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας, οι υπάλληλοι του πρώτου εδαφίου δικαιούνται, κατά περίπτωση, το ήμισυ των προβλεπομένων αδειών των παρ. 3 και 4. Η άδεια της παρ. 3 χορηγείται στους δικαστικούς συμπαραστάτες και σε περίπτωση που οι κατά τον Αστικό Κώδικα τεθέντες υπό δικαστική συμπαράσταση πάσχουν από ανοϊκή συνδρομή, εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις.
6. Δικαστικός υπάλληλος που, είτε ο ίδιος είτε τέκνο του είτε εξαρτώμενο μέλος αυτού, κατά την παρ. 3, έχει ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω δικαιούται μείωση του ωραρίου του κατά μία (1) ώρα ημερησίως, χωρίς περικοπή των αποδοχών του. Την ίδια μείωση δικαιούται και ο υπάλληλος που έχει παιδί έως δεκαοκτώ (18) ετών με σακχαρώδη διαβήτη ινσουλινοεξαρτώμενο ή τύπου 1, με ποσοστό αναπηρίας 50% και άνω, ή έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης, με αναπηρία 80% και άνω, τον οποίο συντηρεί και φροντίζει. Το ποσοστό αναπηρίας εκτιμάται σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη νομοθεσία. Την άδεια του άρθρου αυτού δικαιούται δικαστικός υπάλληλος που δεν έχει κάνει χρήση της ειδικής άδειας της παρ. 4.
7. Σε περίπτωση που για κάθε δικαστικό υπάλληλο σύμφωνα με την παρ. 6 αντιστοιχούν περισσότερα από ένα πάσχοντα πρόσωπα, το ωράριο δεν μειώνεται αθροιστικά. Σε περίπτωση που για το ίδιο πάσχον πρόσωπο δικαιούχοι της διευκόλυνσης είναι περισσότεροι του ενός υπάλληλοι, με δήλωση των συνδικαιούχων υπαλλήλων καθορίζεται ποιος υπάλληλος θα κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου.
8. Δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος ανταποκρίνεται σε πρόσκληση από υπηρεσία αιμοληψίας για κάλυψη έκτακτης ανάγκης, καθώς και υπάλληλος, ο οποίος μετέχει σε οργανωμένη ομαδική αιμοληψία ή σε διαδικασία παροχής αιμοπεταλίων, δικαιούται ειδικής άδειας απουσίας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) ημερών για έξι (6) αιμοληψίες ή παροχές αιμοπεταλίων τον χρόνο κατ’ ανώτατο όριο.
9. Χορηγείται μία (1) ημέρα τον χρόνο με αποδοχές για οποιονδήποτε προληπτικό ιατρικό έλεγχο. Η άδεια χορηγείται έπειτα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού.
10. Δικαστικός υπάλληλος που έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή ανήλικο τέκνο ή κατά την παρ. 3 εξαρτώμενο μέλος που πάσχει από κακοήθεις νεοπλασίες, όπως λευχαιμίες, λεμφώματα και συμπαγείς όγκους και ακολουθεί θεραπείες με χημικούς ή ανοσοτροποποιητικούς παράγοντες ή ακτινοθεραπεία δικαιούται ειδικής άδειας, η οποία καλύπτει την ημέρα της θεραπείας και την επόμενη αυτής. Η άδεια αυτή χορηγείται ύστερα από σχετική βεβαίωση πραγματοποίησης της θεραπείας και μετά από την εξάντληση των δικαιούμενων αδειών, κατά περίπτωση, των παρ. 3 και 4.
11. Ως τέκνα για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα ανήλικα ή τα ενήλικα τέκνα ή αναδεχθέντα τέκνα, που δεν εργάζονται λόγω της αναπηρίας, εφόσον η καθημερινή φροντίδα των προσώπων αυτών δεν παρέχεται από αρμόδια ιδρύματα και φορείς κοινωνικής πρόνοιας.
12. Οι παρ. 1 έως 5 και 8 του άρθρου 93, καθώς και οι παρ. 1 έως 7 και 9 του άρθρου 182 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 108
Συνδικαλιστικές άδειες
Ως προς τις συνδικαλιστικές άδειες των δικαστικών υπαλλήλων εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 1264/1982 (Α’ 79), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 4772/2017 (Α’ 74), το άρθρο 22 παρ. 5 του ν. 1400/1983 (Α’ 156) και το άρθρο 14 του ν. 2085/1992 (Α’170).
Άρθρο 109
Άδειες χωρίς αποδοχές
1. Ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν, μπορεί να λαμβάνει, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια απουσίας έως τριάντα (30) ημερών, χωρίς αποδοχές. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά στον φυσικό, θετό ή ανάδοχο γονέα ανήλικου τέκνου που λόγω ασθένειας ή ατυχήματος έχει ανάγκη την άμεση παρουσία του.
2. Πέραν της άδειας της παρ. 1, επιτρέπεται να χορηγείται στους δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές, της οποίας η συνολική διάρκεια, συνεχής ή διακεκομμένη, δεν μπορεί να υπερβεί την πενταετία.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος, αν έχει σύζυγο ή έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης που υπηρετεί στο εξωτερικό σε ελληνική υπηρεσία του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα ή σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, δικαιούται άδεια χωρίς αποδοχές, συνεχή ή διακεκομμένη, συνολικής διάρκειας έως έξι (6) ετών, εφόσον έχει συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία.
4. Σε δικαστικό υπάλληλο που αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές έως πέντε (5) ετών, που μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία για πέντε (5) ακόμη έτη. Η άδεια αυτή λήγει αυτοδικαίως, αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την παραπάνω θέση. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν εμφανιστεί να αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από την υπηρεσία. Η παραίτηση ανατρέχει στην ημερομηνία λήξης της άδειας και η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την ίδια χρονολογία.
5. Αν η άδεια που προβλέπεται στην παρ. 4 χορηγείται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, η θέση του δικαστικού υπαλλήλου θεωρείται κενή και καλύπτεται. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται μετά την επιστροφή του. Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται και για την άδεια που προβλέπεται στην παρ. 3, εφόσον αυτή χορηγείται για συνεχόμενο χρονικό διάστημα πέραν της διετίας.
6. Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, εκτός από τις περιπτώσεις των παρ. 1 και 4. Στις περιπτώσεις αυτές o δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του.
Άρθρο 110
Δικαίωμα επανόδου στην υπηρεσία
1. Δικαστικοί υπάλληλοι που παραιτούνται υποχρεωτικώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε εκλογές, μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακήρυξης των εκλεγομένων, αν δεν εκλεγούν, ή μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους.
2. Η επάνοδος συντελείται αυτοδικαίως με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην υπηρεσία από την οποία είχε παραιτηθεί. Αν η υπηρεσία αυτή δεν υπάρχει κατά τον χρόνο της επανόδου, η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία έχουν μεταφερθεί οι υπάλληλοι της υπηρεσίας που καταργήθηκε. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την ανακήρυξη των εκλεγομένων που προβλέπεται στην παρ. 1 ή από τη λήξη της θητείας. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται προσωρινά ως υπεράριθμος και το υπηρεσιακό συμβούλιο καλείται να κρίνει αν η τοποθέτησή του ως υπεράριθμου εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, συστήνεται προσωποπαγής θέση. Διαφορετικά, το υπηρεσιακό συμβούλιο τοποθετεί τον δικαστικό υπάλληλο στη θέση που κατά την κρίση του εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας.
3. Για την επάνοδο εκδίδεται διαπιστωτική πράξη μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης επανόδου. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος δεν θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Ο υπάλληλος δικαιούται υγειονομικής περίθαλψης κατά το διάστημα της παρ. 1, έχει όμως υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του για την περίθαλψη αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 111
Πίστη στο Σύνταγμα
Οι δικαστικοί υπάλληλοι υπηρετούν τον Λαό και οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
Άρθρο 112
Υποχρέωση εκτέλεσης καθηκόντων
1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου και της ειδικότητάς του.
2. Σε περίπτωση επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπεται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς με την ειδικότητα ή τα καθήκοντά του ή για τις οποίες έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση. Η ανάθεση γίνεται με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου, για χρονικό διάστημα έως έξι (6) μηνών, με δυνατότητα παράτασης για έξι (6) ακόμη μήνες, με όμοια απόφαση. Ειδικά για τις περιφερειακές υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ανάθεση γίνεται με απόφαση του αρμόδιου Επιτρόπου. Ο χρόνος ανάθεσης μπορεί να παραταθεί συνολικά έως δύο (2) έτη, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 113
Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών
1. Ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τον νόμο.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος συμμορφώνεται προς τις εντολές των προϊσταμένων του. Αν θεωρεί παράνομη την εντολή προϊσταμένου, πριν την εκτελέσει, αναφέρει εγγράφως στον προϊστάμενό του την αντίθετη γνώμη του και υποχρεούται να εκτελέσει την εντολή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται από την ευθύνη για την παράνομη ενέργεια.
3. Αν η εντολή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, ο δικαστικός υπάλληλος δεν την εκτελεί και αναφέρει τους λόγους χωρίς αναβολή στον προϊστάμενο που έδωσε την εντολή. Αν σε εντολή η οποία αντίκειται σε διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων, διατυπώνονται επείγοντες και εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος, είτε εξαρχής είτε ύστερα από άρνηση υπακοής σε προηγούμενη όμοιου περιεχομένου, ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί την εντολή και υποβάλλει συγχρόνως σχετική αναφορά στην προϊσταμένη αρχή εκείνου που τον διέταξε. Αν η εντολή προέρχεται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο ή την εισαγγελία, η αναφορά υποβάλλεται στον πρόεδρο του ανώτατου δικαστηρίου. Αν προέρχεται από πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου, η αναφορά υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
4. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν συμφωνεί για ενέργεια για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρησή του, διατυπώνει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του στο σχέδιο του εγγράφου για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Μόνη η άρνηση προσυπογραφής ή θεώρησης δεν απαλλάσσει τον δικαστικό υπάλληλο από την ευθύνη για την ενέργεια αυτή.
5. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη σύνταξη εγγράφου για θέμα της αρμοδιότητάς του, εφόσον διαταχθεί γι’ αυτό από προϊστάμενό του. Αν διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου, εφαρμόζεται η παρ. 4.
6. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων προσυπογράφουν τα έγγραφα τα οποία δεν εκδίδονται από τους ίδιους, ανήκουν όμως στην αρμοδιότητά τους. Αν διαφωνούν, διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους. Αν προσυπογράψουν χωρίς να διατυπώσουν αντιρρήσεις, θεωρείται ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του εγγράφου.
Άρθρο 114
Συμπεριφορά του δικαστικού υπαλλήλου
1. Ο δικαστικός υπάλληλος συμπεριφέρεται με ευπρέπεια τόσο εντός όσο και εκτός της υπηρεσίας και έχει παράσταση ανάλογη της ιδιότητάς του. Επίσης, συμπεριφέρεται με ευγένεια στους πολίτες και τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντά του χωρίς αθέμιτες διακρίσεις υπέρ ή σε βάρος των πολιτών, ιδίως για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου.
Άρθρο 115
Εχεμύθεια
1. Ο δικαστικός υπάλληλος τηρεί εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και δεσμεύεται από το δικαστικό απόρρητο για τις διαδικαστικές πράξεις στις οποίες συμμετέχει.
2. Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν παρεμποδίζει την άσκηση του νόμιμου δικαιώματος των πολιτών στην ενημέρωση.
Άρθρο 116
Χρόνος εργασίας
Ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται ανελλιπώς κατά τον χρόνο που ορίζεται από τη νομοθεσία. Εφόσον έκτακτες ή εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται και πέραν του χρόνου εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέρες. Στην περίπτωση αυτή, ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης, προσαύξησης του μισθού ή παροχής ημερών απουσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 117
Περιουσιακή κατάσταση
1. Ο υπάλληλος κατά τον διορισμό του υποχρεούται να δηλώνει εγγράφως στην αρμόδια υπηρεσία προσωπικού την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου, του συζύγου ή του ετέρου μέρους συμφώνου συμβίωσης και των τέκνων του, εφόσον συνοικούν με αυτόν. Υποχρεούται ομοίως να δηλώνει και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μεταβολή της ανωτέρω περιουσιακής κατάστασης. Ο υπάλληλος, εντός τριών (3) μηνών από την τέλεση γάμου ή σύναψη συμφώνου συμβίωσης, υποχρεούται να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση του συζύγου τους ή του ετέρου μέρους του συμφώνου συμβίωσης. Οποιαδήποτε αγορά ακινήτων, από τον υπάλληλο ή τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, αιτιολογείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Αν για την αγορά αυτή ο υπάλληλος επικαλείται οικονομική ενίσχυση προσώπων άλλων από τα οριζόμενα στο πρώτο εδάφιο, υποχρεούται να δηλώσει και την περιουσιακή κατάσταση αυτών.
2. Κάθε δύο (2) χρόνια η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού ζητεί από τους υπαλλήλους να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή ή μη της περιουσιακής τους κατάστασης.
3. Αν το κατ’ άρθρο 185 αρμόδιο όργανο διαπιστώσει, με βάση τη δήλωση της παρ. 2 ότι η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης ή ο τρόπος διαβίωσης του υπαλλήλου είναι δυσανάλογος προς τις αποδοχές και την οικονομική του κατάσταση, διενεργεί έρευνα για την προέλευση των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε πόρους κατά τρόπο που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, ο Υπουργός Δικαιοσύνης προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την πειθαρχική δίωξη του υπαλλήλου.
4. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζονται τα κριτήρια, τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Με το διάταγμα αυτό καθορίζονται τα δικαιώματα των ελεγχομένων, τα χρονικά όρια για τη διενέργεια του ελέγχου, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Με το ίδιο διάταγμα μπορεί να καθορίζονται προσωρινά μέτρα προς διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου, καθώς και κυρώσεις για όσους παρεμποδίζουν τον έλεγχο ή παραλείπουν να υποβάλουν ή υποβάλλουν ανακριβώς τη δήλωση της παρ. 1. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων, κατ’ εφαρμογή του Γενικoύ Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων EE 2016/679 (L 119).
5. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 3213/2003 (Α’ 309). Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται ότι η δήλωση υποβάλλεται ηλεκτρονικά και να προβλέπονται οι σχετικές λεπτομέρειες. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για την προστασία των προσωπικών δεδομένων των υπαλλήλων.
6. Η υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από την υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι οποίοι υποβάλλουν δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης τους και των ανήλικων τέκνων τους σύμφωνα με την περ. μγ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), δεν υποβάλλουν τη δήλωση της παρ. 1.
Άρθρο 118
Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή
1. Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή. Κατ’ εξαίρεση η άσκησή τους επιτρέπεται ύστερα από άδεια, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα της θέσης του δικαστικού υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
2. Η άδεια της παρ. 1 χορηγείται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και ανακαλείται με την ίδια διαδικασία.
3. Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας.
4. Ο υπάλληλος επιτρέπεται να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να εκμεταλλεύεται αυτό με εκμίσθωση, εφόσον απέκτησε τούτο είτε με γονική παροχή είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής είτε λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β’ βαθμού ή από σύζυγο, σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 119
Συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου
1. Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των σωματείων και των κοινωφελών ιδρυμάτων.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος απαγορεύεται να συμμετέχει σε προσωπική εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή σε κοινοπραξία ή να είναι διαχειριστής προσωπικής εμπορικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας και να μετέχει στη διοίκηση ανώνυμης εταιρείας. Ο δικαστικός υπάλληλος επιτρέπεται να συμμετέχει σε συνεταιρισμό ή στη διοίκησή του, ύστερα από άδεια που χορηγείται με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 118.
3. Απαγορεύεται η απόκτηση από τον δικαστικό υπάλληλο, τον σύζυγο, το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή τα ανήλικα τέκνα του μετοχών ανώνυμης εταιρείας η οποία με οποιονδήποτε τρόπο συναλλάσσεται ή συνεργάζεται με την υπηρεσία του. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος κατά τον διορισμό του κατέχει μετοχές ανώνυμης εταιρείας που εμπίπτει στην περίπτωση αυτή ή τις αποκτά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του λόγω κληρονομίας υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και μέσα σε ένα (1) έτος να μεταβιβάσει τις μετοχές αυτές. Κατά το διάστημα που μεσολαβεί έως τη μεταβίβαση των μετοχών, ο δικαστικός υπάλληλος εμπίπτει στο κώλυμα λόγω συμφέροντος που προβλέπεται στο άρθρο 122.
4. Ειδικές διατάξεις που αφορούν σε συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και θεσπίζουν πρόσθετους περιορισμούς για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους σύμφωνα με τον ν. 3528/2007 (Α’ 26), εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 120
Έργα ασυμβίβαστα
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς υπαλλήλους η άσκηση έργων που είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα.
2. Η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου.
Άρθρο 121
Κατοχή δεύτερης θέσης
1. Απαγορεύεται ο διορισμός δικαστικών υπαλλήλων, με οποιαδήποτε έννομη σχέση, σε άλλη θέση: α) δημόσιας υπηρεσίας, β) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γ) οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε βαθμού, καθώς και ένωσης ή συνδέσμου οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δ) δημόσιας επιχείρησης και δημόσιου οργανισμού, ε) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο κράτος ή επιχορηγείται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά 50%, τουλάχιστον, του ετήσιου προϋπολογισμού του ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51%, τουλάχιστον, στο κράτος και στ) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει σε νομικό πρόσωπο που περιλαμβάνεται σε αυτά των περ. β’ έως και ε’ ή επιχορηγείται από αυτό τακτικώς κατά 50%, τουλάχιστον, του ετήσιου προϋπολογισμού του, σύμφωνα με τον νόμο ή κατά το οικείο καταστατικό ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51%, τουλάχιστον, στα νομικά αυτά πρόσωπα.
2. Δικαστικός υπάλληλος που κατά παράβαση της παρ. 1 διορίστηκε σε άλλη θέση και αποδέχτηκε τον διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την πρώτη θέση, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις.
3. Επιτρέπεται στον δικαστικό υπάλληλο να αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο μετέχει η Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι παρ. 4 και 5 του άρθρου 109.
Άρθρο 122
Κώλυμα λόγω συμφέροντος
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν έχει συμφέρον ο ίδιος ή ο σύζυγος, το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης ή συγγενής του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, έως και τον τρίτο βαθμό ή αν αφορούν σε πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να μετέχει ως γραμματέας δικαστηρίου, δικαστικού συμβουλίου και ανάκρισης σε υποθέσεις οι οποίες αφορούν σε πρόσωπο αναφερόμενο στην παρ. 1.
3. Δικαστικοί υπάλληλοι που είναι σύζυγοι, μέρη συμφώνου συμβίωσης ή συγγενείς μεταξύ τους ή με δικαστικούς λειτουργούς έως και τον τρίτο βαθμό, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, δεν επιτρέπεται να συμπράττουν ή με οποιονδήποτε τρόπο να συμμετέχουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια.
4. Η αποσιώπηση του κωλύματος και η σύμπραξη του δικαστικού υπαλλήλου σε πράξη ή ενέργεια, κατά παράβαση των παρ. 1 έως 3, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 123
Αστική ευθύνη
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια. Ευθύνεται για τις αποζημιώσεις τις οποίες κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλεται σε δόλο ή βαρειά αμέλεια. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις του.
2. Η ζημία καταλογίζεται στον δικαστικό υπάλληλο με αίτηση που ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ως ζημιογόνο γεγονός νοείται κάθε πράξη, νομική ή υλική, ή παράλειψη που συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ζημίας, εφόσον διαπράχθηκε κατά την άσκηση των υπαλληλικών του καθηκόντων ή κατ’ εκμετάλλευση ή κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση αυτών. Για την άσκηση αίτησης καταλογισμού συνεπεία καταβολής αποζημίωσης προς τρίτο δυνάμει δικαστικής απόφασης, απαιτείται η απόφαση αυτή να έχει καταστεί αμετάκλητη.
3. Αν πρόκειται για αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψη του υπαλλήλου, η αξίωση καταλογισμού παραγράφεται μετά πενταετία από την κοινοποίηση της αμετάκλητης απόφασης στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν πρόκειται για ζημία ευθέως του Δημοσίου, η αξίωση καταλογισμού παραγράφεται μετά πενταετία από τη διαπίστωση της ζημίας από τα αρμόδια όργανα.
4. Κάθε δικαστική απόφαση που επιδικάζει αποζημίωση στο Δημόσιο για ζημιογόνο γεγονός της παρ. 2 κοινοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευσή της στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ομοίως κοινοποιείται σε αυτόν κάθε σχετικό πόρισμα ελέγχου ή διοικητικής εξέτασης μέσα σε ένα (1) μήνα από την έκδοσή του. Ο Γενικός Επίτροπος, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς του, μπορεί να ζητά στοιχεία από οποιαδήποτε υπηρεσία και κάθε αρμόδιο όργανο είναι υποχρεωμένο να τον συνδράμει. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για το αρμόδιο όργανο. Την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης μπορεί να προκαλέσει και ο Γενικός Επίτροπος με έγγραφό του προς τον αρμόδιο υπουργό ή τη διοίκηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Στην περίπτωση αυτή καθίσταται υποχρεωτική η άσκηση της δίωξης.
5. Σε περίπτωση έλλειψης δόλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει στον δικαστικό υπάλληλο μέρος μόνο της ζημίας που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης που αυτό υποχρεώθηκε να καταβάλει.
6. Αν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου.
7. Η αστική ευθύνη των δημόσιων υπολόγων από τη διαχείρισή τους διέπεται από τις ειδικές γι’ αυτούς διατάξεις.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Άρθρο 124
Υπηρεσιακή εκπαίδευση
1. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση των δικαστικών υπαλλήλων, όταν δεν αποτελεί υποχρέωση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα, συνιστά δικαίωμα, η άσκηση του οποίου ενθαρρύνεται από την υπηρεσία, στο μέτρο που δεν παρεμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της.
2. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση διακρίνεται σε: α) εισαγωγική εκπαίδευση, β) μετεκπαίδευση και επιμόρφωση και γ) μεταπτυχιακή εκπαίδευση.
3. Η εισαγωγική εκπαίδευση έχει ως σκοπό την εξοικείωση του δικαστικού υπαλλήλου με το αντικείμενο των καθηκόντων του και είναι υποχρεωτική. Η μετεκπαίδευση και επιμόρφωση έχει ως σκοπό την απόκτηση από τον υπάλληλο γενικών ή ειδικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του και μπορεί να ορίζεται ως υποχρεωτική. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση οδηγεί στην απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών από αναγνωρισμένο ΑΕΙ και είναι προαιρετική.
Άρθρο 125
Εισαγωγική εκπαίδευση
1. Ο δικαστικός υπάλληλος μετά από την ανάληψη υπηρεσίας παρακολουθεί δεκαήμερη εισαγωγική εκπαίδευση.
2. Η εισαγωγική εκπαίδευση αποτελεί προϋπόθεση για την μονιμοποίηση του υπαλλήλου και πραγματοποιείται:
α. για όσους διορίστηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και στα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Θεσσαλονίκης, από τα δικαστήρια αυτά, αντιστοίχως,
β. για όσους διορίστηκαν στα πολιτικά και διοικητικά πρωτοδικεία της Αθήνας και του Πειραιά, από το πολιτικό και διοικητικό πρωτοδικείο της Αθήνας, αντιστοίχως,
γ. για τους λοιπούς, από τα οικεία εφετεία.
3. Ο δικαστής που διευθύνει το αρμόδιο κατά την παρ. 2 δικαστήριο ορίζει έναν δικαστικό λειτουργό και έναν δικαστικό υπάλληλο ως υπεύθυνους της εκπαίδευσης. Για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της εισαγωγικής εκπαίδευσης μπορεί να ζητείται η συνδρομή του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.
4. Αντικείμενο της εισαγωγικής εκπαίδευσης είναι:
α. η ενημέρωση για την αποστολή, την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης,
β. η μελέτη και ανάλυση των κανόνων δεοντολογίας που διέπουν τη συμπεριφορά των δικαστικών λειτουργών, των δικαστικών υπαλλήλων, των οργάνων της Διοίκησης, των δικηγόρων και των διαδίκων, με έμφαση στους κανόνες δεοντολογίας που διέπουν τις σχέσεις των δικαστικών υπαλλήλων με τους δικαστικούς λειτουργούς,
γ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τα βασικά νομοθετήματα που διέπουν την οργάνωση και λειτουργία του οικείου δικαστηρίου και την κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων,
δ. η ενημέρωση και εξοικείωση με τη χρήση των ηλεκτρονικών βάσεων και συστημάτων που λειτουργούν στο δικαστήριο.
Κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος της εισαγωγικής εκπαίδευσης λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα για τη συνειδητοποίηση από τους δικαστικούς υπαλλήλους της σημασίας του έργου τους για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
5. Στο τέλος της εισαγωγικής εκπαίδευσης από τους αναφερόμενους στην παρ. 3 υπευθύνους εκπαίδευσης συντάσσεται έκθεση πεπραγμένων καθώς και έκθεση για την επίδοση κάθε υπαλλήλου. H έκθεση κοινοποιείται στον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο στο οποίο έχει διοριστεί ο υπάλληλος, καθώς και στον κατά την παρ. 2 αρμόδιο για την εκπαίδευση δικαστή.
6. Ειδικά για τους Κλάδους ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου και ΠΕ Δικαστικής Επικοινωνίας και Διεθνών Σχέσεων η εισαγωγική εκπαίδευση παρέχεται, όπως ορίζεται στα άρθρα 34-38 και 74, αντιστοίχως.
Άρθρο 126
Μετεκπαίδευση και επιμόρφωση
Η υπηρεσία μεριμνά για τη μετεκπαίδευση και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και διευκολύνει τη συμμετοχή τους σε προγράμματα που πραγματοποιούνται σε δικαστήρια, υπηρεσίες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλους πιστοποιημένους φορείς στην Ελλάδα και το εξωτερικό, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για την ισότιμη πρόσβαση των υπαλλήλων σε αυτή.
Άρθρο 127
Μεταπτυχιακή εκπαίδευση
Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του δικαστικού υπαλλήλου σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών συναφή με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.
Άρθρο 128
Έκθεση πεπραγμένων
Μετά το πέρας οποιουδήποτε προγράμματος μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, ο υπάλληλος υποχρεούται να καταθέσει στην υπηρεσία του σχετική έκθεση. Η υπηρεσία, αν το κρίνει σκόπιμο, οργανώνει την παρουσίασή της σε ευρύτερο υπηρεσιακό κύκλο.
Άρθρο 129
Άδειες υπηρεσιακής εκπαίδευσης
1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του να λάβει μία φορά άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης είτε μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης είτε για τη συμμετοχή του σε προγράμματα μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, συναφή με το αντικείμενο της εργασίας του. Η άδεια αυτή διαρκεί έως ένα (1) έτος και μπορεί να χορηγείται είτε ενιαία είτε τμηματικά. Πραγματοποιείται με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, σε δικαστήρια ή άλλες συναφείς υπηρεσίες και δημόσιους φορείς ή οργανισμούς, ειδικώς δε η μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η άδεια για μεταπτυχιακή εκπαίδευση μπορεί να παραταθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, έως ένα (1) ακόμη έτος, αν το μεταπτυχιακό πρόγραμμα διαρκεί πλέον του έτους και οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιτρέπουν.
2. Η κατά την παρ. 1 υπηρεσιακή άδεια χορηγείται σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία δεν συνυπολογίζεται η δοκιμαστική, και δεν έχουν υπερβεί το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας τους.
3. Έως την 30ή Σεπτεμβρίου εκδηλώνεται εγγράφως στην Υπηρεσία Προσωπικού το ενδιαφέρον των δικαστικών υπαλλήλων για τη λήψη άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης κατά το επόμενο δικαστικό έτος. Έως την 30ή Νοεμβρίου με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται, κατά τομέα του άρθρου 18, ο μέγιστος αριθμός υπαλλήλων στους οποίους θα χορηγηθεί το επόμενο έτος άδεια του παρόντος και ορίζεται προθεσμία για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων των υπαλλήλων και των απαραίτητων δικαιολογητικών από τα οποία προκύπτει η αποδοχή τους από τους φορείς μετεκπαίδευσης ή μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Ειδικά για τη χορήγηση άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης σε χώρα του εξωτερικού, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας ή του οικείου προγράμματος, σύμφωνα με το π.δ. 50/2001 (Α’ 39).
4. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης χορηγείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των παρ. 1 έως 3 και λαμβάνει υπόψη: α) την υπηρεσιακή επίδοση του υπαλλήλου, β) τις ανάγκες της υπηρεσίας και γ) την αξία που έχει για την υπηρεσία το προτεινόμενο πρόγραμμα.
5. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 124 χορηγείται υποχρεωτικά, αν ο δικαστικός υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Υποτροφία που έχει χορηγηθεί στον δικαστικό υπάλληλο από άλλο ίδρυμα ή οργανισμό, ελληνικό ή αλλοδαπό, ή από αλλοδαπή κυβέρνηση, συνεκτιμάται από το υπηρεσιακό συμβούλιο για τη χορήγηση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άρνηση χορήγησης της άδειας αιτιολογείται ειδικώς.
6. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εσωτερικό, καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές του.
7. Στον δικαστικό υπάλληλο στον οποίο χορηγείται άδεια για υπηρεσιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό, καταβάλλονται οι αποδοχές του αυξημένες έως το 50%, με ειδική αιτιολογία της απόφασης χορήγησης.
8. Η κατά την παρ. 7 προσαύξηση των αποδοχών μειώνεται κατά το μέρος που καλύπτεται από υποτροφία ή άλλου είδους σχετική χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση, που χορηγείται στον δικαστικό υπάλληλο.
9. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται οδοιπορικά έξοδα για την αρχική μετάβασή του και την επιστροφή του μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης στο εξωτερικό.
10. Η άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης ανακαλείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για λόγους που σχετίζονται με την επίδοσή του κατά την υπηρεσιακή εκπαίδευση, καθώς και για ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου και θίγουν το κύρος της υπηρεσίας του. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
11. Μετά τη λήξη της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να παραμείνει στην υπηρεσία για χρονικό διάστημα τριπλάσιο της διάρκειας της άδειας. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος που έλαβε άδεια για εκπαίδευση στο εξωτερικό οφείλει να επιστρέψει τις επιπλέον αποδοχές που έλαβε κατά τον χρόνο της άδειας, καθώς και τα έξοδα μετάβασης και επιστροφής με τον νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
12. Εάν, με υπαιτιότητα του δικαστικού υπαλλήλου, διακοπεί η φοίτηση ή παρέλθει άπρακτη η προθεσμία κατάθεσης του τίτλου, ο υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην υπηρεσία του την προσαύξηση των αποδοχών που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα της άδειας, με τους νόμιμους τόκους και ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Η επιστροφή αποδοχών ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει να ενημερώσει η αρμόδια για το προσωπικό Υπηρεσία. Σε περίπτωση άρνησης επιστροφής των ανωτέρω αποδοχών, η είσπραξη γίνεται με τη διαδικασία είσπραξης δημοσίων εσόδων. Εάν η διακοπή ή μη κατάθεση του τίτλου σπουδών στην υπηρεσία δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου, όπως ιδίως λόγω ασθένειας, ο υπάλληλος απαλλάσσεται από την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση επιστροφής αποδοχών.
13. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να καθορίζονται οι ειδικότερες υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής εκπαίδευσης, ο τρόπος ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
14. Άδειες μικρής χρονικής διάρκειας είναι δυνατό να χορηγούνται σε δικαστικούς υπαλλήλους ύστερα από αίτησή τους για συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, εφόσον η συμμετοχή κρίνεται επωφελής για την Υπηρεσία.
15. Οι άδειες της παρ. 14 χορηγούνται από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, ύστερα από γνώμη του αμέσου προϊσταμένου του δικαστικού υπαλλήλου, με αποδοχές για όλο το διάστημα κατά το οποίο διαρκούν οι παραπάνω δραστηριότητες. Στον χρόνο αυτό προστίθενται οι αναγκαίες ημέρες για τη μετάβαση και επιστροφή του υπαλλήλου.
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Άρθρο 130
Προσωπικό μητρώο
1. Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία στην οποία ανήκει κάθε δικαστικός υπάλληλος και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται το προσωπικό του μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση. Ειδικά για τους υπαλλήλους του τομέα της περ. δ’ του άρθρου 18, το κατά τα ανωτέρω προσωπικό μητρώο τηρείται και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να είναι εφικτή η σύνταξη της γνώμης που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 87.
2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου περιλαμβάνει:
α) Τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τα στοιχεία του συζύγου ή του προσώπου με το οποίο κατάρτισε σύμφωνο συμβίωσης και των τέκνων του. Αν κάποιο στοιχείο οικογενειακής κατάστασης δεν είναι απαραίτητο για την τήρηση υποχρεώσεων που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μην το δηλώσει ή να ζητήσει τη μη τήρησή του. Ο υπάλληλος που δηλώνει τα ανωτέρω στοιχεία έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί και κάθε μεταβολή τους,
β) τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 117,
γ) τους τίτλους σπουδών και άλλα τυπικά προσόντα,
δ) τις εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων,
ε) τις αποφάσεις, έγγραφα, κάθε είδους άδειες και άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεσιακή κατάσταση και υπηρεσιακή δραστηριότητα του δικαστικού υπαλλήλου,
στ) τις πειθαρχικές αγωγές, πειθαρχικές αποφάσεις και προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την πειθαρχική διαδικασία, καθώς και τις σχετικές δικαστικές αποφάσεις,
ζ) τα στοιχεία επιστημονικής δραστηριότητας του δικαστικού υπαλλήλου, όπως δημοσιεύσεις, μελέτες, άρθρα και συγγραφικές γενικώς εργασίες και κάθε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να αφαιρεθεί στοιχείο που έχει περιληφθεί παράνομα στο προσωπικό του μητρώο, να καταχωριστεί σε αυτό κάποιο άλλο που, για οποιονδήποτε λόγο, έχει παραλειφθεί ή να διορθωθεί κάποιο στοιχείο. Αν η Υπηρεσία αρνείται να αφαιρέσει ή να διορθώσει κάποιο στοιχείο, επισυνάπτεται στο αμφισβητούμενο στοιχείο η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Αν η Υπηρεσία διαφωνεί με την καταχώριση ορισμένου στοιχείου, καταχωρίζεται στο προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου η σχετική αίτησή του, επί της οποίας σημειώνεται η διαφωνία της υπηρεσίας.
4. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν το προσωπικό μητρώο σύμφωνα με τις παρ. 1 έως 3 και έχουν την ευθύνη για τη σωστή ενημέρωσή του. Η παράλειψη των υποχρέων για εφαρμογή του πρώτου εδαφίου συνιστά το παράπτωμα της περ. στ’ της παρ. 2 του άρθρου 165.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται ειδικότερα ο τύπος του προσωπικού μητρώου και ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσής του, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος του δικαστικού υπαλλήλου να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου, η διαδικασία διόρθωσης και συμπλήρωσης του προσωπικού μητρώου και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
Άρθρο 131
Γενικές αρχές αξιολόγησης
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται υποχρεωτικά ως προς τα ουσιαστικά τους προσόντα βάσει συστήματος αξιολόγησης, το οποίο διέπεται από τις αρχές της αξιοκρατίας και της αμεροληψίας. Η αξιολόγηση διεξάγεται σε κλίμα αξιοπρέπειας και με πνεύμα συνεργασίας.
2. Σκοπός της αξιολόγησης είναι να αναδειχθεί επακριβώς η υπηρεσιακή εικόνα του συγκεκριμένου υπαλλήλου και ο βαθμός στον οποίο η άσκηση των καθηκόντων του ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας και επιτρέπει τη διατήρηση και την εξέλιξή του σε αυτήν. Κάθε αξιολογητής οφείλει να επιτελεί το έργο του με ιδιαίτερη προσοχή, υπευθυνότητα και αντικειμενικότητα, προστατεύοντας και προάγοντας το συμφέρον της υπηρεσίας, και με σεβασμό, σε κάθε περίπτωση, στην προσωπικότητα του αξιολογουμένου.
3. Κατά την ανάδειξη αδυναμιών του αξιολογουμένου, λαμβάνεται μέριμνα για την εξεύρεση, με τη συνεργασία του, πρόσφορων τρόπων βελτίωσής του.
Άρθρο 132
Αξιολογητές και έκθεση αξιολόγησης
1. Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενός του και δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Ως προϊστάμενοι για την εφαρμογή της παρούσας θεωρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι των οικείων οργανικών μονάδων. Σε περίπτωση απόσπασης, η αξιολόγηση γίνεται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένος ο υπάλληλος. Αν, λόγω της θέσης του αξιολογουμένου στην οικεία υπηρεσιακή μονάδα ή της διάρθρωσης των υπηρεσιών του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας, δεν υπάρχει δικαστικός υπάλληλος ανώτερος του αμέσου προϊσταμένου, δεύτερος αξιολογητής είναι ο πρόεδρος του τμήματος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ή, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν. Αν δεν υπάρχει ούτε άμεσος προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος, μόνος αξιολογητής είναι δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πέμπτο εδάφιο. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο προϊστάμενος τμήματος και δεύτερος ο Επίτροπος στην Υπηρεσία Επιτρόπου στην οποία ανήκει, για τους προϊσταμένους τμήματος, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο Επίτροπος και δεύτερος αξιολογητής ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής, για τους Επιτρόπους, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής και δεύτερος αξιολογητής ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος άσκησε επιθεώρηση κατά το αξιολογούμενο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία Επιτρόπου σύμφωνα με τα άρθρα 124 έως 130 του π.δ. 1225/1981 (Α’ 304). Για τους Γενικούς Συντονιστές, αξιολογητής είναι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Κάθε αξιολογητής υποχρεούται να συντάσσει εκθέσεις αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους αρμοδιότητάς του, εφόσον προΐστατο αυτών κατά το προηγούμενο έτος για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, ανεξάρτητα αν είχε τοποθετηθεί με σχετική απόφαση ή όχι, έστω και αν κατά τον χρόνο σύνταξης των εκθέσεων υπηρετεί σε άλλη Υπηρεσία. Αν ο προϊστάμενος άσκησε καθήκοντα για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, αλλά η υπαλληλική σχέση λύθηκε λόγω παραίτησης ή αυτοδίκαιης απόλυσης από την υπηρεσία, οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και υποβάλλονται με μέριμνα της αρμόδιας μονάδας προσωπικού, πριν από την αποχώρησή του και πάντως εντός τριμήνου από αυτή.
3. Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει:
α) Τους τίτλους σπουδών του υπαλλήλου, καθώς και τις δραστηριότητες επιμόρφωσης κατά το έτος στο οποίο αναφέρεται η αξιολόγηση,
β) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε στην οργανική μονάδα στην οποία ανήκει ο αξιολογούμενος κατά την περίοδο που αξιολογείται,
γ) συνοπτική περιγραφή του έργου που επιτελέσθηκε από τον αξιολογούμενο κατά την περίοδο που αξιολογείται,
δ) τα στοιχεία της συνέντευξης,
ε) τη βαθμολογία του αξιολογουμένου βάσει των κριτηρίων των επόμενων άρθρων.
4. Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά εντός του πρώτου εξαμήνου κάθε έτους.
5. Αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης κοινοποιείται από την αρμόδια Υπηρεσία υποχρεωτικά με απόδειξη στον αξιολογούμενο δικαστικό υπάλληλο.
6. Ο αξιολογούμενος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου ένσταση κατά της έκθεσης αξιολόγησης, αν ο μέσος όρος βαθμολογίας της έκθεσης αξιολόγησης είναι μικρότερος του εβδομήντα πέντε (75), καθώς επίσης και για: α) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων στα οποία η διαφορά βαθμού του πρώτου με τον δεύτερο αξιολογητή είναι μεγαλύτερη από είκοσι τέσσερις (24) μονάδες, β) διόρθωση της αξιολόγησης στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων για τα οποία ελλείπει η απαιτούμενη κατά την παρ. 5 του άρθρου 133 και την παρ. 5 του άρθρου 134 ειδική αιτιολογία, γ) διόρθωση της βαθμολογίας, σε περίπτωση που ο αξιολογηθείς κατά το προηγούμενο έτος ως άριστος βαθμολογηθεί συνολικά με βαθμό κάτω του ενενήντα (90) και δ) διαγραφή ανακριβών γεγονότων και καταστάσεων που μνημονεύονται στην έκθεση και διόρθωση της βαθμολογίας η οποία στηρίχθηκε στα γεγονότα και τις καταστάσεις αυτές. Η ένσταση, η οποία περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου αναλυτικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ο αξιολογούμενος θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης στον υπάλληλο. Η ένσταση κατατίθεται στην υπηρεσία του υπαλλήλου, διαβιβάζεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο και κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ειδικώς, για την περ. α), ένσταση δικαιούται να ασκήσει υπέρ της υπηρεσίας και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
7. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εξετάζει το παραδεκτό και βάσιμο της ένστασης και μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να οριστικοποιήσει είτε να διορθώσει την έκθεση αξιολόγησης με παράθεση πλήρους αιτιολογίας είτε να αναπέμψει την υπόθεση στους αξιολογητές προς νέα κρίση, σε περίπτωση μη τήρησης ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει οποιεσδήποτε πρόσθετες διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες από τους αξιολογητές ή τον αξιολογούμενο και γενικώς να ενεργήσει για τη διακρίβωση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, τηρουμένης σε κάθε περίπτωσης της αρχής της εκατέρωθεν ακρόασης. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται για την ένσταση μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την περιέλευσή της σ’ αυτό.
8. Αν το συμβούλιο κληθεί να αξιολογήσει ενστάσεις υπαλλήλων που έχουν αξιολογηθεί από μέλος του, το συγκεκριμένο μέλος κωλύεται να συμμετάσχει και αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.
9. Η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται υποχρεωτικά κατά τα υποδείγματα των εντύπων που αναφέρονται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Είναι δυνατή η ηλεκτρονική διεξαγωγή της κατά τα ανωτέρω αξιολόγησης των υπαλλήλων και των προϊσταμένων οργανικών μονάδων, κατά τα ισχύοντα για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Άρθρο 133
Κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης δικαστικών υπαλλήλων
1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.
Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά.
Γ. Αποτελεσματικότητα.
2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επί μέρους κριτήρια ως ακολούθως: Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα:
α) Εμπειρία κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.
β) Ολοκληρωμένη γνώση του αντικειμένου της θέσης εργασίας του δικαστικού υπαλλήλου στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί.
γ) Ουσιαστικό ενδιαφέρον, ανάπτυξη δεξιοτήτων και αφοσίωση στην άσκηση των καθηκόντων του δικαστικού υπαλλήλου.
δ) Πρωτοβουλία, καινοτομίες, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.
ε) Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας.
στ) Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.
ζ) Προτάσεις – εισηγήσεις που έχουν κατατεθεί στην υπηρεσία ή έχουν υποβληθεί στην υπηρεσιακή συνέλευση, ιδίως αν έχουν γίνει αποδεκτές.
Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά
α) Ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας με τους άλλους υπαλλήλους, τους προϊσταμένους, καθώς και με άλλες υπηρεσίες.
β) Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού.
Γ. Αποτελεσματικότητα
– Ποιοτική και ποσοτική εργασιακή απόδοση.
3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.
4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.
5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι υπάλληλοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως όλως εξαιρετική επίδοση νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως «άριστος» για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια για το προσωπικό υπηρεσία. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης, είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.
6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί υπάλληλοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται επαρκώς στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι υπάλληλοι, οι οποίοι, ανταποκρίνονται, κατ’ αρχήν, στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.
9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς υπάλληλοι.
10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη υπηρεσία υπάλληλοι.
11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του υπαλλήλου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.
12. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης, στην οποία περιέχεται και αιτιολογημένη κρίση περί του εάν ο υπάλληλος μπορεί, παρά ταύτα, να παραμείνει στην υπηρεσία, διαβιβάζεται στο οικείο δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση λύσης της υπαλληλικής σχέσης.
13. Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ανεπαρκής σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων επί τρεις (3) συνεχόμενες αξιολογήσεις, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της παρ. 12.
Άρθρο 134
Κριτήρια και διαδικασία αξιολόγησης προϊσταμένων οργανικών μονάδων
1. Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων και τμημάτων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
Α. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.
Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά.
Γ. Διοικητικές ικανότητες – Αποτελεσματικότητα.
2. Κάθε κατηγορία κριτηρίων αναλύεται σε επιμέρους κριτήρια, ως ακολούθως: Α. Γνώση του αντικειμένου:
α. Επαγγελματική επάρκεια. Αξιολογούνται η γνώση του αντικειμένου της υπηρεσίας, η ικανότητα οργάνωσης του ατομικού και συλλογικού φόρτου εργασίας και η ευθυκρισία.
β. Αντίληψη και ικανότητα λύσης προβλημάτων. Αξιολογούνται η ορθή σύλληψη των προβλημάτων, η ικανότητα αντίληψης σύνθετων καταστάσεων και η θέση προτεραιοτήτων, η πρόβλεψη και έγκαιρη αντιμετώπιση συνεπειών και η ορθή διαχείριση κρίσεων.
γ. Πρωτοβουλία – Καινοτομίες. Αξιολογούνται η ανάπτυξη δημιουργικών και πρακτικών λύσεων, η δυνατότητα για συνεχή βελτίωση της απόδοσης και δημιουργικότητας και η εισαγωγή και αποδοχή καινοτόμων μεθόδων. Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά:
α. Συμπεριφορά και εξυπηρέτηση του κοινού.
β. Επικοινωνία και συνεργασία με τους προϊσταμένους.
γ. Επικοινωνία και συνεργασία με τους υφισταμένους.
δ. Επικοινωνία και συνεργασία με άλλες υπηρεσίες.
Αξιολογείται η ικανότητα ακριβούς και σαφούς επικοινωνίας, προφορικής και γραπτής, η ικανότητα διαπραγμάτευσης, αλλά και αντίληψης των προβλημάτων επικοινωνίας, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα.
Γ. Διοικητικές ικανότητες – Αποτελεσματικότητα:
α. Ικανότητα να προγραμματίζει, οργανώνει, συντονίζει και ελέγχει τις εργασίες της μονάδας του. Αξιολογείται η ηγετική ικανότητα, ιδίως ως προς την προετοιμασία μελλοντικών στελεχών και την κατανομή έργου στο προσωπικό.
β. Ικανότητα να καθοδηγεί, ενημερώνει, παρακινεί τους υπαλλήλους, να αναπτύσσει τις επαγγελματικές και προσωπικές ικανότητες και δεξιότητές τους και να παρέχει κίνητρα συνεχούς επιμόρφωσης.
γ. Ικανότητα αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης.
δ. Ικανότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων, ιδίως σε συνθήκες κρίσης.
ε. Κατάθεση προτάσεων για την αποδοτικότερη λειτουργία της υπηρεσίας. Εκπόνηση μελετών και άρθρων, καθώς και βράβευση τέτοιων εργασιών, συναφών με το αντικείμενο της υπηρεσίας.
στ. Ικανότητα εφαρμογής γνώσεων και εμπειρίας κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Ανάληψη ευθυνών και ικανότητα άσκησης πολλαπλών καθηκόντων, συναφών προς τη φύση της υπηρεσίας, ιεράρχηση προτεραιοτήτων, συντονισμός και προγραμματισμός των εργασιών του.
ζ. Εξοικονόμηση πόρων, όπως οικονομικών, εργασίας, χρόνου και υλικών μέσων.
3. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης από κάθε αξιολογητή. Στη συνέχεια, εξάγεται ο μέσος όρος ανά κατηγορία κριτηρίων και ανά αξιολογητή και ακολούθως εξάγεται ο μέσος όρος βαθμολογίας των κατηγοριών κριτηρίων κάθε αξιολογητή. Ο τελικός βαθμός της αξιολόγησης προκύπτει από τον μέσο όρο των βαθμολογιών των δύο αξιολογητών. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το μηδέν (0) ως το εκατό (100), με ανώτατο βαθμό το εκατό (100) και κατώτατο το μηδέν (0). Δεκαδικοί αριθμοί στρογγυλοποιούνται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.
4. Όλες οι κρίσεις των αξιολογητών αιτιολογούνται.
5. Με τους βαθμούς από ενενήντα (90) έως εκατό (100) βαθμολογούνται οι άριστοι προϊστάμενοι, οι οποίοι έχουν επιδείξει όλως εξαιρετική επίδοση στα καθήκοντά τους. Ως «όλως εξαιρετική επίδοση» νοείται η προσφορά έργου ιδιαιτέρως υψηλού επιπέδου από τον αξιολογούμενο, από το οποίο προέκυψε σημαντικό όφελος για την υπηρεσία. Για βαθμολογία ενενήντα (90) και άνω κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται για τα κριτήρια αξιολόγησης ειδική αιτιολογία, με καταγραφή των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων στα οποία στηρίζεται. Την πρώτη φορά που ο υπάλληλος αξιολογείται κατά τον τελικό βαθμό της παρ. 3 ως άριστος για την άσκηση των καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσης, η έκθεση αξιολόγησης εξετάζεται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο, στο οποίο διαβιβάζεται από την αρμόδια υπηρεσία προσωπικού. Το συμβούλιο, στην περίπτωση αυτή, καλεί υποχρεωτικά σε ακρόαση τόσο τους αξιολογητές όσο και τον αξιολογούμενο. Με την απόφασή του, το συμβούλιο είτε οριστικοποιεί τη βαθμολογία της έκθεσης αξιολόγησης είτε αποφαίνεται ότι δεν προσιδιάζει σε αυτόν ο χαρακτηρισμός «άριστος» και βαθμολογεί το ίδιο τον υπάλληλο, όπου μπορεί να προβεί αιτιολογημένα σε μείωση της βαθμολογίας. Η απόφαση του συμβουλίου δεσμεύει τους αξιολογητές.
6. Με τους βαθμούς από εβδομήντα πέντε (75) έως ογδόντα εννέα (89) βαθμολογούνται οι πολύ καλοί προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
7. Με τους βαθμούς από εξήντα (60) έως εβδομήντα τέσσερα (74) βαθμολογούνται οι καλοί προϊστάμενοι που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της υπηρεσίας.
8. Με τους βαθμούς από πενήντα (50) έως πενήντα εννέα (59) βαθμολογούνται οι μέτριοι προϊστάμενοι, οι οποίοι ανταποκρίνονται κατ’ αρχήν στις βασικές απαιτήσεις της υπηρεσίας.
9. Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς προϊστάμενοι.
10. Με τους βαθμούς από μηδέν (0) έως τριάντα εννέα (39) βαθμολογούνται οι ακατάλληλοι για τη συγκεκριμένη θέση προϊσταμένου.
11. Για βαθμολογία κάτω του βαθμού εξήντα (60) κατά τον γενικό μέσο όρο του κάθε αξιολογητή απαιτείται συγκεκριμένη αναφορά σε πραγματικά περιστατικά ή καταστάσεις, όπως η επιβολή πειθαρχικών ποινών, δυσμενών παρατηρήσεων προϊσταμένων του αξιολογουμένου ή άλλων αντικειμενικών στοιχείων που να καταδεικνύουν προδήλως μειωμένη ανταπόκριση στα υπηρεσιακά καθήκοντα.
12. Εφόσον ο προϊστάμενος κριθεί μέτριος, ανεπαρκής ή ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση απαλλαγής του από τα καθήκοντα του προϊσταμένου κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 146. Προκειμένου για Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η έκθεση διαβιβάζεται στο οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο, με σκοπό να εξετασθεί εάν συντρέχει περίπτωση να μεταφερθεί σε θέση προϊσταμένου τμήματος ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας.
13. Στην αξιολόγηση των προϊσταμένων συνεκτιμάται και η αξιολόγηση από τους υφισταμένους τους, όπως περιγράφεται στην παρ. 14.
14. Ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογείται από τους υφισταμένους του, εφόσον αυτοί είναι τουλάχιστον τρεις (3), ο προϊστάμενος διεύθυνσης και ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τους προϊσταμένους τμημάτων και, αν αυτοί είναι λιγότεροι από τρεις, από το σύνολο των υπαλλήλων, ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης από τους προϊσταμένους διεύθυνσης και τμημάτων που υπάγονται στη γενική διεύθυνση και ο Γενικός Συντονιστής του Ελεγκτικού Συνεδρίου από τους Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπάγονται στην αρμοδιότητά του. Με τον κανονισμό του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας μπορεί να ορίζεται, κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, αξιολόγηση των προϊσταμένων διεύθυνσης από το σύνολο των υπαλλήλων, εφόσον διαπιστώνεται ότι η λειτουργία των υπηρεσιών του καθιστά πρόσφορη αυτή την αξιολόγηση.
15. Η κατά τα ανωτέρω αξιολόγηση των προϊσταμένων από τους υφισταμένους, πραγματοποιείται τον Ιανουάριο με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών, το οποίο καταρτίζεται από την οικεία διεύθυνση προσωπικού, κατά το υπόδειγμα του εντύπου Γ’ που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του παρόντος. Με ευθύνη της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η ταυτότητα κάθε υφισταμένου που συμπληρώνει το ερωτηματολόγιο παραμένει μυστική και μπορεί να καθίσταται γνωστή στην υπηρεσία και στον αξιολογούμενο προϊστάμενο, μόνο σε περίπτωση που ασκηθεί από αυτόν ένσταση ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου κατά της έκθεσης αξιολόγησης και εφόσον με το ερωτηματολόγιο οι υφιστάμενοι τον αξιολόγησαν σε κάθε κριτήριο κατά πλειοψηφία με βαθμό Γ και αυτό αποτέλεσε έρεισμα στην ετήσια αξιολόγησή του.
Το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει τα κριτήρια:
Ι. Γνώση του αντικειμένου, αντίληψη, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα.
ΙΙ. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά.
ΙΙΙ. Διοικητικές ικανότητες – Αποτελεσματικότητα.
Επί των κριτηρίων αυτών αξιολογούν οι υφιστάμενοι τον προϊστάμενο με τα στοιχεία Α, Β και Γ, εκ των οποίων το Α αντιπροσωπεύει τον άριστο, το Β τον καλό και το Γ τον μέτριο. Κάθε κριτήριο βαθμολογείται ξεχωριστά.
16. Οι αξιολογητές λαμβάνουν γνώση των ερωτηματολογίων, χωρίς να καθίσταται γνωστή η ταυτότητα των υφισταμένων που συμπλήρωσαν αυτά και, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, οι αξιολογηθέντες προϊστάμενοι. Η βαθμολογία κάθε ετήσιας αξιολόγησης του προϊσταμένου από τους υφισταμένους του επισυνάπτεται στην έκθεση αξιολόγησής του και συνεκτιμάται κατά τις αξιολογήσεις του.
Άρθρο 135
Συνέντευξη
1. Πριν από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ο Α’ αξιολογητής καλεί τον αξιολογούμενο υποχρεωτικά σε συνέντευξη. Σκοπός της συνέντευξης είναι αφενός μεν να αναδείξει πτυχές της πραγματικότητας που επηρεάζουν την αξιολόγηση, αφετέρου δε να αξιολογηθούν η προσωπικότητα και η υπηρεσιακή εικόνα του αξιολογουμένου, καθώς και η επιτυχής συνεργασία του με τον αξιολογητή για την πρόσφορη αντιμετώπιση των ζητημάτων που ανέκυψαν.
2. Η ημερομηνία της συνέντευξης, καθώς και οι υπογραφές του αξιολογητή και του αξιολογουμένου σημειώνονται σε ειδικό χώρο του εντύπου αξιολόγησης, με σήμανση στην περίπτωση κατά την οποία ο αξιολογούμενος ζήτησε και έλαβε προθεσμία για να υποβάλει τις απόψεις – αντιρρήσεις του, κατά την παρ. 4.
3. Για τη συνέντευξη συντάσσεται από τον αξιολογητή πρακτικό, στο οποίο αναφέρονται συνοπτικά τα διαμειφθέντα κατ’ αυτή, με μνεία ιδίως των σχετικών ερωτήσεων και απαντήσεων, καθώς και προτεινόμενων μέτρων βελτίωσης. Το πρακτικό συνυπογράφεται από τον αξιολογητή και τον αξιολογούμενο και συνάπτεται στην έκθεση αξιολόγησης.
4. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Α’ αξιολογητής βαθμολογεί τον υπάλληλο κατά μέσο όρο κάτω από εξήντα (60), συμπληρώνει υποχρεωτικά στο έντυπο της έκθεσης αξιολόγησης τα μέτρα βελτίωσης που, έπειτα και από σχετική συζήτηση με τον αξιολογούμενο, εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν κατά περίπτωση από αυτόν, τον προϊστάμενο ή άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες. Ο αξιολoγούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει στον αξιολογητή απόψεις – αντιρρήσεις μέσα σε προθεσμία δύο (2) εργάσιμων ημερών από την πραγματοποίηση της συνέντευξης. Οι απόψεις – αντιρρήσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έκθεσης αξιολόγησης του υπαλλήλου και λαμβάνεται υπόψη από τον αξιολογητή.
5. Αν προτείνονται μέτρα βελτίωσης, αυτά λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά από τον αξιολογητή κατά την επόμενη περίοδο αξιολόγησης του υπαλλήλου. Ο αξιολογητής οφείλει να σημειώσει στην έκθεση αξιολόγησης τα μέτρα που έλαβαν ο ίδιος και η υπηρεσία, προκειμένου να βοηθήσουν τον υπάλληλο να βελτιώσει την απόδοσή του. Παράλειψη εκπλήρωσης της προαναφερόμενης υποχρέωσης λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη ως δυσμενές στοιχείο από τον προϊστάμενο του αξιολογητή κατά την αξιολόγηση του τελευταίου.
Άρθρο 136
Ηθικές αμοιβές
1. Η υπηρεσία μεριμνά για την ενθάρρυνση των δικαστικών υπαλλήλων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και αναγνωρίζει κάθε θετική ανταπόκριση σε αυτά.
2. Για εξαιρετικές πράξεις στην υπηρεσία τους, που υπερβαίνουν εμφανώς την ευσυνείδητη άσκηση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, καθώς και για την κοινωνική τους δράση, απονέμονται στους υπαλλήλους οι ακόλουθες κατά περίπτωση επιβραβεύσεις:
α) Έπαινος.
β) Μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα.
3. Το σχήμα, οι διαστάσεις και οι παραστάσεις που αποτυπώνονται στο μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων και ο τύπος και το περιεχόμενο του διπλώματος, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια, καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
4. Ο έπαινος απονέμεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.
5. Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων απονέμεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.
6. Η πράξη απονομής ηθικής αμοιβής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ανακοινώνεται με εγκύκλιο σε όλες τις υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αντίγραφα των πράξεων αυτών τίθενται στο προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου και λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις που αφορούν την υπηρεσιακή του κατάσταση.
Άρθρο 137
Βράβευση προτάσεων ή μελετών
1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία συντάσσουν και υποβάλλουν αξιόλογη πρωτότυπη πρόταση ή μελέτη που έχει ως περιεχόμενο τη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας ή την απλούστευση των διαδικασιών ή τη βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης και λειτουργίας των δικαστηρίων ή θέματα τα οποία εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της υπηρεσίας τους, απονέμονται χρηματικά βραβεία.
2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, καθορίζονται τα όργανα, η διαδικασία αξιολόγησης και βράβευσης των προτάσεων ή μελετών, ο τρόπος αξιοποίησής τους, το ύψος των χρηματικών βραβείων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Το χρηματικό βραβείο απονέμεται στον δικαιούχο και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία ή, σε περίπτωση θανάτου του, στους κληρονόμους του.
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Άρθρο 138
Δοκιμαστική υπηρεσία – Μονιμοποίηση
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται να απολυθούν για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους, ύστερα από απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι κατά το διάστημα της δοκιμαστικής υπηρεσίας τους παρακολουθούν πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με το άρθρο 125.
3. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση. Για τον σκοπό αυτό εκτιμά τα προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου, όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις αξιολόγησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου, καθώς και την επίδοσή του στο πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης. Αν κριθεί κατάλληλος, ο δικαστικός υπάλληλος, μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.
4. Αν η συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας παρατείνεται εξαιτίας λήψης άδειας λόγω ασθένειας, κύησης, λοχείας ή ανατροφής τέκνου, η εκ των υστέρων μονιμοποίηση του υπαλλήλου ενεργεί αναδρομικά ως προς όλες τις συνέπειες.
5. Το δικαστικό συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει τον χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη για την καταλληλότητα του δικαστικού υπαλλήλου για μονιμοποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Άρθρο 139
Βαθμολογική εξέλιξη
1. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:
α) Για την κατηγορία ΥΕ: Από τον βαθμό Ε’ στον βαθμό Δ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Ε’, από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’ και από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’.
β) Για την κατηγορία ΔΕ: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ οκταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’.
γ) Για την κατηγορία TE: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’.
δ) Για την κατηγορία ΠΕ: Από τον βαθμό Δ’ στον βαθμό Γ’ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ’, από τον βαθμό Γ’ στον βαθμό Β’ πενταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ’ και από τον βαθμό Β’ στον βαθμό Α’ εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β’.
2. Τα δύο (2) πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 138.
3. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν αποφοιτήριο τίτλο δημοσίου Ι.Ε.Κ. διάρκειας σπουδών δύο (2) ετών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή TE, που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν μεταπτυχιακό δίπλωμα σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν διδακτορικό δίπλωμα ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) έτη. Αν ο υπάλληλος αποκτήσει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η κατά τα ανωτέρω μείωση του χρόνου αφορά μόνο το διδακτορικό δίπλωμα. Σε περίπτωση κατοχής περισσότερων του ενός μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται κατά ένα (1) έτος για κάθε τίτλο πέραν του ενός.
4. Για τον υπάλληλο που λαμβάνει στην αξιολόγηση για δύο (2) συνεχείς περιόδους βαθμολογία μεγαλύτερη ή ίση του βαθμού ενενήντα (90), μειώνεται ο απαιτούμενος χρόνος για την προαγωγή κατά ένα (1) έτος. Αν η βαθμολογία αυτή αφορά στο τελευταίο έτος που διανύει στον βαθμό, το ένα (1) έτος προσμετράται ως πλεονάζων χρόνος στον επόμενο βαθμό.
5. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ οι οποίοι έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών, ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ μειώνεται κατά ένα (1) έτος. Για εκείνους που έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τέσσερα (4) έτη, μειώνεται ο χρόνος παραμονής στον βαθμό Γ’ και στον βαθμό Β’, κατά ένα (1) έτος σε καθέναν από τους βαθμούς αυτούς.
Άρθρο 140
Καταστάσεις υπαλλήλων
1. Τον Ιανουάριο κάθε έτους συντάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης καταστάσεις, στις οποίες αναγράφονται, κατά αλφαβητική σειρά, κατά τομέα, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι. Στις καταστάσεις αυτές αναγράφονται επίσης, με βάση τα στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, η ηλικία, ο συνολικός χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως δικαστικού υπαλλήλου, ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, το μισθολογικό κλιμάκιο, οι τίτλοι σπουδών και η προϋπηρεσία. Οι καταστάσεις αυτές κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους δικαστικούς υπαλλήλους μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους.
2. Διόρθωση των στοιχείων δικαστικού υπαλλήλου, τα οποία αναγράφονται στις καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με την παρ. 1, γίνεται από την υπηρεσία, ύστερα από αίτηση του ίδιου, η οποία υποβάλλεται σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση. Αν η υπηρεσία απορρίψει την αίτηση ή δεν απαντήσει μέσα σε δέκα (10) ημέρες, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να ασκήσει ένσταση στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας ή από την κοινοποίηση της απορριπτικής απόφασης της υπηρεσίας, αν αυτή γίνει νωρίτερα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της ένστασης.
Άρθρο 141
Διαδικασία προαγωγών
1. Οι προαγωγές διενεργούνται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι δικαστικοί υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στον βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 139, και χαρακτηρίζονται τουλάχιστον καλοί ως προς τα ουσιαστικά προσόντα του άρθρου 133. Ειδικά για την προαγωγή στον βαθμό Α’ των δικαστικών υπαλλήλων των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ και στον βαθμό Β’ των δικαστικών υπαλλήλων της κατηγορίας ΥΕ οι δικαστικοί υπάλληλοι πρέπει να χαρακτηρίζονται τουλάχιστον πολύ καλοί ως προς τα ανωτέρω προσόντα.
2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο, για να διαπιστώσει τη συνδρομή των ουσιαστικών στοιχείων, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του υπαλλήλου από τα οποία προκύπτουν η δραστηριότητά του στην υπηρεσία, η επαγγελματική του επάρκεια, η πρωτοβουλία και η αποτελεσματικότητά του. Για τον σχηματισμό της κρίσης του, λαμβάνει υπόψη του ιδίως τις εκθέσεις αξιολόγησης της τελευταίας πενταετίας.
3. Τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα για κρίση προς προαγωγή των δικαστικών υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό χρόνο υπηρεσίας έως τις 31 Μαρτίου ή έως τις 30 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα. Με βάση τα ερωτήματα αυτά τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, αντίστοιχα, έως τις 30 Απριλίου ή έως τις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
4. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που κρίνονται προακτέοι κατά τις παρ. 1 έως 3 προάγονται υποχρεωτικά, με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την περιέλευση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η προαγωγή ανατρέχει υποχρεωτικά στον χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας.
Άρθρο 142
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή
Για τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για την κρίση προς προαγωγή δεν υπολογίζονται: α) ο χρόνος της διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών τριών (3) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης, ε) ο χρόνος άδειας χωρίς αποδοχές που δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, στ) ο χρόνος της άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης που ανακαλείται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 10 του άρθρου 129 και ζ) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων κατά το άρθρο 164, εφόσον το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφάσισε να θέσει τον δικαστικό υπάλληλο σε αργία σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ
Άρθρο 143
Προϊστάμενοι οργανικών μονάδων
Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων τοποθετούνται δικαστικοί υπάλληλοι, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα. Ως οργανικές μονάδες νοούνται η γενική διεύθυνση, η διεύθυνση και το τμήμα.
Άρθρο 144
Επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων
1. Ως προϊστάμενοι γενικής διεύθυνσης επιλέγονται δικαστικοί υπάλληλοι του οικείου τομέα της κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, εφόσον: α) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης για ένα (1) τουλάχιστον έτος ή β) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου διεύθυνσης για τρία (3) τουλάχιστον έτη ή γ) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ) ή κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και κατέχουν βαθμό Α’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον οκτώ (8) έτη στον βαθμό αυτό ή δ) κατέχουν βαθμό Α’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον δέκα (10) έτη στον βαθμό αυτόν.
2. Ως προϊστάμενοι διεύθυνσης επιλέγονται δικαστικοί υπάλληλοι του οικείου τομέα κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον επταετή υπηρεσία σε κάποιον από τους τομείς του άρθρου 18 ως μόνιμοι δικαστικοί υπάλληλοι, εφόσον: α) έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου διεύθυνσης επί ένα (1) έτος τουλάχιστον ή β) είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς διδακτορικού διπλώματος ή απόφοιτοι της ΕΣΔΔΑ ή κάτοχοι αναγνωρισμένου συναφούς μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών και κατέχουν βαθμό Α’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον οκτώ (8) έτη στον βαθμό αυτό ή γ) κατέχουν βαθμό Α’ και έχουν ασκήσει συνολικά τουλάχιστον για τρία (3) έτη καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος ή δ) κατέχουν βαθμό Α’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον δέκα (10) έτη στο βαθμό αυτό. Σε περίπτωση που δεν υπάρχουν υποψήφιοι του οικείου τομέα κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ επιλέγονται ως προϊστάμενοι διεύθυνσης υπάλληλοι του οικείου τομέα κατηγορίας ΔΕ, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
3. Ως προϊστάμενοι τμήματος επιλέγονται υπάλληλοι ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας οι οποίοι έχουν τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία σε κάποιον από τους τομείς του άρθρου 18 ως δικαστικοί υπάλληλοι, εφόσον: α) κατέχουν τον βαθμό Α’ ή β) έχουν ασκήσει για τουλάχιστον ένα (1) έτος καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος.
4. Η επιλογή προϊσταμένου οργανικής μονάδας γίνεται ύστερα από αίτηση υποψηφιότητας, η οποία υποβάλλεται στον διευθύνοντα το δικαστήριο, την εισαγγελία ή την Υπηρεσία στην οποία υπηρετεί ο αιτών, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξης, με επιμέλεια του ανωτέρω διευθύνοντος. Ο διευθύνων το δικαστήριο, την εισαγγελία ή την Υπηρεσία αποστέλλει την αίτηση στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δύο (2) ημέρες από την υποβολή της και την κοινοποιεί στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
5. Για την επιλογή προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης ο αριθμός των κρινόμενων δικαστικών υπαλλήλων πρέπει να είναι τουλάχιστον τριπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων στις οποίες αφορά η κρίση. Εφόσον δεν συμπληρώνεται ο αριθμός αυτός από δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στην παρ. 1 και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας, ο πίνακας των δικαστικών υπαλλήλων που κρίνονται συμπληρώνεται από προϊσταμένους τμημάτων, κατόχους πτυχίου Α.Ε.Ι. που έχουν τουλάχιστον εικοσιπενταετή υπηρεσία, έχουν διατελέσει επί δύο (2) τουλάχιστον τριετίες προϊστάμενοι τμήματος και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας.
6. Για την επιλογή προϊσταμένου διεύθυνσης και τμήματος ο αριθμός των κρινόμενων δικαστικών υπαλλήλων πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων τις οποίες αφορά η κρίση. Εφόσον δεν συμπληρώνεται ο αριθμός αυτός από δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3, αντίστοιχα, και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας, ο πίνακας των δικαστικών υπαλλήλων που κρίνονται για προϊστάμενοι διεύθυνσης συμπληρώνεται από κατόχους βαθμού Α’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον πέντε (5) έτη και έχουν υποβάλει αίτηση. Εάν δεν υπάρχουν υπάλληλοι με βαθμό Α’ ή ο αριθμός δεν επαρκεί, ο πίνακας των υπαλλήλων που κρίνονται για προϊστάμενοι τμήματος, συμπληρώνεται από κατόχους βαθμού Β’ με πλεονάζοντα χρόνο τουλάχιστον πέντε (5) έτη και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας. Εάν και πάλι δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος αριθμός, κρίνονται οι δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν τον βαθμό Α’ ή Β’, αντίστοιχα, και έχουν υποβάλει αίτηση. Εάν ακόμη και τότε δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος αριθμός, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, εκτιμώντας τις ανάγκες της υπηρεσίας, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να επιλέξει ως προϊστάμενο και χωρίς αίτηση, υπάλληλο που έχει τα τυπικά προσόντα κατά την ανωτέρω σειρά.
7. Προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης ο οποίος δεν επιλέγεται εκ νέου μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει κενή θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή, αν δεν υπάρχει, καταλαμβάνει την πρώτη θέση προϊσταμένου διεύθυνσης που θα κενωθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έως ότου κενωθεί θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ο δικαστικός υπάλληλος θεωρείται προϊστάμενος διεύθυνσης και ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί. Ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης, ο οποίος δεν επιλέγεται εκ νέου μετά τη λήξη της θητείας του, μπορεί να αποχωρήσει από την υπηρεσία διατηρώντας τις αποδοχές του γενικού διευθυντή, εφόσον υποβάλει αίτηση παραίτησης μέσα σε δύο (2) μήνες από την ανακοίνωση της μη επιλογής του.
8. Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για επιλογή σε θέση προϊσταμένου οποιουδήποτε επιπέδου υπάλληλος που αποχωρεί αυτοδικαίως από την υπηρεσία εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των υποψηφιοτήτων.
9. Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για επιλογή σε θέση προϊσταμένου ούτε να τοποθετηθεί προϊστάμενος υπάλληλος ο οποίος τελεί σε διαθεσιμότητα ή αργία ή έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 7 αδικήματα ή του έχει επιβληθεί τελεσίδικα οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου ύψους ίσου με τις αποδοχές τεσσάρων (4) μηνών για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα μέχρι τη διαγραφή της ποινής κατά το άρθρο 211.
10. Οι προϋποθέσεις και τα προσόντα επιλογής συντρέχουν κατά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων υποψηφιότητας.
11. Ειδικά για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως προς την επιλογή Γενικών Συντονιστών και Επιτρόπων αυτού ισχύουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α’ 52). Για την επιλογή προϊσταμένων τμήματος ισχύουν τα αναφερόμενα στο παρόν άρθρο περί προϊσταμένων τμήματος και εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι προϋποθέσεις που τίθενται με το άρθρο 20 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Άρθρο 145
Κριτήρια επιλογής
Η επιλογή των προϊσταμένων γίνεται βάσει κριτηρίων που αξιολογούνται ως ακολούθως:
1. Τυπικά εκπαιδευτικά προσόντα
α) Πτυχίο Πανεπιστημίου: 30 μόρια. Πτυχίο τμήματος Νομικής: 45 μόρια. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου τα πτυχία σχολής ή τμήματος οικονομικώνλογιστικών, χρηματοοικονομικών ή στατιστικών επιστημών λαμβάνουν επίσης 45 μόρια.
β) Δεύτερο πτυχίο Πανεπιστημίου: 8 μόρια. Εάν το πτυχίο είναι συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: 10 μόρια.
γ) Πτυχίο ΤΕΙ: 20 μόρια. Εάν το πτυχίο είναι συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: 25 μόρια.
δ) Μεταπτυχιακός τίτλος ετήσιας τουλάχιστον διάρκειας σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: 30 μόρια.
ε) Μεταπτυχιακός τίτλος που ενσωματώνεται στον βασικό τίτλο σπουδών κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 4485/2017 (Α’ 114), εφόσον είναι συναφής με το αντικείμενο της υπηρεσίας: 12 μόρια.
στ) Αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης ή από την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης: 45 μόρια.
ζ) Διδακτορικό δίπλωμα σε γνωστικό αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της υπηρεσίας: 45 μόρια.
η) Άριστη γνώση ξένης γλώσσας: 5 μόρια.
θ) Πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας: 3 μόρια.
ι) Καλή γνώση ξένης γλώσσας: 1,5 μόριο.
Για την απόδειξη της γνώσης ξένων γλωσσών εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
2. Υπηρεσιακή και εργασιακή εμπειρία
α) Για κάθε έτος υπηρεσίας σε οποιονδήποτε τομέα του άρθρου 18: 3,5 μόρια. Για τους υπαλλήλους των υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων που καταργήθηκαν δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 4512/2018 (Α’ 5) και οι οποίοι μετατάχθηκαν σε κλάδο δικαστικών υπαλλήλων δυνάμει της παρ. 4 του άρθρου 20 του ίδιου νόμου, κάθε έτος υπηρεσίας που διανύθηκε σε αυτά μοριοδοτείται με 3,5 μόρια.
β) Για κάθε έτος υπηρεσίας στο Δημόσιο ή σε φορέα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224): 2 μόρια.
γ) Για κάθε έτος υπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα: 2 μόρια με ανώτατο όριο τα επτά (7) έτη.
δ) Για κάθε έτος άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος ή συμβολαιογραφικού λειτουργήματος ή του λειτουργήματος του δικαστικού επιμελητή: 3,5 μόρια.
Χρόνος υπηρεσίας ή απασχόλησης μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.
Μοριοδοτούνται έως τριάντα τρία (33) έτη υπηρεσίας συνολικά.
3. Άσκηση καθηκόντων ευθύνης
α) Για κάθε έτος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος σε οποιονδήποτε τομέα του άρθρου 18, κατόπιν επιλογής ή μετά από παράταση της θητείας του επιλεγέντος: 3 μόρια.
β) Για κάθε έτος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου διεύθυνσης 4,5 μόρια και γενικής διεύθυνσης: 5,5 μόρια, υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις.
γ) Για κάθε έτος άσκησης καθηκόντων ευθύνης με απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου στο Δημόσιο ή σε φορέα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016: 1,5 μόρια.
Χρόνος άσκησης καθηκόντων ευθύνης μεγαλύτερος του εξαμήνου λογίζεται ως πλήρες έτος.
Μοριοδοτούνται έως δώδεκα (12) έτη συνολικά.
4. Ικανότητες – δεξιότητες
α) Εκθέσεις αξιολόγησης του παρόντος Κώδικα:
Το άθροισμα των βαθμών των εκθέσεων που έχουν συνταχθεί βάσει του άρθρου 132. Εάν έχουν συνταχθεί περισσότερες από πέντε (5) εκθέσεις, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι πέντε (5) τελευταίες. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν συντάχθηκαν εκθέσεις αξιολόγησης υποψηφίου για ένα ή περισσότερα έτη, το άθροισμα της βαθμολογίας αυτών που συντάχθηκαν πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό αυτών που θα έπρεπε να είχαν συνταχθεί για όλους τους υποψηφίους και διαιρείται με τον αριθμό αυτών που συντάχθηκαν για τον υποψήφιο αυτό. Αν από αντικειμενικούς λόγους δεν συντάχθηκε καμία έκθεση αξιολόγησης, ο υπάλληλος δεν βαθμολογείται στο κριτήριο αυτό.
β) Γραπτή εξέταση: μέχρι 120 μόρια
βα) Η γραπτή εξέταση διενεργείται από το ΑΣΕΠ ανά τριετία, έχει τη μορφή ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών και περιλαμβάνει τρεις θεματικές ενότητες: α. Γλώσσα, β. Κατανόηση κειμένου, γ. Διακρίβωση των γνώσεων του υποψηφίου σε ζητήματα αρμοδιότητας της υπηρεσίας και της ικανότητας συνθετικής και αναλυτικής σκέψης που του επιτρέπει να προτείνει αποτελεσματικές λύσεις για την αντιμετώπιση ζητημάτων που αναφύονται κατά τον χειρισμό υποθέσεων της υπηρεσίας.
ββ) Κάθε θεματική ενότητα βαθμολογείται με κλίμακα από 0 έως 40 μονάδες. Η συνολική βαθμολογία προκύπτει από το σύνολο της βαθμολογίας που έλαβε ο υποψήφιος σε όλες τις θεματικές ενότητες. Η βαθμολογική βάση επιτυγχάνεται, εφόσον ο υποψήφιος συγκεντρώνει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον 60 μονάδες. Το κριτήριο της γραπτής εξέτασης μοριοδοτείται, μόνο αν ο υποψήφιος έχει επιτύχει τη βαθμολογική βάση.
βγ) Δικαίωμα συμμετοχής στη γραπτή εξέταση έχουν όσοι διαθέτουν ή αναμένεται να αποκτήσουν τα τυπικά προσόντα του άρθρου 144 εντός των επόμενων τριών (3) ετών από την ημερομηνία διεξαγωγής της.
βδ) Η γραπτή εξέταση προκηρύσσεται από το ΑΣΕΠ ύστερα από αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ. Η προκήρυξη μπορεί να γίνεται είτε ενιαία για όλους τους τομείς του άρθρου 18 είτε κατά τομέα. βε. Η προκήρυξη περιλαμβάνει:
i. Την προθεσμία και τις λοιπές λεπτομέρειες υποβολής των αιτήσεων των υποψηφίων.
ii. Την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού.
iii. Το αντικείμενο της εξέτασης.
iv. Τον τρόπο εξέτασης.
v. Τον τρόπο βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων.
vi. Τη διαδικασία κατάρτισης και δημοσίευσης του πίνακα βαθμολογίας.
vii. Κάθε άλλο στοιχείο ή πληροφορία που διευκολύνει όσους επιθυμούν να συμμετάσχουν στη γραπτή εξέταση.
βστ) Για τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία της γραπτής εξέτασης και ιδίως τη δημοσίευση της προκήρυξης, τις αιτήσεις των υποψηφίων, τον χρόνο διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης, τη συγκροτούμενη προς τούτο Κεντρική Επιτροπή Διαγωνισμού, τους πίνακες υποψηφίων, τα εξεταστικά κέντρα, την εποπτεία του διαγωνισμού, τα τετράδια εξέτασης – απαντητικά φύλλα, την περίπτωση αναβολής της γραπτής εξέτασης, το πρόγραμμα της γραπτής εξέτασης, την κατανομή υποψηφίων στις αίθουσες, την εποπτεία αιθουσών και τον έλεγχο ταυτοτήτων, τις υποχρεώσεις των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης, τον προσδιορισμό των θεμάτων, τη διενέργεια της γραπτής εξέτασης, τα πρακτικά περατώσεως της διαδικασίας, τη βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων, την εξέταση ατόμων με έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων και τις ενστάσεις για πλημμέλειες της διαδικασίας του διαγωνισμού, εφαρμόζεται αναλόγως η νομοθεσία για τη διεξαγωγή γραπτών διαγωνισμών για την πλήρωση θέσεων του δημόσιου τομέα.
βζ) Μετά την ολοκλήρωση της εξεταστικής διαδικασίας και τη βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων η Κεντρική Επιτροπή Διαγωνισμού καταρτίζει προσωρινό πίνακα βαθμολογίας. Μετά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του ΑΣΕΠ και την εξέταση ενστάσεων καταρτίζεται ο οριστικός πίνακας βαθμολογίας, ο οποίος κυρώνεται από τον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ. Ο πίνακας διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο καταχωρίζει τη βαθμολογία του κάθε υπαλλήλου στο μητρώο του σε χωριστό φύλλο, με μνεία της γραπτής εξέτασης από το ΑΣΕΠ και της ημερομηνίας έκδοσης των αποτελεσμάτων.
βη) Ο βαθμός της γραπτής εξέτασης από το ΑΣΕΠ ισχύει για τρία (3) έτη από την έκδοση των αποτελεσμάτων.
γ) Σεμινάριο: μέχρι 100 μόρια
γα) Όσοι επιθυμούν να συμμετάσχουν σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων παρακολουθούν υποχρεωτικά ειδικό σεμινάριο, το οποίο σχεδιάζεται και διεξάγεται από το ΕΚΔΔΑ δια του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης (ΙΝΕΠ) του π.δ. 57/2007 (Α’ 59), σύμφωνα με τις διατάξεις που το διέπουν, με στόχο την επιμόρφωσή τους και την επικαιροποίηση των γνώσεών τους σε θέματα διοίκησης των οργανικών μονάδων των τομέων του άρθρου 18. Τέτοια θέματα είναι ιδίως, η παρακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού προς βελτίωση της απόδοσης της οργανικής μονάδας, η αξιολόγηση των υφισταμένων και των προϊσταμένων, η ενδοϋπηρεσιακή επικοινωνία και η διαχείριση συγκρούσεων μεταξύ του προσωπικού, η συνεργασία με προϊσταμένους άλλων οργανικών μονάδων, η διαχείριση της συμπεριφοράς των προϊσταμένων και των υφισταμένων τους προς τους δικαστικούς ή/και εισαγγελικούς λειτουργούς, τους δικηγόρους, το κοινό και τους συναδέλφους τους οποιουδήποτε κλάδου και βαθμού, η αξιολόγηση της απόδοσης της οργανικής μονάδας, η διατύπωση προτάσεων για τη βελτίωση της λειτουργίας της, η διαχείριση ενδεχόμενων κρίσεων – απρόβλεπτων συμβάντων.
γβ) Δικαίωμα συμμετοχής στο σεμινάριο έχουν όσοι διαθέτουν ή αναμένεται να αποκτήσουν τα τυπικά προσόντα του άρθρου 144 εντός των επόμενων έξι (6) ετών από την ημερομηνία έναρξης του σεμιναρίου.
γγ) Το σεμινάριο λαμβάνει χώρα ανά τριετία, ύστερα από αίτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τον Πρόεδρο του ΕΚΔΔΑ, ο οποίος κινεί αμέσως τις διαδικασίες για την οργάνωση και διεξαγωγή του, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στις σχετικές με το ΕΚΔΔΑ (ΙΝΕΠ) διατάξεις.
γδ) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης αποστέλλει το συντομότερο στο ΕΚΔΔΑ (ΙΝΕΠ) κατάσταση που περιλαμβάνει: α) τις οργανικές μονάδες επιπέδου γενικής διεύθυνσης (αν υπάρχουν), διεύθυνσης και τμήματος όλων των δικαστηρίων, εισαγγελιών και γενικών επιτροπειών, β) τον αριθμό των υπαλλήλων που υπηρετούν σε καθεμία από αυτές και τον συνολικό αριθμό τους, γ) τον αριθμό (ομοίως ανά οργανική μονάδα και συνολικά) των υπαλλήλων που δικαιούνται να μετάσχουν στο σεμινάριο κατά τον χρόνο σύνταξης της κατάστασης, καθώς και όσων θα δικαιούνται να λάβουν μέρος σε σεμινάριο που θα διεξαχθεί έξι μήνες μετά. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης παρέχει κατά προτεραιότητα στο ΕΚΔΔΑ (ΙΝΕΠ) τη συνδρομή και τις πληροφορίες που του ζητούνται.
γε) Με προκήρυξη του Προέδρου του ΕΚΔΔΑ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζονται η ημερομηνία έναρξης του σεμιναρίου, οι υπεύθυνοι διδασκαλίας, η διδακτέα ύλη, ο τρόπος διδασκαλίας, οι ακριβείς ημέρες και ώρες, αν οι υπάλληλοι το παρακολουθούν ταυτόχρονα, η διαδικασία της γραπτής εξέτασης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Μετά την έκδοση της προκήρυξης, το Υπουργείο Δικαιοσύνης καταρτίζει, με βάση την ημερομηνία έναρξης του σεμιναρίου, τον οριστικό πίνακα των δικαιούμενων να μετάσχουν στο σεμινάριο υπαλλήλων, και τον αναρτά στην επίσημη ιστοσελίδα του. Οι ενδιαφερόμενοι δηλώνουν την επιθυμία τους να μετάσχουν με αίτηση που υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης εντός δέκα (10) ημερών από την ανάρτηση. Το τελευταίο διαβιβάζει στο ΕΚΔΔΑ κατάσταση με τα στοιχεία των υπαλλήλων που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο σεμινάριο και δήλωσαν ότι θα μετάσχουν, στην οποία κατατάσσονται με βάση το τμήμα του δικαστηρίου, εισαγγελίας ή Γενικής Επιτροπείας στο οποίο υπηρετούν.
γστ) Το σεμινάριο πραγματοποιείται με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης (elearning), περιλαμβάνει ενενήντα (90) ώρες διδασκαλίας, όπως η ώρα διδασκαλίας ορίζεται στη νομοθεσία περί ΕΚΔΔΑ/ΙΝΕΠ, σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών και, αν οι υπάλληλοι το παρακολουθούν ταυτόχρονα, αναπτύσσεται σε δύο απογεύματα ανά εβδομάδα και κάθε δεύτερο Σάββατο. Οι ακριβείς ημέρες και ώρες καθορίζονται με την προκήρυξη του Προέδρου του ΕΚΔΔΑ.
γζ) Το σεμινάριο ολοκληρώνεται με γραπτή εξέταση, η οποία διενεργείται από το ΕΚΔΔΑ (δια του ΙΝΕΠ), με βάση τις διατάξεις που διέπουν τους γραπτούς διαγωνισμούς του που διενεργούνται κατόπιν αντίστοιχων σεμιναρίων και μπορεί να έχει τη μορφή ερωτηματολογίου πολλαπλών επιλογών.
γη) Η γραπτή εξέταση επί του σεμιναρίου βαθμολογείται με κλίμακα από μηδέν (0) έως εκατό (100) μονάδες. Η βαθμολογική βάση επιτυγχάνεται εφόσον ο υποψήφιος συγκεντρώσει μέσο όρο βαθμολογίας τουλάχιστον πενήντα (50) μονάδες. Σκοπός της βαθμολόγησης είναι η κατά το δυνατόν ακριβής αποτύπωση της απόδοσης του υπαλλήλου, με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας, ώστε η μοριοδότηση των υπαλλήλων για την επιλογή τους σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων να είναι δίκαιη. Το κριτήριο του σεμιναρίου μοριοδοτείται μόνο αν ο υποψήφιος έχει επιτύχει τη βαθμολογική βάση.
γθ) Το ΕΚΚΔΑ (ΙΝΕΠ) διαβιβάζει τη βαθμολογία των υπαλλήλων, η οποία εκδίδεται την ίδια ημερομηνία για όλους τους υπαλλήλους, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η βαθμολογία του κάθε υπαλλήλου καταχωρίζεται στο μητρώο του σε χωριστό φύλλο με μνεία του σεμιναρίου και της ημερομηνίας έκδοσης των αποτελεσμάτων.
γι) Ο βαθμός της γραπτής εξέτασης επί του σεμιναρίου ισχύει για έξι (6) έτη από την έκδοση των αποτελεσμάτων. Για τους υπαλλήλους που έχουν συμμετάσχει σε δύο (2) γραπτές εξετάσεις λαμβάνεται υπόψη η υψηλότερη βαθμολογία.
δ) Δομημένη συνέντευξη: μέχρι 100 μόρια
δα) Σε συνέντευξη καλούνται όσοι υποψήφιοι -με βάση όλα τα άλλα κριτήρια- κατατάσσονται σε θέση όχι κατώτερη του επταπλάσιου του αριθμού των θέσεων που πρόκειται να πληρωθούν.
δβ) Σκοπός της συνέντευξης είναι να διαμορφωθεί γνώμη για την προσωπικότητα, την ικανότητα και την καταλληλότητα του υποψηφίου για την άσκηση των καθηκόντων της θέσης ευθύνης για την οποία κρίνεται.
δγ) Περιεχόμενο της συνέντευξης αποτελούν οι ακόλουθες θεματικές ενότητες: α. Συζήτηση επί θεμάτων σχετικών με το αντικείμενο του οικείου τομέα και τις αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων των σχετικών με την προς πλήρωση θέση σε συνάρτηση με τις δεξιότητες και τα προσόντα του υποψηφίου, όπως προκύπτουν από το βιογραφικό του και τα στοιχεία του προσωπικού του μητρώου. β. Ανάπτυξη ενός υποθετικού σεναρίου γενικού διοικητικού ενδιαφέροντος (situational interview), που έχει ως σκοπό να αξιολογήσει τις διοικητικές ικανότητες του υποψηφίου να προγραμματίζει, να συντονίζει, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να λαμβάνει αποτελεσματικές αποφάσεις και να διαχειρίζεται κρίσεις. Ο βαθμός του υποψηφίου προκύπτει από την ευστοχία και την πληρότητα των απαντήσεων σε ερωτήσεις που επιλέγονται τυχαία από τράπεζα ερωτήσεων.
δδ) Για τη βαθμολόγηση κάθε μίας από τις ανωτέρω θεματικές ενότητες λαμβάνονται επίσης υπόψη οι επικοινωνιακές δεξιότητες, η ικανότητα διαχείρισης χρόνου, τα χαρακτηριστικά ηγεσίας ιδίως υπό συνθήκες πίεσης, η ικανότητα συντονισμού ομάδων εργασίας και η δημιουργικότητα του υποψηφίου.
δε) Αν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου διαπιστώσουν ότι ο υποψήφιος είναι ακατάλληλος για την άσκηση των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας, μπορούν, με πλήρως αιτιολογημένη ομόφωνη απόφασή τους, να τον αποκλείσουν από την επιλογή, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής του με βάση τη βαθμολογία που συγκέντρωσε.
δστ) Το περιεχόμενο της συνέντευξης με τα κρίσιμα και ουσιαστικά σημεία της αναφέρεται συνοπτικά στο πρακτικό του υπηρεσιακού συμβουλίου και η βαθμολογία του κάθε υποψηφίου αιτιολογείται συνοπτικά από το κάθε μέλος.
δζ) Το ΕΚΔΔΑ υποστηρίζει επιστημονικά τη διαδικασία των δομημένων συνεντεύξεων παρέχοντας την απαιτούμενη τεχνογνωσία, εφόσον του ζητηθεί.
Άρθρο 146
Θητεία και αναπλήρωση προϊσταμένων
1. Όσοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι, σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα, τοποθετούνται με πράξη του οικείου οργάνου, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας, αντίστοιχου επιπέδου, για τρία (3) έτη. Το αυτό ισχύει και για τους Γενικούς Συντονιστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όσοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας τους, έως την επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου.
2. Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου ο προϊστάμενος απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του και πριν από τη λήξη της τριετίας για σοβαρό λόγο που ανάγεται σε πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και ιδίως για αδικαιολόγητη επιείκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία για την εφαρμογή μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, αδυναμία συνεργασίας με άλλους προϊσταμένους. Ο προϊστάμενος μπορεί επίσης να απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του με αίτησή του, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, εκτός αν συντρέχουν σοβαρές υπηρεσιακές ανάγκες.
3. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου πριν από τη λήξη της τριετίας, το υπηρεσιακό συμβούλιο επιλέγει προϊστάμενο για το χρονικό διάστημα που απομένει έως τη συμπλήρωση της τριετίας. Αν το χρονικό αυτό διάστημα είναι μικρότερο από έξι (6) μήνες, δεν επιλέγεται προϊστάμενος και εφαρμόζεται η παρ. 4. Η επιλογή προϊσταμένων για τις θέσεις που κενώθηκαν ή συστάθηκαν γίνεται το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την κένωση ή τη σύσταση της θέσης. Στην περίπτωση αυτή κρίνονται προς επιλογή οι δικαστικοί υπάλληλοι που είχαν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 144 τυπικά προσόντα κατά την ημερομηνία κατά την οποία κενώθηκε ή συστάθηκε η θέση προϊσταμένου που πρόκειται να πληρωθεί.
4. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος προϊσταμένου οργανικής μονάδας της γραμματείας, τον προϊστάμενο που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκειμένων οργανικών μονάδων και, αν υπάρχουν περισσότεροι ομοιόβαθμοι, ο προϊστάμενος που έχει τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στον βαθμό. Αν δεν υπάρχει υποκείμενη οργανική μονάδα, τον προϊστάμενο αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό δικαστικός υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα τουλάχιστον έξι (6) μήνες και, εφόσον υπηρετούν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι με τον ίδιο βαθμό, εκείνος που έχει τον περισσότερο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στον βαθμό αυτόν. Αν το κώλυμα ή η απουσία διαρκεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών, το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο ορίζει αναπληρωτή προϊστάμενο για όσο χρόνο διαρκεί το κώλυμα ή η απουσία. Ο Επίτροπος της υπηρεσίας Επιτρόπου στην Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, αναπληρώνεται από προϊστάμενο τμήματος της ίδιας υπηρεσίας και όταν ο τελευταίος απουσιάζει ή κωλύεται, από υπαλλήλους ΠΕ κατηγορίας.
5. Η μετάθεση προϊσταμένου οργανικής μονάδας, σύμφωνα με το άρθρο 148, συνεπάγεται λήξη της θητείας του ως προϊσταμένου, με εξαίρεση την αμοιβαία μετάθεση των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
6. Οι προϊστάμενοι διευθύνσεων και τμημάτων των δικαστηρίων και εισαγγελιών που έχουν τουλάχιστον τρία (3) τμήματα, καθώς και οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπηρετούν σε τομείς που έχουν τουλάχιστον δύο (2) υπηρεσίες, είναι δυνατόν να παραμένουν στην αυτή διεύθυνση, τμήμα ή υπηρεσία Επιτρόπου για μία τριετία και η θητεία τους μπορεί να ανανεώνεται για μια επιπλέον τριετία. Απαγορεύεται, όμως, να υπηρετούν συνεχώς στην αυτή διεύθυνση, τμήμα ή υπηρεσία Επιτρόπου καθ’ υπέρβαση των ανωτέρω τασσόμενων χρονικών ορίων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΚΑΤΑΝΟΜΗ – ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ – ΜΕΤΑΘΕΣΗ – ΑΠΟΣΠΑΣΗ – ΕΝΤΑΞΗ
Άρθρο 147
Κατανομή
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, μετά τον διορισμό και την τοποθέτησή τους κατά το άρθρο 12, κατανέμονται περαιτέρω σε θέση οργανικής μονάδας της οικείας υπηρεσίας με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Για την απόφαση της κατανομής λαμβάνεται υποχρεωτικά η γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας ή του Γενικού Συντονιστή Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.
2. Αν οι υπάλληλοι μπορούν να κατανεμηθούν σε περισσότερες θέσεις της οικείας οργανικής μονάδας που βρίσκονται σε διαφορετικές περιφερειακές ενότητες, για την κατανομή απαιτείται απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, συνεκτιμωμένης αίτησης προτίμησής τους. Έως ότου εκδοθεί η απόφαση αυτή, οι δικαστικοί υπάλληλοι κατανέμονται προσωρινά με πράξη του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από εισήγηση του προϊσταμένου της γραμματείας ή του οικείου προϊσταμένου.
3. Απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου δεν απαιτείται, εάν από τη διαδικασία πρόσληψης προκύπτουν η θέση και η οργανική μονάδα στην οποία πρόκειται να προσληφθεί ο υπάλληλος.
Άρθρο 148
Μετακίνηση
1. Μετακίνηση δικαστικού υπαλλήλου από μία οργανική μονάδα σε άλλη του ιδίου δικαστηρίου, η οποία βρίσκεται εντός της ίδιας περιφερειακής ενότητας, πραγματοποιείται με απόφαση του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή του οικείου Γενικού Επιτρόπου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας.
2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να μετακινηθεί πριν συμπληρώσει δύο (2) έτη στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί. Η μετακίνηση είναι υποχρεωτική, όταν ο δικαστικός υπάλληλος συμπληρώσει έξι (6) έτη στην ίδια οργανική μονάδα.
3. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετακινηθεί και πριν από τη συμπλήρωση διετίας, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση.
4. Κατ’ εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να παραμείνει έως έξι (6) ακόμα έτη στην ίδια οργανική μονάδα και μετά τη συμπλήρωση εξαετίας, εφόσον είτε λόγω του κλάδου στον οποίο ανήκει είτε λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων ή της εμπειρίας του επιτακτικοί υπηρεσιακοί λόγοι επιβάλλουν την παραμονή του στην οργανική αυτή μονάδα.
5. Μετακίνηση προϊσταμένων σε αντίστοιχης βαθμίδας οργανική μονάδα επιτρέπεται, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 149
Λόγοι και διαδικασία μεταθέσεων
1. Μετάθεση επιτρέπεται μετά από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, μόνον όταν υπάρχει κενή θέση: α) για λόγους υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους.
2. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μετάθεση χωρίς σχετική αίτηση, αν έχουν δημιουργηθεί από μέρους του δικαστικού υπαλλήλου συνθήκες οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.
3. Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα περί μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 31 Μαΐου και έως τις 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους.
4. Τα ερωτήματα περί μεταθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 150 και 153 αποστέλλονται οποτεδήποτε. Η πράξη μετάθεσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την περιέλευση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αποστέλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την έκδοσή της και επιδίδεται με επιμέλεια του Προϊσταμένου της Γραμματείας ή της υπηρεσίας χωρίς καθυστέρηση στον υπάλληλο.
5. Ειδικά για τις μεταθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτείται και γνώμη του Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου, κατά περίπτωση.
6. Με το έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται στον δικαστικό υπάλληλο η μετάθεσή του τάσσεται σε αυτόν, ανάλογα με την απόσταση και τα διαθέσιμα μέσα συγκοινωνίας, η αναγκαία για τη μετάβαση στη νέα του θέση προθεσμία. Η προθεσμία αυτή κυμαίνεται από δεκαπέντε (15) ημέρες έως έναν (1) μήνα.
7. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν μετατίθενται πριν συμπληρώσουν διετία στην υπηρεσία που τοποθετήθηκαν κατά τον διορισμό τους.
8. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3, μετάθεση, πριν από την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, είτε σε περίπτωση αμοιβαίας μετάθεσης υπαλλήλων είτε για σοβαρούς λόγους υπηρεσιακούς ή προσωπικούς ή υγείας.
Άρθρο 150
Μετάθεση για λόγους υγείας
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους υγείας διενεργείται, αν ο ίδιος ή προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του πάσχει από νόσημα για την αντιμετώπιση του οποίου δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα στον τόπο στον οποίο υπηρετεί, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία, για λόγους υγείας, επιβάλλεται να υπηρετήσει σε άλλο τόπο. Με την αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου συνυποβάλλονται τα αναγκαία δικαιολογητικά. Ειδικά ως προς την ύπαρξη κατάλληλου νοσηλευτικού ιδρύματος, υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά: α. Γνωμάτευση νοσοκομείου του Ε.Σ.Υ. ή νοσοκομείου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή άλλου νοσηλευτικού ιδρύματος που εποπτεύεται από τον αρμόδιο Υπουργό ή τον διοικητή της οικείας υγειονομικής περιφέρειας για το είδος της νόσου, β. βεβαίωση της εποπτεύουσας υγειονομικής αρχής του τόπου όπου υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ότι δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα για την αντιμετώπιση της νόσου και γ. βεβαίωση νοσοκομείου ή κλινικής του τόπου όπου ζητεί να μετατεθεί ο υπάλληλος ότι διαθέτει κατάλληλη υποδομή προς αντιμετώπιση του νοσήματος.
2. Η μετάθεση για λόγους υγείας διενεργείται σε κενή οργανική θέση, στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση στον τόπο αυτόν, η μετάθεση γίνεται στον πλησιέστερο τόπο, στον οποίο υπάρχει κενή οργανική θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος υγείας προϋποθέσεις. Αν δεν υπάρχει κενή θέση σε τόπο στον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο δικαστικός υπάλληλος μετατίθεται ως υπεράριθμος στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί, και καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί.
3. Ως προστατευόμενα μέλη του δικαστικού υπαλλήλου, για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2, θεωρούνται: α) ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης, β) τα άγαμα τέκνα που δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό (20ό) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος, εφόσον φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον έχουν ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%, γ) οι γονείς και των δύο συζύγων η μερών συμφώνου συμβίωσης, εφόσον έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους, ή ανεξάρτητα από ηλικία, αν ο ένας έχει ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%. Οι γονείς θεωρούνται προστατευόμενα μέλη εφόσον κατοικούν στον ίδιο τόπο με τον δικαστικό υπάλληλο.
4. Ως ημερομηνία συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στην παρ. 3 θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο διενεργείται η μετάθεση, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας γέννησης.
5. Η μετάθεση για λόγους υγείας πραγματοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση στην υπηρεσία των πιστοποιητικών της παρ. 1.
Άρθρο 151
Μετάθεση για συνυπηρέτηση
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση διενεργείται στις εξής περιπτώσεις:
α) αν ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης υπηρετεί ή εργάζεται, με οποιαδήποτε σχέση, στο Δημόσιο ή σε φορέα της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) ή είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, β) αν ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης είναι επαγγελματίας ή εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα επί δύο (2) τουλάχιστον έτη στον τόπο στον οποίο ο υπάλληλος ζητά να μετατεθεί.
2. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. α) της παρ. 1 αποδεικνύεται με βεβαίωση της υπηρεσίας ή του φορέα του δημόσιου τομέα. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της περ. β) της παρ. 1 αποδεικνύεται με βεβαίωση του οικείου επαγγελματικού συλλόγου ή επιμελητηρίου ή με βεβαίωση άσκησης επιχείρησης από την αρμόδια φορολογική αρχή, αν πρόκειται για επαγγελματία, και με βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή βεβαίωση του εργοδότη, αν πρόκειται για εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα.
3. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση επιτρέπεται μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η μετάθεση διενεργείται σε γραμματεία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία που λειτουργεί στον δήμο στον οποίο υπηρετεί ή εργάζεται ο ή η σύζυγος ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης. Αν δεν υπάρχει δικαστική υπηρεσία ή αν δεν υπάρχει κενή θέση στον ίδιο δήμο, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετατεθεί στην πλησιέστερη προς τον δήμο αυτό γραμματεία ή υπηρεσία.
4. Με την επιφύλαξη της παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α’ 62), οι μεταθέσεις για συνυπηρέτηση διενεργούνται, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση ή προβλέπεται ότι θα κενωθεί οργανική θέση, έως τις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα κενωθεί η θέση.
5. Νέα μετάθεση για συνυπηρέτηση δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από την προηγούμενη, εκτός αν ζητείται μετάθεση σε παραμεθόρια περιοχή.
6. Η μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου, ύστερα από αίτησή του, σε παραμεθόρια περιοχή με σκοπό τη συνυπηρέτηση συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης είναι υποχρεωτική.
Άρθρο 152
Μετάθεση για λόγους σπουδών
1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους σπουδών διενεργείται αν ο ίδιος ή μέλος της οικογένειάς του που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο (25ο) έτος της ηλικίας του σπουδάζει σε σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την απόκτηση πρώτου πτυχίου.
2. Μετάθεση για λόγους σπουδών διενεργείται σε κενή οργανική θέση.
3. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 δεν επιτρέπεται να υποβάλει νέα αίτηση μετάθεσης για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει τριετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους υγείας.
Άρθρο 153
Αμοιβαία μετάθεση
1. Αμοιβαία μετάθεση διενεργείται μεταξύ δικαστικών υπαλλήλων κατά την παρ. 4 του άρθρου 20. Η αμοιβαία μετάθεση δεν επιτρέπεται κατά την τελευταία τριετία πριν από την αυτοδίκαιη αποχώρησή τους από την υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 219.
2. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται σύμφωνα με την παρ. 1, δεν επιτρέπεται να υποβάλει νέα αίτηση μετάθεσης, για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει τριετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους υγείας.
Άρθρο 154
Μετάθεση για σπουδαίο λόγο
Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για σπουδαίο λόγο διενεργείται μόνο εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση. Σπουδαίος λόγος θεωρείται και η κατάργηση της οργανικής θέσης του υπαλλήλου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 21.
Άρθρο 155
Προτεραιότητα μεταθέσεων
1. Οι μεταθέσεις με αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου διενεργούνται υποχρεωτικώς πριν από τις μεταθέσεις για λόγους υπηρεσιακούς, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 149, και κατά τη σειρά που αναγράφονται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, με εξαίρεση τις μεταθέσεις της περ. δ), οι οποίες μπορούν να γίνονται οποτεδήποτε.
2. Αν έχουν υποβληθεί περισσότερες αιτήσεις για μετάθεση, κατ’ εφαρμογή των περ. β), γ) και ε) της παρ. 1 του άρθρου 149, για την επιλογή μεταξύ των αιτήσεων καθεμιάς από τις περιπτώσεις αυτές, το υπηρεσιακό συμβούλιο εκτιμά ιδίως την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων που υπέβαλαν αίτηση, τις οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους, την ηλικία, τον χρόνο υπηρεσίας στον τόπο στον οποίο υπηρετούν και τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους.
Άρθρο 156
Απόσπαση
1. Η απόσπαση, δηλαδή η απομάκρυνση μόνιμου υπαλλήλου για ορισμένο χρονικό διάστημα από την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση που κατέχει και η ανάθεση σε αυτόν καθηκόντων στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου άλλης περιφερειακής ενότητας ή στη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή στις ομάδες διοίκησης έργου πληροφοριακών συστημάτων των δικαστηρίων, διενεργείται για την κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών προσωρινού χαρακτήρα και αφορά στην άσκηση καθηκόντων κλάδου για τον οποίο ο υπάλληλος διαθέτει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Απόσπαση για σοβαρούς προσωπικούς λόγους είναι δυνατή κατ’ εξαίρεση και εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν.
2. Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο δικαστικός υπάλληλος, υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού.
3. Εφόσον υφίσταται σοβαρή υπηρεσιακή ανάγκη, οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να αποσπώνται στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η απόσπαση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος.
4. Η διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα (1) έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.
5. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.
6. Για την απόσπαση συνεκτιμώνται από το υπηρεσιακό συμβούλιο η αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, ο τόπος της κατοικίας του, η κατάσταση της υγείας του, η προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση με τον ή τη σύζυγο ή το έτερο μέρος συμφώνου συμβίωσης.
7. Μετά τη λήξη της διάρκειας της απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση.
8. Η απόσπαση μπορεί να παύσει οποτεδήποτε πριν από τη λήξη του χρονικού ορίου της παρ. 4 για λόγους αναγόμενους στην υπηρεσία.
9. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου πριν από τη μονιμοποίησή του, για την κάλυψη συγκεκριμένης και επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί με άλλο τρόπο.
10. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου που έχει επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας, εάν προηγουμένως δεν έχει γίνει δεκτή αίτηση απαλλαγής του από τα εν λόγω καθήκοντα. Αν ο αποσπασμένος δικαστικός υπάλληλος επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας, παύει αυτοδικαίως η απόσπαση από την τοποθέτησή του ως προϊσταμένου.
11. Διατάξεις που προβλέπουν την απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στα δικαστήρια των άρθρων 88 και 99 του Συντάγματος, στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας, στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ή σε παραμεθόριες περιοχές για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης, καθώς και διατάξεις που προβλέπουν την αποστολή και απόσπαση οποιουδήποτε προσώπου από το Δημόσιο και τους οργανισμούς του δημοσίου τομέα σε υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) ή των κρατών μελών της, καθώς και σε διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, όπως και σε γραμματείες διεθνών συμβάσεων στο πλαίσιο προγραμμάτων συνεργασίας διατηρούνται σε ισχύ.
12. Η παρ. 7 του άρθρου 93 του ν. 3852/2010 (Α’ 87), και η παρ. 10 του άρθρου 182 του ν. 3852/2010, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) εφαρμόζονται και στους δικαστικούς υπαλλήλους.
13. Ειδικές διατάξεις καθ’ ο μέρος αφορούν σε απόσπαση μονίμων υπαλλήλων από το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου στο Ελεγκτικό Συνέδριο διατηρούνται σε ισχύ.
14. α) Κατ’ εξαίρεση, με την επιφύλαξη της Π.Υ.Σ. 19/8.2.1990 (Α’ 16), που κυρώθηκε με το άρθρο 6 του ν. 1878/1990 (Α’ 33) και του άρθρου 2 του ν. 1895/1990 (Α’ 116), δικαστικοί υπάλληλοι, μέχρι ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί του συνόλου των υπηρετούντων, δύνανται να διατίθενται για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου των βουλευτών και των Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 46 του ν. 4622/2019, με κοινή απόφαση του Υπουργού υποδοχής και του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος, δύνανται να αποσπώνται δικαστικοί υπάλληλοι στο γραφείο του Προέδρου της Βουλής και στα ιδιαίτερα γραφεία μελών της Κυβέρνησης ή υφυπουργών.
β) Σε κάθε μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργό, βουλευτή ή Έλληνα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιτρέπεται η διάθεση ή απόσπαση, κατά περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της περ. α), ενός (1) μόνον δικαστικού υπαλλήλου. Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση προϊσταμένων διεύθυνσης ή τμήματος ή αυτοτελούς γραφείου ή δικαστικού υπαλλήλου που είναι ο μοναδικός που υπηρετεί στον κλάδο ή στην ειδικότητα.
Η απόσπαση ή διάθεση παύει αυτοδικαίως και ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντα της οργανικής του θέσης όταν το μέλος της Κυβέρνησης, υφυπουργός, βουλευτής ή Έλληνας βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο γραφείο του οποίου έχει αποσπασθεί ή διατεθεί, αποβάλλει για οποιονδήποτε λόγο την ιδιότητά του και εφόσον αυτός δεν επαναδιορισθεί ως μέλος της Κυβέρνησης ή υφυπουργός ή δεν επανεκλεγεί ως βουλευτής ή ευρωβουλευτής.
Δεν επιτρέπεται η απόσπαση ή διάθεση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου σε γραφείο άλλου μέλους της Κυβέρνησης, υφυπουργού, βουλευτή ή ευρωβουλευτή, πριν από τη συμπλήρωση μιας βουλευτικής περιόδου από την επιστροφή του στην υπηρεσία όπου υπηρετεί.
Ο χρόνος της απόσπασης ή διάθεσης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια.
Οι υπάλληλοι που αποσπώνται ή διατίθενται κατ’ εφαρμογή της παρούσας εξακολουθούν να μισθοδοτούνται και να εξελίσσονται υπηρεσιακώς βάσει του υπηρεσιακού καθεστώτος των υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν οργανικώς.
Άρθρο 157
Μετάταξη
1. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του για κάλυψη σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών, μετά τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας στον κλάδο στον οποίο ανήκει, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση στην οποία μετατάσσεται. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην ίδια κατηγορία του ίδιου κλάδου άλλου τομέα επιτρέπεται με τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Η αίτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και διαβιβάζεται υποχρεωτικά στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη.
2. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, εφόσον απέκτησε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή μετά την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 11 ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία αυτή τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί.
3. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη μετάταξη σε θέση της γραμματείας ή υπηρεσίας δικαστηρίου ή εισαγγελίας που ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού, το οποίο επιλαμβάνεται μετά την εξασφάλιση θετικής σύμφωνης γνώμης από το αρχικό συμβούλιο.
4. Για τη μετάταξη κατά τις παρ. 1 και 3 συνεκτιμώνται και τα ουσιαστικά προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου.
5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με τον βαθμό τον οποίο κατέχουν. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στον βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί στον βαθμό της θέσης στην οποία μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.
Άρθρο 158
Ένταξη
1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν πριν από τον διορισμό τους χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, εντάσσονται, μετά τη μονιμοποίησή τους, έως τον μεθεπόμενο του εισαγωγικού βαθμό, ανάλογα με τον συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, ύστερα από κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Για την ένταξη εκδίδεται πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
2. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που με βάση ειδικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική εξέλιξη.
3. Για την ένταξη λαμβάνεται υπόψη μόνο η υπηρεσία που έχει διανυθεί πριν από τον διορισμό με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος κατά τον χρόνο της ένταξης.
4. Εφόσον η ένταξη του δικαστικού υπαλλήλου γίνεται στον μεθεπόμενο του εισαγωγικού βαθμό, ο χρόνος που πλεονάζει δεν λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξή του.
5. Με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που λαμβάνεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, προϋπηρεσία έως επτά (7) έτη που έχει διανυθεί πριν από τον διορισμό του δικαστικού υπαλλήλου εκτός του δημόσιου τομέα λαμβάνεται υπόψη εφόσον αποδεικνύεται. Για τους όρους, τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της προϋπηρεσίας αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ – ΑΡΓΙΑ
Άρθρο 159
Διαθεσιμότητα
1. Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας που παρατείνεται πέρα από τον χρόνο αναρρωτικής άδειας που προβλέπεται από το άρθρο 106, είναι όμως ιάσιμη. Για τη σχετική κρίση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Η πράξη με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το ένα (1) έτος. Για δυσίατα νοσήματα η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη.
3. Τον τελευταίο μήνα πριν συμπληρωθεί το ανώτατο όριο διαθεσιμότητας, το όργανο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους γνωμοδοτεί αν ο δικαστικός υπάλληλος είναι ικανός ή όχι να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά του. Αν το όργανο αυτό γνωματεύσει αρνητικά, ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει εξαντλήσει τον κατά την παρ. 2 χρόνο διαθεσιμότητας, απολύεται σύμφωνα με το άρθρο 217. Ύστερα από αίτησή του ή και αυτεπαγγέλτως ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί για εξέταση στην υγειονομική επιτροπή και πριν από τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης η διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη της διάρκειάς της.
Άρθρο 160
Συνέπειες διαθεσιμότητας
1. Κατά τον χρόνο της διαθεσιμότητας ο δικαστικός υπάλληλος λαμβάνει το 75% των αποδοχών του.
2. Η θέση σε διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενης απασχόλησης την οποία έχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της ιδιότητάς του.
Άρθρο 161
Αυτοδίκαιη θέση σε αργία
1. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία: α) ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση, β) εκείνος στον οποίο με δικαστική απόφαση επιβλήθηκε παρεπόμενη ποινή οριστικής παύσης, αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης και γ) εκείνος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.
2. Στην περ. γ’ της παρ. 1 η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού οργάνου και λήγει αυτοδικαίως την ημέρα συμπλήρωσης της προθεσμίας άσκησης προσφυγής στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο ή, εφόσον ασκηθεί προσφυγή, την ημέρα κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία.
4. Για τη θέση του δικαστικού υπαλλήλου σε αργία και την επάνοδο στα καθήκοντά του, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο.
Άρθρο 162
Δυνητική θέση σε αργία
1. Μπορεί να τεθεί σε αργία ο δικαστικός υπάλληλος, κατά του οποίου: α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την οριστική παύση από την υπηρεσία, β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή γ) αποδίδεται άτακτη διαχείριση με αιτιολογημένη έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή άλλου αρμόδιου οργάνου.
2. Μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, το υπηρεσιακό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει για τη συνέχισή της ή μη.
3. Η πράξη με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα καθήκοντά του, εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Για τη θέση σε δυνητική αργία ή την παράτασή της απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του δικαστικού υπαλλήλου από το υπηρεσιακό συμβούλιο. Κατά την ακρόαση ο υπάλληλος μπορεί να παρίσταται είτε αυτοπροσώπως είτε μετά είτε δια πληρεξούσιου δικηγόρου.
4. Στην περ. γ’ της παρ. 1 ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του, αν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση του σε αργία δεν ασκηθεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Για την επάνοδο του δικαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για τον διορισμό του όργανο.
5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση σχετικής πράξης επαναφοράς ή αυτοδικαίως στην περίπτωση της παρ. 4 ή από την τελεσιδικία της ποινικής απόφασης, εφόσον αυτή δεν συνεπάγεται παύση ή της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον με αυτή δεν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης.
Άρθρο 163
Αποδοχές αργίας
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που διατελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του.
2. Στον δικαστικό υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε.
3. Ο δικαστικός υπάλληλος, που τίθεται αυτοδικαίως σε αργία λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.
4. Αν πιθανολογείται σοβαρά κίνδυνος βιοπορισμού του υπαλλήλου ή της οικογένειάς του ή προστατευόμενων μελών αυτού, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί, κατ’ αίτηση του υπαλλήλου, να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο, την αύξηση των αποδοχών της αργίας μέχρι το 75% των νόμιμων αποδοχών του. Στις περιπτώσεις που το ζήτημα της αργίας είναι εκκρεμές ενώπιον πειθαρχικού η υπηρεσιακού συμβουλίου, το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο και για την εξέταση του σχετικού αιτήματος του υπαλλήλου σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
Άρθρο 164
Αναστολή άσκησης καθηκόντων
Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Η πράξη αυτή με τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία αποστέλλεται αμελλητί στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο συνέρχεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη της πράξης και αποφασίζει αν θα τεθεί ο δικαστικός υπάλληλος σε αργία σύμφωνα με το άρθρο 162. Το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως από την έκδοση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου ή με την πάροδο της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, χωρίς να έχει εκδοθεί η απόφαση του συμβουλίου.
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ – ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Άρθρο 165
Πειθαρχικά παραπτώματα
1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία μπορεί να καταλογιστεί στον δικαστικό υπάλληλο. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα, τις διοικητικές πράξεις, τις οδηγίες των προϊσταμένων, καθώς και από τη φύση της υπηρεσίας και τη συμπεριφορά που οφείλει να έχει ο δικαστικός υπάλληλος μέσα και έξω από αυτήν, ώστε να μην θίγεται το κύρος της. Το υπαλληλικό καθήκον δεν επιβάλλει στον δικαστικό υπάλληλο πράξη ή παράλειψη που να αντίκειται προς το Σύνταγμα και τους νόμους, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 113.
2. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι ιδίως:
α) Πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
β) Η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους.
γ) Η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας. Σε καμία περίπτωση αυτή καθαυτή η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης δεν συνιστά τέτοια διαγωγή.
δ) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων.
ε) Η άρνηση ή η παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας.
στ) Η αμέλεια και η πλημμελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος.
ζ) Η άσκηση επαγγέλματος ή η εκτέλεση έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας.
η) Η απείθεια και η άρνηση συμμόρφωσης στις νόμιμες εντολές των προϊσταμένων.
θ) Η δημοσίως, εγγράφως ή προφορικώς, άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον από δόλο ή βαριά αμέλεια χρησιμοποιούνται προδήλως ανακριβή στοιχεία ή χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις.
ι) Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους δικαστικούς λειτουργούς, τους υπαλλήλους της γραμματείας ή υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τους πολίτες.
ια) Η μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεων.
ιβ) Η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων και η παραμέληση παλαιοτέρων.
ιγ) Η σύνταξη αναμφίβολα μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ουσιαστικών προσόντων, καθώς και η παράλειψη κατάρτισης έκθεσης αξιολόγησης.
ιδ) Η αναληθής δήλωση της περιουσιακής κατάστασης ή η μη υποβολή της, όταν απαιτείται από τον νόμο.
ιε) Η παράβαση του καθήκοντος της εχεμύθειας.
ιστ) Η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή άλλων προσώπων.
ιζ) Η αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία.
ιη) Η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή η παράνομη χρήση πράγματος, το οποίο ανήκει στην υπηρεσία.
ιθ) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ματαίωσης ή τη ματαίωση διαταγής της υπηρεσίας.
κ) Η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία, την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος ή επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο δικαστικός υπάλληλος.
κα) Η άρνηση του δικαστικού υπαλλήλου να ικανοποιήσει το δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση εγγράφων και άλλων στοιχείων που τηρούνται στην υπηρεσία.
κβ) Η αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση.
κγ) Η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.
κδ) Η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης.
κε) Η παράβαση της παρ. 3 του άρθρου 94.
κστ) Η παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 114.
3. Διατάξεις που προβλέπουν ειδικά πειθαρχικά παραπτώματα παραμένουν σε ισχύ.
Άρθρο 166
Πειθαρχικές ποινές
1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους δικαστικούς υπαλλήλους είναι:
α) η έγγραφη επίπληξη,
β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών,
γ) η στέρηση του δικαιώματος μισθολογικής εξέλιξης σε κλιμάκια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
δ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,
ε) η αφαίρεση της άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου,
στ) ο υποβιβασμός έως δύο (2) βαθμούς, όχι όμως κάτω από τον εισαγωγικό βαθμό της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 20,
ζ) η προσωρινή παύση από τρεις (3) έως δώδεκα (12) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών και, η) η οριστική παύση.
2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α) παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,
β) αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία,
γ) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή, εντός και εκτός της υπηρεσίας,
δ) παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας
ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας τριετίας,
στ) ιδιαιτέρως σοβαρή απείθεια,
ζ) εμμονή στην αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση,
η) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία είχαν επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον πειθαρχικές ποινές, ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.
3. Για την επιβολή οποιασδήποτε πειθαρχικής ποινής σε δικαστικό υπάλληλο συνεκτιμώνται ιδίως οι ιδιαίτερες συνθήκες τέλεσης του παραπτώματος, η βαρύτητα αυτού, ο εξακολουθητικός ή μη χαρακτήρας του, η προσωπικότητα του δικαστικού υπαλλήλου, ο βαθμός της υπαιτιότητάς του, η επίδειξη μεταμέλειας, η υποτροπή, καθώς και η υπηρεσιακή του εικόνα, όπως προκύπτει από το προσωπικό του μητρώο και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Άρθρο 167
Δίωξη και τιμωρία
πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Η δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Κατ’ εξαίρεση για παραπτώματα που δικαιολογούν την ποινή της επίπληξης, η πειθαρχική δίωξη απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου για την άσκησή της οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη, αφενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφετέρου τις συνθήκες διάπραξης του παραπτώματος και την υπηρεσιακή διαγωγή του δικαστικού υπαλλήλου. Αν το αρμόδιο όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον προϊστάμενο ή το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αντίγραφο της έκθεσης χορηγείται στον δικαστικό υπάλληλο.
Άρθρο 168
Ανακοίνωση πειθαρχικών παραπτωμάτων
Οι πρόεδροι των δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, οι εντεταλμένοι δικαστές, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μόλις διαπιστώσουν ή περιέλθει, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, σε γνώση τους πειθαρχικό παράπτωμα δικαστικού υπαλλήλου, το ανακοινώνουν στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, διαβιβάζοντας, συγχρόνως, τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία.
Άρθρο 169
Πειθαρχικά παραπτώματα τελούμενα στο ακροατήριο
Σχετικά με πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται στο ακροατήριο συντάσσεται από το δικαστήριο σχετικό πρακτικό, το οποίο διαβιβάζεται εντός τριών (3) ημερών στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, το οποίο ασκεί την αρμοδιότητά του χωρίς καθυστέρηση.
Άρθρο 170
Συνεκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου, για τα οποία έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση για κάποιο από αυτά, συνεκδικάζονται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.
2. Δικαστικοί υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή πειθαρχικά παραπτώματα κρίνονται ενιαίως από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.
3. Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, αν τα όργανα, στα οποία ανήκει η αρμοδιότητα να επιληφθούν, είναι διαφορετικά, αρμόδιο είναι: α) μεταξύ μονομελούς πειθαρχικού οργάνου και υπηρεσιακού συμβουλίου το τελευταίο, β) μεταξύ περισσότερων μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή μεταξύ περισσότερων υπηρεσιακών συμβουλίων, εκείνο που έχει επιληφθεί πρώτο. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου υπάγονται και όλα τα συναφή πειθαρχικά παραπτώματα.
Άρθρο 171
Σχέση της πειθαρχικής με την ποινική δίκη
1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.
2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.
3. Τα πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος.
4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται, με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 208:
α) αν μετά την έκδοση της τελεσίδικης πειθαρχικής απόφασης με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται ή τιμωρείται με ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης, εκδοθεί για την ίδια πράξη ή παράλειψη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου από την αιτιολογία της οποίας προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση παραπτώματος το οποίο δικαιολογεί κατά την παρ. 2 του άρθρου 166 την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης,
β) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την ίδια πράξη ή παράλειψη,
γ) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης ανατραπεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη ή αν αποκαλυφθούν γεγονότα που δεν είχαν ληφθεί υπόψη ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ο δικαστικός υπάλληλος δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να προσκομίσει κατά την αρχική πειθαρχική δίκη, εφόσον από τα γεγονότα ή τα στοιχεία αυτά κλονίζεται κατά τρόπο προφανή η αιτιολογία της πειθαρχικής απόφασης και,
δ) αν κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι η τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης.
5. Η εισαγγελική αρχή υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του δικαστικού υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ’ αυτού. Ο γραμματέας του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην ίδια αρχή τα παραπεμπτικά ή απαλλακτικά βουλεύματα σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και τις εκδιδόμενες σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας καταδικαστικές ή αθωωτικές αποφάσεις που αφορούν στον δικαστικό υπάλληλο. Σε περίπτωση εγκλεισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα, ο διευθυντής φυλακών γνωστοποιεί τούτο, χωρίς καθυστέρηση, στην προϊσταμένη αρχή του δικαστικού υπαλλήλου.
Άρθρο 172
Μη συρροή ποινών – Απαγόρευση δεύτερης δίωξης
και περισσότερων ποινών για το ίδιο αδίκημα
1. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή.
3. Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, με την πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε δικαστικό υπάλληλο, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπτώματα του διωκομένου.
Άρθρο 173
Αυτοτέλεια κολασίμου
του πειθαρχικού παραπτώματος
Σε περίπτωση αποκατάστασης, χάριτος ή άρσης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο του κολασίμου ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος.
Άρθρο 174
Εφαρμογή αρχών και κανόνων του ποινικού
δικαίου και της ποινικής δικονομίας
1. Αρχές και κανόνες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στο πειθαρχικό δίκαιο, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου και συνάδουν με τη φύση και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας.
2. Εφαρμόζονται, ιδίως, οι αρχές και οι κανόνες που αφορούν:
α) στους λόγους άρσης ή αποκλεισμού του αδίκου της πράξης και της ικανότητας προς καταλογισμό,
β) στις ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της πειθαρχικής ποινής,
γ) στην έμπρακτη μετάνοια,
δ) στο δικαίωμα σιγής του διωκομένου,
ε) στην πραγματική και νομική πλάνη,
στ) στο τεκμήριο της αθωότητας του διωκομένου,
ζ) την προστασία των δικαιολογημένων συμφερόντων του διωκομένου ή της υπηρεσίας για τη διατύπωση δυσμενών κρίσεων και εκφράσεων ή τη διενέργεια εκδηλώσεων εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου.
Άρθρο 175
Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ως προς τον αποκλεισμό, την εξαίρεση και την αποχή δικαστικών λειτουργών, τις εκθέσεις, τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες, τα αποδεικτικά μέσα, την αυτοψία, την πραγματογνωμοσύνη, τους τεχνικούς συμβούλους, τους μάρτυρες, τους διερμηνείς και την εξέταση του κατηγορουμένου εφαρμόζεται αναλόγως στην πειθαρχική δίκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα.
Άρθρο 176
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 166 παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη και τα λοιπά μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν.
2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή, τα πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 166 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη και τα λοιπά μετά τρία (3) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν, αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν εκδοθεί πειθαρχική απόφαση σε πρώτο βαθμό.
3. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν εξαλειφθεί το αξιόποινο του τελευταίου λόγω παραγραφής. Για τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αναστέλλουν την παραγραφή τους.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, με το οποίο αποσκοπείται η απόκρυψη ή ματαίωση της πειθαρχικής δίωξης για το πρώτο. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο παράπτωμα παραγράφεται, όταν παραγραφεί το δεύτερο, εφόσον η παραγραφή του δεύτερου συντελείται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραγραφής του πρώτου.
Άρθρο 177
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή έχει αρχίσει ένορκη διοικητική εξέταση από το αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης όργανο ή έχει διαταχθεί η διενέργεια από άλλο δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο ένορκης διοικητικής εξέτασης ή έχει αρχίσει προκαταρκτική έρευνα, κατά την οποία ο δικαστικός υπάλληλος έχει κληθεί να δώσει εξηγήσεις, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Σε περίπτωση κατά την οποία συνεχίζεται η πειθαρχική διαδικασία, αν εκδοθεί καταδικαστική απόφαση, παραμένει ανεκτέλεστη. Κατ’ εξαίρεση εκτελείται απόφαση, με την οποία επιβάλλεται: α) ποινή υποβιβασμού κατά μισθολογικά κλιμάκια, η οποία συνεπάγεται, υποχρεωτικώς, αναμόρφωση της απόφασης κανονισμού σύνταξης του δικαστικού υπαλλήλου που τιμωρήθηκε και β) ποινή προστίμου, το ποσό του οποίου εισπράττεται σύμφωνα με τον Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) αποκλειστικά από τον δικαστικό υπάλληλο που τιμωρήθηκε και όχι από τους κληρονόμους του.
2. Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο του παραπτώματος που διέπραξε ο δικαστικός υπάλληλος πριν από αυτή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 178
Αρμόδιο όργανο για την πειθαρχική δίωξη
1. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις για την κλήρωση των μελών των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων. Στην περίπτωση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 180, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο μόνος δικαστής ή εισαγγελέας που υπηρετεί. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι ο νεότερος Αντεπίτροπος. Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο την αρμοδιότητα αυτή ασκούν οι γενικοί συντονιστές.
2. Οι δικαστές και εισαγγελείς που αναδεικνύονται σύμφωνα με την παρ. 1 είναι αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης δικαστικών υπαλλήλων κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος.
3. Αν το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο που ορίζεται κατά την παρ. 1 δεν ολοκληρώσει τις ενέργειές του σε συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση μέχρι τη λήξη του έτους, για το οποίο έχει οριστεί, διατηρεί την αρμοδιότητά του για την υπόθεση αυτή έως ότου περατώσει το έργο του.
4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου.
5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.
Άρθρο 179
Πειθαρχικά όργανα
1. Μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
2. Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι τα υπηρεσιακά ή δικαστικά συμβούλια, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 181.
Άρθρο 180
Μονομελή πειθαρχικά όργανα
1. Οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς υπαλλήλους των υπηρεσιών, στις οποίες προΐστανται. Ειδικώς για τους υπαλλήλους της γραμματείας δικαστηρίων ή εισαγγελιών στα οποία υπηρετεί ένας δικαστής ή εισαγγελέας, την πειθαρχική δικαιοδοσία ασκεί ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, αντιστοίχως.
2. Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλουν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, την ποινή της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως και του ενός δευτέρου (1/2) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου.
Άρθρο 181
Πειθαρχικά Συμβούλια
1. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα που κατά νόμο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο να επιληφθεί είναι, κατά περίπτωση, το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο του άρθρου 88. Για τα παραπτώματα αυτά, το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να επιβάλει οποιαδήποτε ποινή.
2. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης για παράπτωμα που, κατά νόμο, δεν μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, αρμόδιο να επιληφθεί είναι, κατά περίπτωση, το πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο του άρθρου 88.
3. Εάν το υπηρεσιακό συμβούλιο, πενταμελές ή επταμελές, κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα που έχει εισαχθεί ενώπιόν του μπορεί, κατά νόμο, να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης, υποχρεούται να παραπέμψει την υπόθεση στο αντίστοιχο δικαστικό συμβούλιο.
4. Το δικαστικό συμβούλιο στο οποίο έχει εισαχθεί πειθαρχική υπόθεση είτε μετά από άσκηση πειθαρχικής δίωξης είτε κατά παραπομπή από υπηρεσιακό συμβούλιο, εάν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει, κατά νόμο, πειθαρχική ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, είτε να κρατήσει και να εκδικάσει την υπόθεση είτε να την παραπέμψει στο αντίστοιχο υπηρεσιακό συμβούλιο. Η απόφαση αυτή είναι δεσμευτική για το υπηρεσιακό συμβούλιο.
Άρθρο 182
Αρμοδιότητα κατά τόπο
Αρμόδιο κατά τόπο πειθαρχικό όργανο είναι εκείνο στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν οι υπάλληλοι της γραμματείας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούσε με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση ή κατάσταση ο δικαστικός υπάλληλος κατά τον χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος. Σε περίπτωση απόσπασης του δικαστικού υπαλλήλου σε μη δικαστική υπηρεσία, αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά.
Άρθρο 183
Σύγκρουση αρμοδιοτήτων
Για την άρση της σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ πειθαρχικών συμβουλίων, αρμόδιο είναι για μεν τους δικαστικούς υπαλλήλους των γραμματειών πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου και, αν λειτουργούν περισσότερα ποινικά τμήματα, το πρώτο κατά σειρά αρίθμησης από αυτά, για δε τους υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων το τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των υπαλλήλων. Τα τμήματα αυτά επιλαμβάνονται ύστερα από αίτηση του οργάνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή του διωκομένου και εκδικάζουν την υπόθεση σε συμβούλιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 184
Διαδικασίες συλλογής αποδεικτικών στοιχείων
Αν υπάρχουν ενδείξεις ή πληροφορίες για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος από δικαστικό υπάλληλο, διενεργείται προκαταρκτική έρευνα ή ένορκη διοικητική εξέταση, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα.
Άρθρο 185
Προκαταρκτική έρευνα
1. Προκαταρκτική έρευνα είναι η άτυπη συλλογή και καταγραφή στοιχείων για να διαπιστωθεί η τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και οι συνθήκες τέλεσής του και διενεργείται είτε από το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο είτε με παραγγελία του από άλλο δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α’ τον οποίο ορίζει ο ίδιος.
2. Εκείνος που διενεργεί την προκαταρκτική έρευνα ζητεί έγγραφες ή προφορικές εξηγήσεις από τον δικαστικό υπάλληλο που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες ή τη διαβίβαση συναφών στοιχείων από κάθε αρχή, μεριμνά για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει μάρτυρες χωρίς όρκο, αν το κρίνει αναγκαίο. Ο καλούμενος να δώσει έγγραφες εξηγήσεις έχει δικαίωμα να λάβει προηγουμένως γνώση όλων των στοιχείων που τον αφορούν και να έχει τη συμπαράσταση δικηγόρου. Για την προκαταρκτική έρευνα συντάσσεται έκθεση, της οποίας το πόρισμα είναι αιτιολογημένο.
3. Αν, κατά την κρίση του δικαστικού λειτουργού που ασκεί την πειθαρχική δίωξη, η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση με ένορκη διοικητική εξέταση, αυτή διενεργείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 186.
Άρθρο 186
Ένορκη διοικητική εξέταση
1. Ένορκη διοικητική εξέταση ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος. Η εξέταση αυτή αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί.
2. Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται είτε από το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο είτε με παραγγελία του από δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α’, τον οποίο ορίζει το ίδιο. Το όργανο που διενεργεί την ένορκη διοικητική εξέταση δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από κάθε αρχή, φροντίζει για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει ενόρκως μάρτυρες, αν το κρίνει αναγκαίο.
3. Κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης, ο δικαστικός υπάλληλος που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα δικαιούται να ζητήσει εγγράφως την εξέταση έως τριών (3) μαρτύρων.
4. Αφού συγκεντρωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία, καλείται υποχρεωτικώς ο δικαστικός υπάλληλος που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, με κλήση που του επιδίδεται. Με την κλήση αυτή τάσσεται προθεσμία για την παροχή των εξηγήσεων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) και μεγαλύτερη από δέκα (10) ημέρες. Η μη προσέλευσή του ή η άρνησή του να εξεταστεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ένορκης διοικητικής εξέτασης. Κατά την παροχή των εξηγήσεων ο υπάλληλος δικαιούται να παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο.
5. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου πριν από την παροχή εξηγήσεων.
6. Η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται με αιτιολογημένη έκθεση του δικαστικού λειτουργού ή του δικαστικού υπαλλήλου που τη διενεργεί. Ο φάκελος που σχηματίζεται διαβιβάζεται αμέσως στο αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, αν έχει διενεργήσει άλλο την ένορκη διοικητική εξέταση.
Άρθρο 187
Θέση πειθαρχικής υπόθεσης στο αρχείο
1. Αν, ύστερα από τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δεν πιθανολογείται πράξη ή παράλειψη που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του κολασίμου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του αρμοδίου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, η οποία υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή στον Γενικό Επίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά περίπτωση.
2. Αν τα πρόσωπα στα οποία υποβάλλεται η πράξη αρχειοθέτησης σύμφωνα με την παρ. 1, κρίνουν ότι συντρέχει ανάγκη περαιτέρω έρευνας της υπόθεσης, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της πράξης παραγγέλλουν στο αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης όργανο να διενεργήσει κατά περίπτωση ένορκη διοικητική εξέταση ή συμπληρωματική ένορκη διοικητική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 186.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
Άρθρο 188
Πειθαρχική αγωγή
1. Το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, αν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής, συντάσσει πειθαρχική αγωγή και δίδει την παραγγελία για επίδοσή της στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο.
2. Η πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου και β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν το πειθαρχικό παράπτωμα και τις διατάξεις που το προβλέπουν.
3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο μονομελές πειθαρχικό όργανο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο, κατά την κρίση του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο.
Άρθρο 189
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης
1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται με την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής στο διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο.
2. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση στον προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, κατά περίπτωση, ανάλογα με το δικαστήριο, εισαγγελία ή υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί ο διωκόμενος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 190
Διαδικασία στα μονομελή πειθαρχικά όργανα
1. Το μονομελές πειθαρχικό όργανο, μόλις περιέλθουν σε αυτό η πειθαρχική αγωγή και ο πειθαρχικός φάκελος, επιμελείται για την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο και τον καλεί να απολογηθεί εγγράφως ή και προφορικώς μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στην κλήση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) ημέρες από την επίδοση της κλήσης. Η οριζόμενη προθεσμία μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση του διωκομένου έως πέντε (5) ημέρες. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του οργάνου αυτού, ο υπάλληλος δικαιούται να λαμβάνει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να παρίσταται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνηση του να απολογηθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας και την έκδοση οριστικής απόφασης.
2. Στις αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 202.
Άρθρο 191
Ορισμός εισηγητή στο πειθαρχικό συμβούλιο – Κλήση διωκομένου σε απολογία
1. Αν η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο πειθαρχικό συμβούλιο, ο πρόεδρός του ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η σχετική πράξη με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής επιδίδεται στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο.
2. Ο εισηγητής αντικαθίσταται, αν κωλύεται. Ο διωκόμενος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση της πράξης μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του εισηγητή. Στην περίπτωση αυτή, ο εισηγητής αντικαθίσταται, αν το πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του, δεχθεί το αίτημα. Αίτηση εξαίρεσης του εισηγητή που ορίστηκε σε αντικατάσταση εκείνου ο οποίος εξαιρέθηκε, δεν επιτρέπεται.
3. Ο εισηγητής καλεί τον διωκόμενο σε απολογία. Στην κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία, όχι μικρότερη από πέντε (5) ημέρες, που μπορεί, με αίτηση του διωκομένου, να παραταθεί για δέκα (10) ημέρες το πολύ. Κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κλήσης έως τη συζήτηση της υπόθεσης, ο διωκόμενος λογίζεται ότι είναι σε άδεια επί ένα δεκαήμερο, αν το δηλώσει εγγράφως στον προϊστάμενό του.
4. Ο διωκόμενος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφο των στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν. Η γνώση ή η χορήγηση αντιγράφων βεβαιώνεται με ειδική έκθεση, η οποία υπογράφεται από τον γραμματέα του πειθαρχικού συμβουλίου και τον διωκόμενο. Άρνηση του διωκομένου να υπογράψει βεβαιώνεται από τον γραμματέα στην έκθεση, που, στην περίπτωση αυτήν, υπογράφεται μόνο από αυτόν.
5. Η απολογία είναι πάντοτε έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή, ο οποίος χορηγεί έγγραφη απόδειξη παραλαβής ή κατατίθεται στον προϊστάμενο της υπηρεσίας του διωκομένου, ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στο αρμόδιο συμβούλιο ή αποστέλλεται στον εισηγητή με συστημένη επιστολή. Στην απολογία επισυνάπτονται όσα στοιχεία έχει στη διάθεσή του ο διωκόμενος, ο οποίος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή εύλογη προθεσμία για να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία. Στην απολογία μπορεί να προταθεί η εξέταση μαρτύρων που δεν υπερβαίνουν τους πέντε (5).
Άρθρο 192
Ανάκριση
1. Αν μετά την απολογία του διωκομένου δικαστικού υπαλλήλου τα στοιχεία του φακέλου κριθούν από τον πρόεδρο επαρκή για να εισαχθεί η υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, ενεργούνται όσα ορίζονται στα άρθρα 199 και επόμενα. Αν κριθούν ανεπαρκή, ο πρόεδρος διατάσσει τη διενέργεια ανάκρισης από τον εισηγητή της υπόθεσης.
2. Η ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών περιστατικών για τον σχηματισμό της κρίσης του πειθαρχικού συμβουλίου.
Άρθρο 193
Ανακριτικές πράξεις
1. Ανακριτικές πράξεις είναι: α) η εξέταση μαρτύρων, β) η εξέταση του διωκομένου, γ) η αυτοψία, δ) η πραγματογνωμοσύνη και ε) η αναζήτηση εγγράφων και άλλων στοιχείων. Για τις τέσσερις πρώτες από τις πράξεις αυτές συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από τον δικαστικό λειτουργό που διενεργεί την ανάκριση και τα πρόσωπα που συμπράττουν στην ανακριτική πράξη. Άρνηση των τελευταίων να υπογράψουν βεβαιώνεται στην έκθεση, η οποία στην περίπτωση αυτή υπογράφεται μόνο από τον δικαστικό λειτουργό που διενεργεί την ανάκριση.
2. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης θέμα που κατά τον νόμο καλύπτεται: α) από το απόρρητο της υπηρεσίας, εκτός αν συναινεί η αρμόδια αρχή και β) από το επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
3. Ο εισηγητής διενεργεί αυτοπροσώπως τις ανακριτικές πράξεις στην έδρα του. Αν πρόκειται να διενεργηθεί ανακριτική πράξη έξω από την έδρα του, ο εισηγητής μπορεί να παραγγείλει τη διενέργειά της από δικαστικό λειτουργό που υπηρετεί στην περιφέρεια, στην οποία πρόκειται να διενεργηθεί η πράξη.
4. Μετά το πέρας των ανακριτικών πράξεων ο διωκόμενος καλείται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου.
Άρθρο 194
Μάρτυρες
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 209 και επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, εκτός αν δηλώσουν ότι επιθυμούν να εξεταστούν στην έδρα του εισηγητή.
2. Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με τον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον δεύτερο βαθμό.
3. Η εξέταση μαρτύρων πέρα από εκείνους τους οποίους δικαιούται να προτείνει ο διωκόμενος, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 191, απόκειται στην κρίση του εισηγητή.
Άρθρο 195
Εξέταση διωκομένου
Κατά την ανάκριση εξετάζεται ανωμοτί ο διωκόμενος δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση, πριν από την εξέτασή του, των στοιχείων του φακέλου και να παρίσταται με δικηγόρο. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου να εξεταστεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανάκρισης.
Άρθρο 196
Αυτοψία
Η αυτοψία ενεργείται με την παρουσία γραμματέα, είτε από τον εισηγητή είτε, αν αυτός το προτείνει, από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για να διαπιστωθούν οι πραγματικές συνθήκες τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλα συναφή με αυτό στοιχεία. Η εξέταση δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων ή άλλων στοιχείων, που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή, ενεργείται στο γραφείο στο οποίο φυλάσσονται.
Άρθρο 197
Πραγματογνωμοσύνη
Ως πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί, από τον πίνακα του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό, μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης. Οι πραγματογνώμονες, πριν από τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, ορκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 194 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 198
Αναζήτηση εγγράφων και άλλων στοιχείων
1. Ο εισηγητής δικαιούται να ζητήσει από κάθε δημόσια αρχή την παροχή στοιχείων ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για θέματα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που τηρούνται στο αρχείο της.
2. Ο εισηγητής δικαιούται επίσης να ζητήσει έγγραφα και στοιχεία, τα οποία κατέχει ιδιώτης. Τα έγγραφα και στοιχεία αυτά επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο εισηγητής είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, να χορηγήσει ατελώς, εκτός από απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων, τα οποία παρέλαβε. Έγγραφα ή στοιχεία που είναι αναγκαία στον ιδιώτη για την εξυπηρέτηση υποθέσεών του, εξετάζονται στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται.
3. Η άρνηση παροχής στοιχείων σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού
Κώδικα.
Άρθρο 199
Ορισμός συνεδρίασης – Κλήση του διωκομένου μετά την ανάκριση
1. Μετά το τέλος της ανάκρισης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος, ο πρόεδρος του συμβουλίου, αφού λάβει τη δικογραφία, ορίζει με πράξη του ημερομηνία για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Η πράξη αυτή κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του συμβουλίου δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Η πράξη επιδίδεται και στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο με κλήση να προσέλθει για να λάβει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου και για να παραστεί κατά τη συζήτηση. Η κλήση επιδίδεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της συζήτησης. Η μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.
2. Ο διωκόμενος δικαιούται να ζητήσει την εξέταση έως πέντε (5) μαρτύρων, τους οποίους καλεί ο πρόεδρος ενώπιον του συμβουλίου. Ο πρόεδρος μπορεί αυτεπαγγέλτως να καλέσει και κάθε άλλον μάρτυρα τον οποίο κρίνει αναγκαίο.
Άρθρο 200
Διαδικασία στα πειθαρχικά συμβούλια
1. Η διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων είναι μυστική. Οι συνεδριάσεις των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων είναι δημόσιες, εφαρμοζομένης της παρ. 7 του άρθρου 89.
2. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παραστεί είτε αυτοπροσώπως είτε δια ή μετά πληρεξουσίου δικηγόρου.
3. Αν o διωκόμενος δικαστικός υπάλληλος δεν παραστεί, όπως προβλέπεται στην παρ. 2 κατά τη συζήτηση και δεν έχει κλητευθεί νομίμως ή αν δεν προσέλθει από ανυπέρβλητο κώλυμα, ορίζεται νέα ημερομηνία για συζήτηση. Το συμβούλιο μπορεί, και αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, να αναβάλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση λόγω της μη προσέλευσης του διωκομένου ή μάρτυρα του οποίου η εμφάνιση κρίνεται αναγκαία ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής, το συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του διωκομένου.
4. Ο διωκόμενος μπορεί, με έγγραφη αίτησή του, να ζητήσει την εξαίρεση μελών του πειθαρχικού συμβουλίου με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη, τακτικά και αναπληρωματικά, υπάρχει απαρτία. Η αίτηση αυτή που υποβάλλεται δύο (2) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο τους λόγους της εξαίρεσης και συνοδεύεται από τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Για την αίτηση εξαίρεσης το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίζει αιτιολογημένα, με συμμετοχή των νόμιμων αναπληρωτών των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Τα μέλη που εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά τους. Αν εξαιρεθεί το τακτικό και το αναπληρωματικό του μέλος, το συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη του εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπληρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα της συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή το συμβούλιο αποφασίζει αμέσως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως με τα υπόλοιπα μέλη του.
5. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εισηγητής διαβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανάκρισης, αν έχει διενεργηθεί. Στη συνέχεια καλούνται για εξέταση οι μάρτυρες και, αν πρόκειται για δικαστικά συμβούλια της παρ. 1 του άρθρου 88, δίνεται ο λόγος στους εκπροσώπους των δικαστικών υπαλλήλων. Ακολούθως ο διωκόμενος αναπτύσσει προφορικά την απολογία του και απαντά στα ερωτήματα των μελών του συμβουλίου. Τις απόψεις του αναπτύσσει και ο παριστάμενος δικηγόρος. Ο πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει στον διωκόμενο προθεσμία έως τριών (3) ημερών για την υποβολή υπομνήματος. Με το υπόμνημα δεν επιτρέπεται να προβάλλονται νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί.
6. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει την άδεια στα μέλη του συμβουλίου, στον διωκόμενο και στον παριστάμενο δικηγόρο του να υποβάλουν ερωτήσεις.
7. Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από τον γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρακτικό περιέχει σε συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, την άποψη των εκπροσώπων των δικαστικών υπαλλήλων, αν πρόκειται για δικαστικά συμβούλια της παρ. 1 του άρθρου 88, την προφορική απολογία του διωκομένου, καθώς και έκθεση για κάθε αξιόλογο γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση του διωκομένου, να διατάξει την αυτολεξεί καταχώριση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων που γίνονται κατά τη συνεδρίαση.
8. Το συμβούλιο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά στοιχεία. Αν κρίνει ότι αυτά είναι ανεπαρκή, μπορεί με απόφασή του, η οποία επιδίδεται στον διωκόμενο, να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Αν αποφασιστεί η διενέργεια αυτοψίας, αυτή διενεργείται από το συμβούλιο. Όταν συμπληρωθούν οι αποδείξεις σύμφωνα με όσα διατάσσονται με την απόφαση, επαναλαμβάνεται η κύρια διαδικασία.
9. Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται για κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύο γνώμες, με αποτέλεσμα να μην σχηματίζεται πλειοψηφία, τα μέλη που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για τον διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής, προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη.
10. Ο δικαστικός λειτουργός που άσκησε την πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο πειθαρχικό συμβούλιο που εκδικάζει το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
11. Η υπηρεσία του δικαστικού υπαλλήλου υποχρεούται να του χορηγεί ανάλογη άδεια για να προσέλθει ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου κατά την κρίση της υπόθεσής του.
12. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των δικαστικών πειθαρχικών συμβουλίων καλούνται υποχρεωτικά να παραστούν οι εκπρόσωποι των δικαστικών υπαλλήλων. Οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεγεί, να απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες και στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο και να διατυπώσουν τις απόψεις τους, οι οποίες καταχωρίζονται στο πρακτικό της παρ. 7. Οι εκπρόσωπο των δικαστικών υπαλλήλων αποχωρούν πριν από την έναρξη της διάσκεψης.
Άρθρο 201
Συνεκδίκαση και χωρισμός πειθαρχικών υποθέσεων
1. Τα πειθαρχικά συμβούλια μπορούν σε κάθε στάση της διαδικασίας να διατάξουν τη συνεκδίκαση ή τον χωρισμό περισσότερων πειθαρχικών υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν τους.
2. Σε περίπτωση συνεκδίκασης υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα διαφορετικών πειθαρχικών οργάνων, εφαρμόζεται το άρθρο 170.
Άρθρο 202
Απόφαση
1. Το σχέδιο της απόφασης συντάσσεται από τον εισηγητή και υπογράφεται από τον ίδιο και τον πρόεδρο. Το πρωτότυπο της απόφασης υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων δεν απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση. Οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση.
2. Η απόφαση περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο των εκπροσώπων των δικαστικών υπαλλήλων που παρέστησαν ή βεβαίωση του γεγονότος ότι κλήθηκαν νομίμως και δεν παρέστησαν, το ονοματεπώνυμο και τον βαθμό του διωκομένου, μνεία για την παράστασή του ή τη νόμιμη κλήτευσή του, το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό του δελτίου ταυτότητας του οικείου δικηγορικού συλλόγου του δικηγόρου που παραστάθηκε, περίληψη του αποδιδόμενου παραπτώματος και της απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του διωκομένου, αιτιολογικό ως προς τη διαπίστωση ή μη της τέλεσης του παραπτώματος και την επιμέτρηση της ποινής και διατακτικό. Καταχωρίζεται, επίσης, η γνώμη της μειοψηφίας.
3. Η οριστική απόφαση επιδίδεται, με επιμέλεια του γραμματέα, στον διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο, στον προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποίο υπηρετεί ο διωκόμενος, και σε όσους έχουν δικαίωμα έφεσης.
4. Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται.
Άρθρο 203
Τέλη και έξοδα πειθαρχικής διαδικασίας
Η πειθαρχική διαδικασία διενεργείται ατελώς. Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε σε βάρος του διωκομένου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 204
Έφεση κατά των αποφάσεων μονομελών πειθαρχικών οργάνων
1. Έφεση κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ασκούν:
α) Ο δικαστικός υπάλληλος κατά της απόφασης με την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία.
β) Το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κατά οποιασδήποτε απόφασης.
γ) Ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας, αντιστοίχως, κατά οποιασδήποτε απόφασης. Κατά των αποφάσεων των διευθυνόντων εφετεία ή εισαγγελίες εφετών ή προέδρων του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης των εφετείων και των εισαγγελιών τους αφενός και των διοικητικών εφετείων αφετέρου, έφεση ασκούν ο πρόεδρος του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντιστοίχως.
δ) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης κατά οποιασδήποτε απόφασης.
2. Η έφεση του δικαστικού υπαλλήλου ασκείται με κατάθεση στον γραμματέα του κατά το άρθρο 205 αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου ή στον γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ή σε ελληνική προξενική αρχή της αλλοδαπής. Η έφεση των προσώπων που αναφέρονται στις περ. β’ και γ’ της παρ. 1 ασκείται με κατάθεση ή αποστολή στον γραμματέα του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου. Ως προς την προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και το μεταβιβαστικό και ανασταλτικό αποτέλεσμά της εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 206.
Άρθρο 205
Αρμόδιο δευτεροβάθμιο όργανο
1. Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, η κατά το άρθρο 204 έφεση ασκείται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου εφετείου.
2. Η έφεση κατά της απόφασης διευθύνοντος ή προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης εφετείου, διοικητικού εφετείου ή εισαγγελίας εφετών ασκείται ενώπιον του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
3. Η έφεση κατά της απόφασης του Γενικού Επιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ασκείται ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
4. Η έφεση κατά της απόφασης των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ασκείται ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
Άρθρο 206
Έφεση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων
1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε έφεση.
2. Δικαίωμα έφεσης έχουν:
α) Ο δικαστικός υπάλληλος κατά απόφασης με την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία.
β) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κατά οποιασδήποτε απόφασης.
3. Η έφεση του δικαστικού υπαλλήλου ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την επίδοση σε αυτόν της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου ή την πλήρη γνώση αυτής από τον υπάλληλο και ασκείται με κατάθεση στον γραμματέα του συμβουλίου αυτού ή με αποστολή σε αυτόν με συστημένη επιστολή ή με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45), ή με ηλεκτρονικό μέσο, εφόσον φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (L 257). Η έφεση που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα και εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα και περιέχει και την έκθεση κατάθεσης. Η έφεση μπορεί επίσης να κατατεθεί στον γραμματέα του δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ή στον προϊστάμενο ελληνικής προξενικής αρχής της αλλοδαπής, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να την αποστείλουν, χωρίς καθυστέρηση, στον γραμματέα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η παραπάνω προθεσμία για την άσκηση της έφεσης παρεκτείνεται κατά ένα (1) μήνα για όσους διαμένουν στο εξωτερικό.
4. Η έφεση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση σε αυτούς της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοσή της, με κατάθεση στον γραμματέα του συμβουλίου αυτού ή με αποστολή με οποιοδήποτε μηχανικό μέσο, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ή με ηλεκτρονικό μέσο, εφόσον φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 910/2014. Η έφεση που έχει υποβληθεί με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται ότι κατατέθηκε, εφόσον επιστραφεί στον αποστολέα του εγγράφου από το δικαστήριο ηλεκτρονική απόδειξη που φέρει προηγμένη ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή σφραγίδα και εγκεκριμένη ηλεκτρονική χρονοσφραγίδα, και περιέχει και την έκθεση κατάθεσης.
5. Με την έφεση προβάλλονται επί ποινή απαραδέκτου λόγοι ορισμένοι, με τους οποίους προσδιορίζονται με σαφήνεια και πληρότητα συγκεκριμένες νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση.
6. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο κατά το άρθρο 88 αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του διωκομένου, αν έχει ασκηθεί έφεση μόνο υπέρ αυτού.
7. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης. Το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού.
Άρθρο 207
Διαδικασία στα δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια
Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων, τα δικαιώματα του διωκομένου, την έκδοση και επίδοση της απόφασης, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 200 έως 203.
Άρθρο 208
Επανάληψη πειθαρχικής δίκης
1. Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 171, μπορούν να ζητήσουν τα αρμόδια για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανα στην περ. α) της παραγράφου αυτής, ο δικαστικός υπάλληλος στις περ. β), γ) και δ) της ίδιας παραγράφου και ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις.
2. Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης απευθύνεται στο πειθαρχικό όργανο που είχε εκδώσει την απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση. Η αίτηση ασκείται μέσα σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε αμετάκλητη η δικαστική απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα ή αφότου αποκαλύφθηκαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία. Στην περ. δ) της παρ. 4 του άρθρου 171, η αίτηση ασκείται μέσα σε ένα (1) έτος, που αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 44 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως προς τη διαδικασία κατάθεσης και εξέτασης της αίτησης επανάληψης εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται για την έφεση.
3. Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης εξετάζεται από το όργανο που εξέδωσε την πειθαρχική απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση επανάληψης, το πειθαρχικό όργανο εξαφανίζει την πειθαρχική απόφαση και ερευνά κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
Άρθρο 209
Συνέπειες πειθαρχικών αποφάσεων
1. Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πειθαρχικών οργάνων εκτελούνται υποχρεωτικά από τις αρμόδιες Υπηρεσίες ως εξής:
α) Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές τις οποίες λαμβάνει ο δικαστικός υπάλληλος κατά τον χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Η εκτέλεση της απόφασης με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο γίνεται από το αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανο, το οποίο παρακρατεί το ποσό του προστίμου από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ή μετά την επίδοση της απόφασης που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό. Αν το ποσό αυτό είναι ανώτερο από το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου, η παρακράτηση γίνεται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, που ορίζονται με την απόφαση. Καμία δόση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου. Αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την υπηρεσία, τα ποσά που οφείλονται εισπράττονται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε.. Τα ποσά προστίμου περιέρχονται στο δημόσιο ταμείο. Αν ο δικαστικός υπάλληλος αποβιώσει, η οφειλή, κατά το ποσό που δεν έχει εισπραχθεί, διαγράφεται.
β) Αν επιβληθεί η ποινή της διακοπής του δικαιώματος για μισθολογική εξέλιξη και του δικαιώματος για προαγωγή, ο χρόνος της διακοπής υπολογίζεται από τον χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος αποκτά το δικαίωμα για μισθολογική εξέλιξη ή τα τυπικά προσόντα για προαγωγή.
γ) Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή ούτε συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής προϊσταμένου, πριν παρέλθει από την επιβολή της ποινής χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για προαγωγή.
δ) Η εκτέλεση της ποινής της προσωρινής παύσης αρχίζει την επόμενη ημέρα από την επίδοση της απόφασης του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου στον δικαστικό υπάλληλο ή την επομένη ημέρα από εκείνη από την οποία η απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού οργάνου έγινε τελεσίδικη. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής της προσωρινής παύσης, ο δικαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ούτε άλλη αρμοδιότητα ή καθήκον που έχει ανατεθεί σε αυτόν με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου.
ε) Αν επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, η υπαλληλική σχέση λύεται από την επίδοση στον δικαστικό υπάλληλο της σχετικής απόφασης του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου ή από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού οργάνου. Αν η απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου δεν επιδοθεί στον δικαστικό υπάλληλο που τιμωρήθηκε μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έκδοσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως την τριακοστή ημέρα.
2. Η παράλειψη εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 210
Ενέργειες μετά την τελεσιδικία
1. Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων και των πειθαρχικών συμβουλίων διαβιβάζονται, με τον σχετικό φάκελο, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο μεριμνά για την εκτέλεση των αποφάσεων και την αρχειοθέτηση των φακέλων. Αν η απόφαση αφορά σε υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο φάκελος διαβιβάζεται στην υπηρεσία διοικητικού του δικαστηρίου αυτού, η οποία μεριμνά για την εκτέλεση της απόφασης.
2. Οι πειθαρχικές αποφάσεις τίθενται στο κατά το άρθρο 130 προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή, αν πρόκειται για υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού.
Άρθρο 211
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών
1. Διαγράφονται από το προσωπικό μητρώο των δικαστικών υπαλλήλων και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελέσουν στοιχεία κρίσης τους:
α) η ποινή της επίπληξης μετά ένα (1) έτος, β) η ποινή του προστίμου μετά δύο (2) έτη, γ) οι ποινές της στέρησης του δικαιώματος για μισθολογική εξέλιξη, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού και της προσωρινής παύσης μετά πέντε (5) έτη, αν κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν έχει επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο οποιαδήποτε νέα πειθαρχική ποινή. Οι παραπάνω προθεσμίες αρχίζουν από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση επιβολής της ποινής έγινε τελεσίδικη. Αν μέσα στον παραπάνω χρόνο επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι’ αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται για την πρώτη.
2. Ποινές που δεν έχουν εκτελεστεί δεν διαγράφονται.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Άρθρο 212
Λόγοι λύσης της υπαλληλικής σχέσης
1. Η υπαλληλική σχέση του δικαστικού υπαλλήλου λύεται με τον θάνατο, την έκπτωση λόγω απώλειας ιθαγένειας, την αποδοχή της παραίτησης, την οριστική παύση και την απόλυση λόγω ορίου ηλικίας.
2. Οριστική παύση επιβάλλεται στις περιπτώσεις ποινικής καταδίκης, πειθαρχικού παραπτώματος, σωματικής και νοητικής αναπηρίας και ανυπαίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου, όπως ορίζεται στα άρθρα 215, 166 παρ. 2, 217 και 218, αντιστοίχως.
Άρθρο 213
Έκπτωση λόγω απώλειας ιθαγένειας
1. Αν ο δικαστικός υπάλληλος απωλέσει την ιθαγένεια, την οποία είχε κατά τον χρόνο διορισμού του, εκπίπτει αυτοδικαίως από την υπηρεσία από την ημερομηνία απώλειας της ιθαγένειας, εκτός εάν έχει άλλη ιθαγένεια, η οποία, κατά τον χρόνο απώλειας της πρώτης, επέτρεπε τον διορισμό σε θέση δικαστικού υπαλλήλου.
2. Για την έκπτωση εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 214
Παραίτηση
1. Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του δικαστικού υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως.
2. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην παραίτηση θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.
3. Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, αν κατά την υποβολή της έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα από εκείνα που αναφέρονται στις περ. α) και δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 ή πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή αν η ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της παραίτησης. Αν δεν εκδοθεί οριστική απόφαση από το πειθαρχικό συμβούλιο μέσα σε ένα (1) έτος από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα παραίτηση, εφόσον δεν εκκρεμεί ποινική δίωξη κατ’ αυτού για τα παραπάνω εγκλήματα.
4. Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραίτησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την παρ. 5.
5. Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αίτησης. Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται σύμφωνα με το άρθρο 220.
6. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που ρυθμίζουν την παραίτηση στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 110 του Κώδικα ή σε άλλες ειδικές περιπτώσεις, διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 215
Παύση λόγω ποινικής καταδίκης
1. Ο δικαστικός υπάλληλος παύεται οριστικά από την υπηρεσία αν καταδικαστεί με δικαστική απόφαση για τα αδικήματα και τις ποινές που προβλέπονται στις περ. α) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 7.
2. Η οριστική παύση επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή με την καταδικαστική απόφαση.
3. Αν το δικαστήριο παραλείψει να επιβάλει την οριστική παύση, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση αμέσως στο δικαστήριο, το οποίο έχει την υποχρέωση να συμπληρώσει την απόφαση με την επιβολή της παρεπόμενης ποινής.
4. Τα αποτελέσματα της οριστικής παύσης επέρχονται από την ημερομηνία, κατά την οποία καθίσταται αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Για την παύση εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 216
Επαναφορά στην υπηρεσία μετά την παύση
1. Ο δικαστικός υπάλληλος που παύθηκε από την υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 215 δεν επιτρέπεται να επανέλθει σε αυτήν σε περίπτωση αποκατάστασης, χάριτος ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο άρσης του αξιόποινου της πράξης ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης.
2. Κατ’ εξαίρεση, ο δικαστικός υπάλληλος που παύθηκε, επανέρχεται αν εκδοθεί κατά την παρ. 1 του άρθρου 47 του Συντάγματος προεδρικό διάταγμα, με το οποίο αίρονται οι συνέπειες της καταδίκης και ως προς την παύση. Επίσης, ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αν, κατόπιν αίτησής του για την επανάληψη ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα άρθρα 525 κι επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η οποία έγινε δεκτή:
α. αθωωθεί για τα αδικήματα που προβλέπονται στο άρθρο 215, ή
β. του επιβληθεί ποινή που δεν επισύρει την κατά το άρθρο 215 οριστική παύση, ή
γ. διαπιστωθεί ότι είναι αθώος για αδίκημα των περ. α) και δ) του άρθρου 7, για το οποίο είχε καταδικασθεί με την ακυρωθείσα ποινική απόφαση και παύσει οριστικά η ποινική δίωξη ή αυτή κηρυχθεί απαράδεκτη για οποιονδήποτε λόγο.
3. Στις παραπάνω περιπτώσεις ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται ύστερα από αίτησή του με τον βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που έφερε κατά την παύση.
4. Η επαναφορά είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία, αν η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος ή τη δημοσίευση της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου. Η πράξη επαναφοράς στην υπηρεσία εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, συστήνεται προσωποπαγής θέση με την πράξη της επαναφοράς και ο δικαστικός υπάλληλος καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί στον κλάδο του, οπότε καταργείται η προσωποπαγής θέση.
Άρθρο 217
Οριστική παύση λόγω σωματικής ή νοητικής αναπηρίας
1. Ο δικαστικός υπάλληλος παύεται οριστικώς με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από απόφαση του δικαστικού συμβουλίου, αν διαπιστωθεί, σύμφωνα με το άρθρο 106 και την παρ. 3 του άρθρου 159, σωματική ή νοητική αναπηρία του για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου.
2. Κατά της απόφασης για την οριστική παύση, σύμφωνα με την παρ. 1, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο. Η προθεσμία της προσφυγής και η άσκησή της δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Άρθρο 218
Οριστική παύση λόγω υπηρεσιακής
ανεπάρκειας χωρίς υπαιτιότητα
1. Δικαστικός υπάλληλος ο οποίος χωρίς υπαιτιότητά του επιδεικνύει ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του παύεται οριστικώς. Για την οριστική παύση απαιτείται αιτιολογημένη απόφαση του δικαστικού συμβουλίου, που εκδίδεται ύστερα από κλήση του δικαστικού υπαλλήλου για παροχή εξηγήσεων.
2. Κατά της απόφασης για την οριστική παύση, σύμφωνα με την παρ. 1, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο. Η προθεσμία της προσφυγής και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μετά την έκδοση απορριπτικής απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, ο δικαστικός υπάλληλος παύεται οριστικώς με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 219
Αυτοδίκαιη απόλυση λόγω ορίου ηλικίας
1. Ο δικαστικός υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του εξηκοστού εβδόμου (67ου) έτους της ηλικίας του.
2. Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή της παρ. 1, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης του δικαστικού υπαλλήλου.
3. Το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
4. Στους υπαλλήλους που αποχωρούν μετά από τριακονταετή τουλάχιστον ευδόκιμο παραμονή, απονέμεται η ευαρέσκεια της υπηρεσίας. Η ευαρέσκεια απονέμεται με την πράξη λύσης της υπαλληλικής σχέσης και περιλαμβάνεται στο κείμενο που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 220
Χρόνος λύσης της υπαλληλικής σχέσης
Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση, η υπαλληλική σχέση λύεται από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της σχετικής πράξης του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αν η πράξη αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως την επομένη ημέρα από την πάροδο το εικοσαήμερου.
ΜΕΡΟΣ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
Άρθρο 221
Προσωπικό που διατίθεται από άλλους φορείς
1. Όσοι απασχολούνται στους τομείς του άρθρου 18 κατ’ απόσπαση, τοποθέτηση, κατανομή ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο διάθεσης από τους φορείς ή τις υπηρεσίες στις οποίες ανήκουν οργανικά αλλά δεν έχουν την ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου ή του υπαλλήλου του άρθρου 224 αξιολογούνται, κατ’ έτος, και από τον διευθύνοντα το δικαστήριο, την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία όπου υπηρετούν, και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους του φορέα ή της υπηρεσίας στην οποία ανήκουν οργανικά. Προσφυγή κατά της έκθεσης αξιολόγησης ασκείται ενώπιον υπηρεσιακού συμβουλίου που συγκροτείται από τους τρεις (3) δικαστικούς λειτουργούς του οικείου πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του άρθρου 85.
2. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά υπαλλήλου της παρ. 1 είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή ο υπουργός στον οποίο υπάγεται η υπηρεσία στην οποία ανήκει οργανικά ο υπάλληλος, μετά από αναφορά του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία, όπου απασχολείται ο υπάλληλος. Σε περίπτωση που ο υπάλληλος της παρ. 1 ανήκει οργανικά σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, πειθαρχική δίωξη, κατά το πρώτο εδάφιο, μπορεί να ασκήσει ο κατά την παρ. 3 του άρθρου 118 του Υπαλληλικού Κώδικα πειθαρχικός προϊστάμενος. Σε κάθε περίπτωση, τα αρμόδια όργανα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας μπορούν να ασκήσουν ή να διατάξουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του υπαλλήλου αυτού, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου.
3. Το πειθαρχικό συμβούλιο του οικείου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που επιλαμβάνεται της κατά την παρ. 2 πειθαρχικής δίωξης συγκροτείται, όπως ορίζεται στην παρ. 1. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου που ισχύουν για τους υπαλλήλους του φορέα ή της υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά ο υπάλληλος.
4. Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου της παρ. 2, ο υπάλληλος, ανάλογα με την οργανική του σχέση, έχει δικαίωμα να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται.
5. Ειδικώς για τους αστυνομικούς που με απόφαση του αρμόδιου οργάνου τοποθετούνται ως σκοποί στους τομείς του άρθρου 18, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία μπορεί οποτεδήποτε, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας, να ζητήσει την αντικατάστασή τους από το αρμόδιο όργανο. Η αντικατάσταση υλοποιείται άμεσα.
Άρθρο 222
Γνωμοδότηση για την έκδοση διοικητικών πράξεων
Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται γνώμη της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδας (Ο.Δ.Υ.Ε.) ή του Συλλόγου Υπαλλήλων Ελεγκτικού Συνεδρίου για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων ή άλλων διοικητικών πράξεων που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα, αυτή υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς τη γνώμη αυτή.
Άρθρο 223
Προσωπικό με σύμβαση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου
1. Εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του Κώδικα οι προϊστάμενοι των διευθύνσεων προσωπικού των δικαστηρίων, εισαγγελιών και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, και, όπου δεν υπάρχουν, οι προϊστάμενοι των διευθύνσεων, καλούν, με απόδειξη, κατά τον λόγο της αρμοδιότητάς τους, τους υπαλλήλους που υπηρετούν επί δύο (2) τουλάχιστον έτη με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου να λάβουν γνώση των υπηρεσιακών τους φακέλων και να υποβάλουν οποιοδήποτε πρόσθετο στοιχείο θεωρούν πρόσφορο, καθώς και υπόμνημα, προκειμένου να κριθούν για μονιμοποίηση. Κάθε υπάλληλος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα αυτά εντός τριάντα (30) ημερών από την κλήση του. Μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας ο προϊστάμενος αποστέλλει αμέσως στο αρμόδιο για τη μονιμοποίηση των δικαστικών υπαλλήλων πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο τον πλήρη υπηρεσιακό φάκελο του υπαλλήλου και τα υποβληθέντα από αυτόν στοιχεία.
2. Με την περιέλευση του φακέλου στο δικαστικό συμβούλιο ο πρόεδρος αυτού ορίζει με πράξη του μέλος του συμβουλίου ως εισηγητή, καθώς και τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της συνεδρίασης. Η πράξη κοινοποιείται, με απόδειξη, στον κρινόμενο τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Στην αρχή της συνεδρίασης, η οποία δεν είναι δημόσια, ο εισηγητής ενημερώνει τα λοιπά μέλη για τα κρίσιμα στοιχεία του φακέλου και στη συνέχεια καλείται ο κρινόμενος σε συνέντευξη, η οποία έχει ως σκοπό να συμβάλει στη διαμόρφωση της γνώμης των μελών του συμβουλίου για την προσωπικότητά του, την ικανότητα και τη διάθεσή του να ανταποκριθεί στα καθήκοντα μόνιμου δικαστικού υπαλλήλου. Για τη συνέντευξη συντάσσεται συνοπτικό πρακτικό. Μετά τη συνέντευξη ο υπάλληλος αποχωρεί και το συμβούλιο αποφασίζει για τη μονιμοποίησή του.
3. Το δικαστικό συμβούλιο, για τη μονιμοποίηση ή μη του υπαλλήλου και, σε καταφατική περίπτωση, για την τοποθέτησή του, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, η οποία κοινοποιείται, με απόδειξη, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοσή της, με επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου, στους δικαιούμενους να ασκήσουν προσφυγή σύμφωνα με την παρ. 4. Η απόφαση δεν απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.
4. Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου για τη μονιμοποίηση των δικαστικών υπαλλήλων δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίησή της. Η προσφυγή κατατίθεται στη γραμματεία του συμβουλίου που εξέδωσε την απόφαση. Δικαίωμα προσφυγής έχουν ο κριθείς, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και επιπλέον: α) για τον τομέα υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, β) για τον τομέα υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, γ) για τον τομέα των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας σε αυτό, αντίστοιχα και δ) για τον τομέα υπαλλήλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο Γενικός Επίτροπος. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων συμβουλίων που δεν προσβλήθηκαν εμπροθέσμως κατά τα ανωτέρω δεν προσβάλλονται με ένδικα μέσα.
5. Ο γραμματέας του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου διαβιβάζει αμέσως την προσφυγή, συνοδευόμενη από τα στοιχεία του φακέλου, στη γραμματεία του αρμόδιου δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος αυτού ορίζει με πράξη του μέλος του συμβουλίου ως εισηγητή, καθώς και τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της συνεδρίασης. Η πράξη κοινοποιείται, με απόδειξη, στον υπάλληλο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Εάν η προσφυγή δεν ασκήθηκε από τον υπάλληλο, του κοινοποιείται μαζί με την πράξη του Προέδρου τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να μελετήσει τον φάκελο και να λάβει αντίγραφα των στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν. Οφείλει να παραστεί στη συνεδρίαση αυτοπροσώπως και δικαιούται να έχει τη συμπαράσταση δικηγόρου. Στην αρχή της συνεδρίασης, η οποία είναι δημόσια, εφαρμοζομένης της παρ. 7 του άρθρου 89, ο πρόεδρος δίνει τον λόγο στον εισηγητή, ο οποίος επισημαίνει συνοπτικά τα κρίσιμα στοιχεία και τα ζητήματα που ενδεχομένως αναφύονται, χωρίς να εκφέρει γνώμη υπέρ ή κατά της μονιμοποίησης του υπαλλήλου. Στη συνέχεια αυτός δικαιούται να αναπτύξει προφορικά τις απόψεις του είτε αυτοπροσώπως είτε διά του δικηγόρου του. Κατόπιν τα μέλη του συμβουλίου του θέτουν ερωτήσεις. Ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλλει υπομνήματα πριν από τη συνεδρίαση, καθώς και μετά από αυτήν εντός της προθεσμίας που θα του χορηγήσει ο πρόεδρος. Το Συμβούλιο αποφαίνεται, με διάσκεψη, η οποία δεν είναι δημόσια, επί των προσφυγών κατά τον νόμο και την ουσία. Οι αποφάσεις του απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση και δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.
6. Οι υπάλληλοι που κρίθηκαν αμετακλήτως κατάλληλοι για μονιμοποίηση διορίζονται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην οργανική θέση που δέσμευαν ή στην προσωποπαγή θέση την οποία κατείχαν και η οποία μετατρέπεται σε θέση μόνιμου δικαστικού υπαλλήλου.
7. Με τη μονιμοποίηση δεν μεταβάλλονται η βαθμολογική κατάταξη του υπαλλήλου και ο πλεονάζων στον βαθμό χρόνος.
8. Οι αποφάσεις των δευτεροβάθμιων δικαστικών συμβουλίων με τις οποίες υπάλληλοι κρίνονται μη μονιμοποιητέοι και οι ομοίου περιεχομένου αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών συμβουλίων που κατέστησαν αμετάκλητες λόγω μη άσκησης προσφυγής, συνοδευόμενες από βεβαίωση του γραμματέα του συμβουλίου περί του αμετακλήτου, αποστέλλονται αμέσως στον Υπουργό Εσωτερικών. Με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εντός μηνός από την περιέλευση σε αυτόν της απόφασης του δικαστικού συμβουλίου, οι υπάλληλοι που κρίθηκαν αμετακλήτως μη μονιμοποιητέοι μεταφέρονται, χωρίς άλλη διαδικασία, σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου εφόσον ανήκουν στη Γενική Κυβέρνηση, όπως εκάστοτε οριοθετείται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης.
Άρθρο 224
Μεταβατική διάταξη για τις αποσπάσεις
Το άρθρο 156 δεν καταλαμβάνει υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα αποσπάσεις.
Άρθρο 225
Μεταβατική διάταξη για τους κλάδους του Ελεγκτικού Συνεδρίου
1. Ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που προβλέπονται από την παρ. 1 του άρθρου 18 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013 (Α’ 52) Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο και την περ. δ’ της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4509/2017 (Α’ 201), διατηρείται σε ισχύ. Επίσης, διατηρείται σε ισχύ η υποπερ. α) της περ. Α. της παρ. 1 του ιδίου ως άνω άρθρου 18. Συνιστώνται, επιπλέον των ανωτέρω οργανικών θέσεων, δύο (2) θέσεις του Κλάδου ΠΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων, καθώς και μία (1) του Κλάδου ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων.
2. Η κατανομή των οργανικών θέσεων των λοιπών κλάδων, όπως προβλέπονται από το άρθρο 21 του παρόντος, εκτός της υποπερ. α) της περ. Α. της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 4129/2013, διενεργείται με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ύστερα από γνώμη του Προέδρου αυτού.
3. Με πράξη του Επιτρόπου της αρμόδιας για το προσωπικό υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα και έχουν τα τυπικά προσόντα των κλάδων που προβλέπονται στο άρθρο 22, εντάσσονται στους αντίστοιχους κλάδους, ύστερα από την ανακατανομή των ως άνω οργανικών θέσεων.
4. Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, όσοι δικαστικοί υπάλληλοι υπηρετούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη δημοσίευση του παρόντος και τα πτυχία τους δεν μπορούν να αντιστοιχηθούν σε έναν από τους κλάδους της παρ. 2 του άρθρου 21, μετατάσσονται σε συναφείς με την ειδικότητά τους κλάδους και αν δεν υπάρχουν συναφείς, μετατάσσονται για την κατηγορία ΠΕ στον κλάδο ΠΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης και για την κατηγορία ΤΕ στον κλάδο ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης.
5. Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τη δημοσίευση του Κώδικα και έχουν τα τυπικά προσόντα κατηγορίας ανώτερης από αυτήν στην οποία διορίστηκαν τα οποία δεν προβλέπονται για κανέναν κλάδο δικαστικών υπαλλήλων, μετατάσσονται σε παρεμφερείς ή συναφείς κλάδους και αν δεν υπάρχουν συναφείς, μετατάσσονται για την κατηγορία ΠΕ στον κλάδο ΠΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης και για την κατηγορία ΤΕ στον κλάδο ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης.
6. Έως τη μετάταξή τους οι υπάλληλοι των παρ. 4 και 5 εξακολουθούν να κατέχουν τις θέσεις των κλάδων από όπου προέρχονται, οι οποίοι (κλάδοι) καταργούνται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μετάταξης.
7. Τριάντα (30) από τις οργανικές θέσεις των υφισταμένων κατά τη δημοσίευση του παρόντος θέσεων κατηγορίας ΔΕ, Κλάδου Δικαστικών Υπαλλήλων – ΔΕ Γραμματέων, μεταφέρονται στην κατηγορία ΤΕ, κλάδο ΤΕ Δημοσιονομικού Ελέγχου – Διοικητικής Υποστήριξης και δύο (2) από τις ως άνω θέσεις μεταφέρονται στην κατηγορία ΥΕ, κλάδο Φυλάκων-Νυχτοφυλάκων, με ταυτόχρονη μείωση των θέσεων του Κλάδου ΔΕ Γραμματέων κατά τριάντα δύο (32).
8. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους μετάταξη διενεργείται ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται από τους ενδιαφερόμενους εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για τους ήδη υπηρετούντες δόκιμους υπαλλήλους η προθεσμία αυτή αρχίζει από τη μονιμοποίησή τους.
9. Δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο και φοιτούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος σε σχολή ή τμήμα τα πτυχία των οποίων δεν αποτελούν τυπικό προσόν διορισμού, σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 22, δικαιούνται μετά την αποφοίτησή τους να ζητήσουν τη μετάταξή τους, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 5.
Άρθρο 226
Μετάταξη υπαλλήλων στο Ελεγκτικό Συνέδριο
1. Η πλήρωση κενών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιτρέπεται να γίνεται με μετάταξη μόνιμων υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, του Μητρώου Φορέων Γενικής Κυβέρνησης.
2. Προκειμένου να μεταταγεί ο υπάλληλος, απαιτείται να έχει τα προσόντα και να μην έχει τα κωλύματα που προβλέπονται για τους δικαστικούς υπαλλήλους, καθώς και τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για τη συγκεκριμένη θέση και να έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία από τον διορισμό του.
3. Για τη μετάταξη απαιτούνται αίτηση του υπαλλήλου και σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου του φορέα στον οποίο υπηρετεί.
4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης εκδίδει δύο (2) φορές κατ’ έτος πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για μετάταξη υπαλλήλων στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μετά από πρόταση του προέδρου του, για την πλήρωση συγκεκριμένων θέσεων. Η πρόσκληση δημοσιεύεται στις ιστοσελίδες: α) του Υπουργείου Δικαιοσύνης, β) του Υπουργείου Εσωτερικών γ) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δ) του προγράμματος Διαύγεια. Στην πρόσκληση ορίζονται οι προς πλήρωση θέσεις με προσδιορισμό του κλάδου, της κατηγορίας και της περιφερειακής ενότητας στην οποία εδρεύει η υπηρεσία Επιτρόπου καθεμιάς από αυτές, τα απαιτούμενα κατά τον νόμο τυπικά προσόντα, στα οποία μπορεί να προστίθενται και άλλα, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η προθεσμία υποβολής της αίτησης του υπαλλήλου και των δικαιολογητικών, η υπηρεσία στην οποία κατατίθενται και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
5. Οι αιτήσεις εισάγονται στο πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο συνεκτιμά τη συνάφεια των τυπικών προσόντων και της εμπειρίας των υποψηφίων με τις αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την υπηρεσιακή τους απόδοση, τον χρόνο συνολικής υπηρεσίας στον βαθμό και τον κλάδο και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού τους μητρώου και επιλέγει τους καταλληλότερους με αιτιολογημένη απόφασή του. Καταρτίζει πίνακες επιλεγέντων, επιλαχόντων και μη εχόντων τα τυπικά προσόντα, οι οποίοι αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
6. Οι μη επιλεγέντες έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση των στοιχείων της διαδικασίας επιλογής, καθώς και αντίγραφα των σχετικών εγγράφων και να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου εντός τριάντα (30) ημερών από την ανάρτηση των πινάκων της παρ. 5. Ο γραμματέας του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου διαβιβάζει αμέσως την προσφυγή, συνοδευόμενη από τα στοιχεία του φακέλου, στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου. Ο πρόεδρος αυτού ορίζει με πράξη του μέλος του συμβουλίου ως εισηγητή, καθώς και τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα της συνεδρίασης. Η πράξη κοινοποιείται, με απόδειξη, στον υπάλληλο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Ο εισηγητής μεριμνά για την κοινοποίηση της προσφυγής και της πράξης του προέδρου τουλάχιστον είκοσι πέντε (25) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση σε όσους υπαλλήλους έχουν δικαίωμα παρέμβασης υπέρ του κύρους της απόφασης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου. Η παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί έως δέκα (10) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Ο προσφεύγων και οι παρεμβαίνοντες έχουν δικαίωμα να μελετήσουν τον φάκελο, να λάβουν αντίγραφα των στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν και να υποβάλουν υπομνήματα έως τρεις (3) ημέρες πριν από τη συνεδρίαση. Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται κατά τη συνεδρίαση, να αναπτύσσουν προφορικά τις απόψεις τους είτε αυτοπροσώπως είτε μετά ή διά δικηγόρου και να καταθέτουν υπομνήματα εντός της προθεσμίας που τους χορηγει ο πρόεδρος. Το συμβούλιο, αν δεχθεί την προσφυγή, αποφασίζει οριστικά επί της ουσίας. Οι αποφάσεις του, όπως και οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου που δεν προσβλήθηκαν με προσφυγή, δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα.
7. Η μετάταξη διενεργείται, μετά από σύμφωνη γνώμη του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου που είτε δεν προσβλήθηκε με προσφυγή είτε αυτή απορρίφθηκε ή του δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου, με κοινή απόφαση των αρμοδίων οργάνων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της κατά περίπτωση υπηρεσίας προέλευσης, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
8. Θέσεις για τις οποίες εκδόθηκε προκήρυξη πλήρωσής τους με διορισμό δεν καλύπτονται με μετάταξη.
9. Οι μεταταγέντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο υπάλληλοι απαιτείται, για να καταλάβουν θέση προϊσταμένου τμήματος, να υπηρετήσουν επί πέντε (5) έτη στο Ελεγκτικό Συνέδριο και για να καταλάβουν θέση επιτρόπου να υπηρετήσουν επί τρία (3) έτη σε θέση προϊσταμένου τμήματος και να έχουν συνολική δημόσια υπηρεσία τουλάχιστον δεκαοκτώ (18) ετών.
Άρθρο 227
Μεταβατική διάταξη για τους δικαστικούς υπαλλήλους του τομέα ε’ του άρθρου 16 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000)
1. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας κατάργησης των έμμισθων υποθηκοφυλακείων και των κτηματολογικών γραφείων, όπως ορίζεται στα άρθρα 1 και 20 του
ν. 4512/2018 (Α’ 5), οι δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν σε αυτά διέπονται από τον ν. 2812/2000 (Α’ 67) για όσα ζητήματα υπηρεσιακής κατάστασης δεν ρυθμίζονται από τον ν. 4512/2018.
2. Οι υπάλληλοι που μετατάσσονται σε κλάδο δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 4512/2018, από την ημερομηνία ενεργοποίησης της μετάταξής τους, διέπονται από τον παρόντα. Οι υπάλληλοι που μετατάσσονται σε άλλες υπηρεσίες, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, από την ημερομηνία ενεργοποίησης της μετάταξής τους, διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α’ 26).
Άρθρο 228
Μεταβατική διάταξη για την επιλογή προϊσταμένων
1. Εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος, ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει στον Πρόεδρο του ΕΚΔΔΑ το αίτημα περί κίνησης της διαδικασίας για τη διεξαγωγή του σεμιναρίου που προβλέπεται στο άρθρο 145 του Κώδικα. Το ΕΚΔΔΑ/ΙΝΕΠ ολοκληρώνει τη διαδικασία του σεμιναρίου, με την αποστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της βαθμολογίας των υπαλλήλων που θα έχουν μετάσχει, το συντομότερο και, πάντως, εντός δεκαπέντε (15) μηνών από την περιέλευση σε αυτό του αιτήματος του Υπουργού.
2. Εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει στον Πρόεδρο του ΑΣΕΠ το αίτημα περί κίνησης της διαδικασίας για τη διεξαγωγή του γραπτού διαγωνισμού που προβλέπεται στο άρθρο 145 του Κώδικα. Το ΑΣΕΠ ολοκληρώνει τη διαδικασία της γραπτής εξέτασης, με την αποστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της βαθμολογίας των υπαλλήλων που θα έχουν μετάσχει, το συντομότερο και, πάντως, εντός εννέα (9) μηνών από την περιέλευση σε αυτό του αιτήματος του Υπουργού.
3. Μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2, η επιλογή προϊσταμένων δεν γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 145, αλλά κατά τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 72 του ν. 2812/2000.
4. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση κατά την εκτέλεση του καθήκοντος υπαλλήλου στο πλαίσιο των διαδικασιών των παρ. 1 και 2 συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 229
Μεταβατική διάταξη για τα δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια
1. Έως τη συγκρότηση των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων κατά το άρθρο 85, εξακολουθούν να λειτουργούν τα υφιστάμενα μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Έως την έκδοση της υπουργικής απόφασης που προβλέπεται από την παρ. 13 του άρθρου 86, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 230
Μεταβατική διάταξη για κώλυμα διορισμού, ανάκληση διορισμού και αναδιορισμό
1.Το άρθρο 16 εφαρμόζεται και για τους διορισμούς δικαστικών υπαλλήλων που έγιναν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Το άρθρο 17 εφαρμόζεται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους που εξήλθαν της υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 231
Θητεία υπηρετούντων προϊσταμένων
Οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος προϊστάμενοι γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων, τμημάτων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας για την οποία έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 232
Πειθαρχικές διατάξεις
1. Για τη δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων που έχουν τελεστεί πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, εφόσον δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά την ημερομηνία αυτή, εφαρμόζονται οι διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις του παρόντος.
2. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία κατά τη δημοσίευση του παρόντος έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη χωρίς να έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, εφαρμόζονται οι ευμενέστερες ουσιαστικές διατάξεις. Ως προς τα θέματα διαδικασίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος και οι σχετικές δίκες μεταβιβάζονται στα όργανα που προβλέπονται από τον παρόντα.
3. Το επιτρεπτό της προσβολής σε δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο των αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευση του παρόντος κρίνεται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις. Στις υποθέσεις στις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος εκκρεμεί έφεση που έχει ασκηθεί παραδεκτώς σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, εφαρμόζονται εφεξής οι διαδικαστικές διατάξεις του παρόντος.
4. Για την παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων που έχουν τελεστεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτού, αν είναι ευνοϊκότερες.
Άρθρο 233
Έκδοση κανονιστικών πράξεων
Μέχρι την έκδοση των κανονιστικών προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται από τον παρόντα, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευσή του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Άρθρο 234
Κατάργηση διατάξεων
1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 227 έως 230, από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται ο ν. 2812/2000 (Α’ 67).
2. Κάθε διάταξη γενική ή ειδική που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν, δεν εφαρμόζεται στους δικαστικούς υπαλλήλους.
3. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο ν. 2812/2000 και ο Κώδικας που κυρώθηκε με αυτόν, νοούνται εφεξής ο παρών Κώδικας και ο κυρωτικός του νόμος.
ΜΕΡΟΣ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 235
Διαγωνισμός υποψήφιων δικηγόρων
Ο διαγωνισμός υποψήφιων δικηγόρων Α’ και Β’ εξεταστικής περιόδου 2021 δύναται, κατ’ εξαίρεση, να διενεργηθεί είτε προφορικά είτε γραπτά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται τα ισχύοντα υγειονομικά μέτρα και περιορισμοί. Ο ως άνω διαγωνισμός δύναται να διενεργηθεί και εξ αποστάσεως μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ή άλλης διαδικτυακής εφαρμογής, υπό την προϋπόθεση ότι διασφαλίζονται η ταυτοποίηση/πιστοποίηση των υποψηφίων και η δυνατότητα επιτήρησής τους.
Με απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας, καθορίζονται ο ακριβής χρόνος διενέργειας του διαγωνισμού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, τεχνικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα, για τη διενέργεια του διαγωνισμού, κατά παρέκκλιση των άρθρων 18 επ. του Κώδικα Δικηγόρων.
Άρθρο 236
Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες – Τροποποίηση του άρθρου 47 του ν. 4557/2018
Η παρ. 5 του άρθρου 47 του ν. 4557/2018 (Α’ 139) αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία ή επί τιμή, με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Ο εν ενεργεία ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μετά από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, και διορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Ο επί τιμή ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης ύστερα από πρόταση του τελευταίου και γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής για την καταλληλότητα του προτεινομένου προσώπου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης.».
Άρθρο 237
Επαναπροσδιορισμός υποθέσεων του ν. 3869/2010
Αιτήσεις ρύθμισης οφειλών του ν. 3869/2010 (Α’ 130), που εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό, ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης του εισαγωγικού δικογράφου, και η συζήτηση των οποίων ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου και έχει οριστεί νέα ημέρα και ώρα συζήτησης μετά τις 30.6.2021, εισάγονται προς συζήτηση υποχρεωτικά και αποκλειστικά σύμφωνα με τα άρθρα 4Α έως 4Κ του ν. 3869/2010. Η αίτηση επαναπροσδιορισμού του παρόντος υποβάλλεται έως και τις 15.7.2021.
Άρθρο 238
Μετατάξεις πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων στα δικαστήρια
Στο άρθρο 3 του ν. 4440/2016 (Α’ 224) προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. Ειδικά για τα δικαστήρια, τις εισαγγελίες και τις γενικές επιτροπείες της χώρας επιτρέπεται αποκλειστικά η μετάταξη των υπαλλήλων που ανήκουν οργανικά στους φορείς της παρ. 1, μέσω των διαδικασιών των κύκλων του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας. Αρμόδιο όργανο της κατά το άρθρο 7 αξιολόγησης των υποψηφίων είναι το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο των ως άνω φορέων υποδοχής. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης και την επιλογή όσων υποψηφίων πληρούν τα απαιτούμενα προσόντα για την πλήρωση των οικείων θέσεων μόνιμων δικαστικών υπαλλήλων κατά τη διαδικασία του άρθρου 223 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκδίδει πράξη μετάταξης των υπαλλήλων που έχουν επιλεχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Μετά τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η πράξη μετάταξης κοινοποιείται αμελλητί στην υπηρεσία προέλευσης του υπαλλήλου, καθώς και στον ίδιο, ο οποίος υποχρεούται να αναλάβει υπηρεσία στη νέα του θέση το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από την πιο πάνω κοινοποίηση.».
Άρθρο 239
Καθορισμός αριθμού εισακτέων – Τροποποίηση του άρθρου 13Δ του ν. 4186/2013
Στο δεύτερο εδάφιο της περ. θ’ της παρ. 1 του άρθρου 13Δ του ν. 4186/2013 (Α’ 193) η λέξη «Απριλίου» αντικαθίσταται από τη λέξη «Μαΐου» και η περ. θ’ διαμορφώνεται ως εξής:
«θ) Ο καθορισμός του αριθμού εισακτέων ανά σχολή, τμήμα ή εισαγωγική κατεύθυνση των Α.Ε.Ι., των Α.Ε.Α. και των Α.Σ.Τ.Ε.. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου εκδίδεται έως τις 15 Μαΐου κάθε έτους, ύστερα από γνώμη των σχολών, τμημάτων ή εισαγωγικών κατευθύνσεων και ισχύει για τις πανελλαδικές εξετάσεις του ίδιου σχολικού έτους. Στις περιπτώσεις των εισαγωγικών κατευθύνσεων, η γνώμη υποβάλλεται από το τμήμα, στο οποίο αυτές υπάγονται.».
Άρθρο 240
Αρμοδιότητες πρυτανικού συμβουλίου – Τροποποίηση των άρθρων 12, 15, 16, 17 και 55 του ν. 4777/2021
1. Στις παρ. 4 και 7 του άρθρου 12, στην παρ. 3 του άρθρου 17 και στην παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 4777/2021 (Α’ 25), όπου αναφέρεται η φράση «με απόφαση της συγκλήτου», αντικαθίσταται από τη φράση «με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου».
2. α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4777/2021 αντικαθίσταται και η παράγραφος διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η Ε.Α.Π. συγκροτείται με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου και κοινοποιείται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η απόφαση του πρώτου εδαφίου εξαιρείται της υποχρεωτικής δημοσίευσης στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» και τηρείται στο αρχείο του Α.Ε.Ι. υπό την ευθύνη του πρύτανη ή του αρμόδιου αντιπρύτανη.».
β) Οι Επιτροπές Ασφάλειας και Προστασίας των Α.Ε.Ι. που έχουν συγκροτηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος είναι νόμιμες.
3. Η παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 4777/2021 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Εάν δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης στους εξωτερικούς χώρους του Α.Ε.Ι. με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου του Α.Ε.Ι., το σύστημα ελεγχόμενης πρόσβασης εφαρμόζεται υποχρεωτικά στους εσωτερικούς χώρους του, όπως κτίρια και υποδομές.»
4. Η παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4777/2021 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου, η οποία κοινοποιείται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, συγκροτείται η Ε.Α.Π. του άρθρου 15 σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου.».
5. Η παρ. 5 του άρθρου 17 του ν. 4777/2021 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου του Α.Ε.Ι. διαπιστώνεται η μη δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος ελεγχόμενης πρόσβασης στους εξωτερικούς χώρους του Α.Ε.Ι. σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16 για την εφαρμογή της ίδιας διάταξης.».
Άρθρο 241
Εφημερίες στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία
Στις κατηγορίες επιστημονικού προσωπικού που δύναται να εφημερεύουν στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία Αρεταίειο και Αιγινήτειο συμπεριλαμβάνονται και τα μέλη Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.), τα μέλη Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και οι ακαδημαϊκοί υπότροφοι που υπηρετούν στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία Αρεταίειο και Αιγινήτειο. Eπιτρέπεται η συμμετοχή στο πρόγραμμα εφημεριών των ιατρών, οδοντιάτρων, νοσηλευτών, φαρμακοποιών, χημικών, βιοχημικών, κλινικών χημικών, βιολόγων, φυσικών νοσοκομείων – ακτινοφυσικών και ψυχολόγων που υπηρετούν στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία, σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Η αμοιβή των εφημεριών των ιατρών, οδοντιάτρων, καθώς και των μελών Δ.Ε.Π. των Πανεπιστημίων καταβάλλεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υγείας ορίζονται το ύψος της αμοιβής των λοιπών ανωτέρω κατηγοριών επιστημονικού προσωπικού για τις εφημερίες τους στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία, καθώς και κάθε ζήτημα συναφές με την αμοιβή των εφημεριών τους.
Άρθρο 242
Ρυθμίσεις για την πραγματοποίηση ή ολοκλήρωση πρακτικών, κλινικών ή εργαστηριακών ασκήσεων
1. Ο μέγιστος αριθμός των εξαμήνων φοίτησης που τίθεται ως προϋπόθεση προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να λάβουν πτυχίο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης προπτυχιακοί φοιτητές τμημάτων ΤΕΙ, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 11, την παρ. 5 του άρθρου 21, την παρ. 5 του άρθρου 31, την παρ. 5 του άρθρου 43 και την παρ. 5 του άρθρου 53 του ν. 4610/2019 (Α’ 70), την παρ. 5 του άρθρου 5 και την παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 4559/2018 (Α’ 142), την παρ. 5 του άρθρου 6 και την παρ. 5 του άρθρου 12 του ν. 4589/2019 (Α’ 13), προσαυξάνεται, σε περίπτωση που στο ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών των Τμημάτων Τ.Ε.Ι. περιλαμβάνεται κλινική, πρακτική ή εργαστηριακή άσκηση, η πραγματοποίηση ή ολοκλήρωση των οποίων δεν κατέστη δυνατή μετά τη θέση σε εφαρμογή των διατάξεων περί λήψης μέτρων για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.
2. Τα σύμφωνα με την παρ. 1 εξάμηνα φοίτησης προσαυξάνονται για χρονικό διάστημα ίσο με τον χρόνο που απαιτείται για την πραγματοποίηση ή ολοκλήρωση των ανωτέρω ασκήσεων, με απόφαση της συνέλευσης του οικείου τμήματος, σε κάθε περίπτωση λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων ρυθμίσεων και των μέτρων που επιβάλλονται για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19.
3. Η διαπίστωση της αδυναμίας πραγματοποίησης των ανωτέρω ασκήσεων και ο καθορισμός του κατά τα ως άνω χρόνου προσαύξησης γίνονται με απόφαση της συνέλευσης του οικείου τμήματος.
Άρθρο 243
Παράταση ισχύος προϋπολογισμού Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού
Ειδικά για το έτος 2021, η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 160 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, Α’ 114), ως προς την ισχύ του προϋπολογισμού των Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού, παρατείνεται από τη λήξη της έως την 31η.5.2021.
Άρθρο 244
Ρύθμιση για τον μηχανισμό αποτροπής συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τρίτους από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης
Ειδικά για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της 31ης.3.2021, δεν εφαρμόζεται η περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 107 του ν. 4714/2020 (Α’ 148). Ποσά που έχουν κατατεθεί στον ειδικό λογαριασμό της παρ. 1 του άρθρου 107 του ν. 4714/2020 μπορούν να αποδεσμευτούν, κατόπιν σχετικής αίτησης του προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, που υποβάλλεται προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Άρθρο 245
Τέλη υπέρ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης Α’ βαθμού – Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 339/1976
Η περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 339/1976 (Α’ 136) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Επιβάλλεται υπέρ των δήμων, στην περιφέρεια των οποίων ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων τέλος σε ποσοστό μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) στα ακαθάριστα έσοδα των: α) κάθε είδους, μορφής και ονομασίας καταστημάτων, στα οποία πωλούνται για κατανάλωση εντός των χώρων δραστηριοποίησης του καταστήματος ή σε πακέτο, φαγητά, ποτά, καφές, αναψυκτικά, γαλακτοκομικά προϊόντα και γλυκίσματα, εφόσον διαθέτουν πάγκους ή τραπεζοκαθίσματα, β) ζυθοπωλείων και μπαρ, ανεξαρτήτως ιδιαίτερης ονομασίας και κατηγορίας, γ) καντινών και δ) νυχτερινών κέντρων, αιθουσών χορού και άλλων καταστημάτων με ποτά και θέαμα, καφωδείων, κέντρων διασκέδασης και χορευτικών κέντρων με μουσική, με την επιφύλαξη ότι στα κέντρα και τα καταστήματα της περ. δ) το τέλος σε ποσοστό μηδέν κόμμα πέντε τοις εκατό (0,5%) στα ακαθάριστα έσοδα αυτών εφαρμόζεται για τα έτη 2021 και 2022, το δε επιβαλλόμενο ετήσιο τέλος για κάθε ένα από τα προαναφερόμενα έτη δεν δύναται να είναι κατώτερο του ποσού των τριών (3.000) χιλιάδων ευρώ, ενώ για το έτος 2023 και εφεξής, το τέλος ανέρχεται σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%), χωρίς ελάχιστο ετήσιο κατ’ αποκοπή ποσό.
Στο ανωτέρω τέλος υπάγονται και τα κέντρα διασκέδασης και τα καταστήματα των πιο πάνω περιπτώσεων που λειτουργούν μέσα σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, κάθε λειτουργικής μορφής και κατηγορίας, τα καταστήματα των πιο πάνω περιπτώσεων που λειτουργούν μέσα σε εμπορικά κέντρα, καθώς και στα οργανωμένα τμήματα των SUPERMARKETS και των πολυκαταστημάτων, στα οποία πωλούνται έτοιμα φαγητά.
Επί των εσόδων των επιχειρήσεων Καζίνο και των επιχειρήσεων που λειτουργούν εντός Καζίνο το ανωτέρω τέλος επιβάλλεται σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%).
Στους δήμους και στις περιοχές – τμήματα δήμων όπου δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου.
Το ανωτέρω τέλος μπορεί να επιβάλλεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου και στις παρακάτω κατηγορίες καταστημάτων:
α) ειδών λαϊκής τέχνης, β) ενθυμίων και δώρων, γ) ενοικιάσεως σκαφών αναψυχής τοπικού χαρακτήρα, θαλάσσιων ποδηλάτων, ιστιοσανίδων, ειδών χρησιμοποιούμενων στην παραλία, σχολών εκμάθησης θαλάσσιων σπορ και εκμάθησης καταδύσεων, γενικότερα ειδών που χρησιμοποιούνται στη θάλασσα από τους λουόμενους, δ) ειδών χειμερινών σπορ, σκι και ορειβασίας, σχολών εκμάθησης χειμερινών σπορ, ε) ενοικιάσεων αυτοκινήτων, μοτοποδηλάτων ποδηλάτων και ελαφρών προσωπικών ηλεκτρικών οχημάτων (Ε.Π.Η.Ο.) και παρόχων Ε.Π.Η.Ο. προς κοινή χρήση και στ) τουριστικών προϊόντων-αναμνηστικών κάθε είδους.
Σε περίπτωση διάθεσης προϊόντων και υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης πολλαπλών οικονομικών δραστηριοτήτων από τα ανωτέρω καταστήματα, για τον προσδιορισμό του οφειλόμενου τέλους λαμβάνονται υπόψη τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία προέρχονται μόνο από τη λιανική πώληση των προϊόντων και των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, όπως αυτά προκύπτουν από τη δήλωση της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 1080/1980 (Α’ 246) και τα εκκαθαριστικά σημειώματα του Φ.Π.Α.
Το τέλος βαρύνει τον πελάτη και αναγράφεται ξεχωριστά στα εκδιδόμενα στοιχεία, εισπράττεται δε από αυτόν που εκδίδει τον λογαριασμό, ο οποίος υποχρεούται να το καταβάλει στο οικείο δημοτικό ταμείο.».
Άρθρο 246
Λύση κοινωφελών επιχειρήσεων, Δ.Ε.Υ.Α. και των αμιγών επιχειρήσεων του π.δ. 410/1995 – Τροποποιήσεις του άρθρου 109 του ν. 3852/2010
Στην περ. β) της παρ. 9 του άρθρου 109 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) προστίθεται ενδέκατο εδάφιο, τροποποιείται η υποπερ. αα) της περ. γ) και οι περ. β) και γ) της παρ. 9 διαμορφώνονται ως εξής:
«β. Οφειλές των κοινωφελών επιχειρήσεων και Δ.Ε.Υ.Α., καθώς και των αμιγών επιχειρήσεων του π.δ. 410/1995 που λύονται, προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και προς τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων αποδοχών του μεταφερόμενου προσωπικού τους, μπορούν να καταβάλλονται από τον οικείο δήμο, μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου δεν διώκονται ποινικώς για την κατά το προηγούμενο εδάφιο αναδοχή του χρέους.
Από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επέρχεται αυτοδικαίως στερητική αναδοχή από τον δήμο των κατά την ημερομηνία αυτή βεβαιωμένων οφειλών, της υπό εκκαθάριση επιχείρησης προς το Δημόσιο και προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, κατά το ποσό που αναλαμβάνεται. Ο δήμος καθίσταται πλέον ο μοναδικός υπόχρεος για την καταβολή των οφειλών που αναδέχεται και η υπό εκκαθάριση επιχείρηση απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής τους. Τα συνυπόχρεα με την υπό εκκαθάριση πρόσωπα απαλλάσσονται από κάθε αστική, ποινική ή άλλη ευθύνη για την καταβολή των οφειλών αυτών. Τα πρόσωπα που ορίζονται εκκαθαριστές των υπό εκκαθάριση νομικών προσώπων δεν διώκονται ποινικώς, δεν υπόκεινται σε προσωπική κράτηση, ούτε υπέχουν οποιαδήποτε αστική ή άλλη ατομική ευθύνη για χρέη των φορέων αυτών προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους. Εμπράγματες ασφάλειες και αναγκαστικά μέτρα είσπραξης που έχουν ληφθεί σε βάρος της επιχείρησης ή/και των συνυπόχρεων με αυτήν προσώπων για τις οφειλές αυτές, εξαλείφονται ή αίρονται. Προληπτικά ή διασφαλιστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013, ή και με προϊσχύουσες του νόμου αυτού διατάξεις, αίρονται υποχρεωτικά στις περιπτώσεις που ο δήμος αναλαμβάνει το σύνολο των οικείων, των μέτρων, οφειλών. Ήδη καταβληθέντα ή εισπραχθέντα με οποιονδήποτε τρόπο ποσά, από το Ελληνικό Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, για τις οφειλές της υπό εκκαθάριση επιχείρησης από την ίδια ή από τα συνυπεύθυνα με αυτήν πρόσωπα, δεν αναζητούνται και δεν επιστρέφονται. Η έκδοση απόφασης του δημοτικού συμβουλίου περί αναδοχής οφειλών διακόπτει τον χρόνο παραγραφής αυτών. Ποσά, που έχουν ήδη κατασχέσει το Ελληνικό Δημόσιο και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί από τα συνυπεύθυνα με την υπό εκκαθάριση επιχείρηση πρόσωπα και συμπεριλαμβάνονται στην απόφαση περί αναδοχής οφειλών, μπορούν να καταβάλλονται σε αυτά από τον οικείο δήμο μετά από αιτιολογημένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των μελών του.
γ. Οι ρυθμίσεις της περ. β’ εφαρμόζονται αναλόγως και για οφειλές των:
αα. κάθε είδους εταιρειών, των οποίων οι εταίροι
είναι αποκλειστικά Ο.Τ.Α. και νομικά τους πρόσωπα, ή εφόσον συμμετέχουν και τρίτοι εταίροι, μόνο κατά το ποσοστό συμμετοχής των Ο.Τ.Α., ή και των νομικών τους προσώπων,
ββ. ανωνύμων, αναπτυξιακών εταιρειών και ναυτικών εταιρειών του ν. 959/1979 (Α’ 192) στις οποίες οι ΟΤΑ και οι λοιποί φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης κατέχουν την πλειοψηφία του εταιρικού τους κεφαλαίου, εφόσον τέθηκαν υπό εκκαθάριση μέχρι τις 31.10.2018,
γγ. των αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών στις οποίες οι Ο.Τ.Α. και οι λοιποί φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης κατέχουν την πλειοψηφία του εταιρικού τους κεφαλαίου, εφόσον τελούν υπό εκκαθάριση.
Αν μέτοχος είναι αγροτικός συνεταιρισμός, o οποίος κατέχει έως το πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης και υπάρχει αδυναμία εκ μέρους του, να αναλάβει τις αναλογούσες σε αυτόν οφειλές, δύναται ο δήμος ή η περιφέρεια που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών της λυθείσας επιχείρησης, με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, να βεβαιώσει την ως άνω αδυναμία και να αναλάβει το σύνολο των οφειλών που αναλογούν στον συνεταιρισμό. Το ύψος των οφειλών που μπορεί να αναλάβει ο κάθε φορέας προκύπτει από τον λόγο συμμετοχής του στο εταιρικό κεφάλαιο. Αν μέτοχος είναι περιφέρεια ή ήταν τέως Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της οποίας αυτή έχει υπεισέλθει, η αναδοχή και η καταβολή των οφειλών που της αναλογούν γίνεται, έπειτα από αιτιολογημένη απόφαση του περιφερειακού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του.».
Άρθρο 247
Κάλυψη δράσεων πυροπροστασίας από τους συνδέσμους δήμων – Τροποποίηση του άρθρου 25 του ν. 4479/2017
Στο άρθρο 25 του ν. 4479/2017 (Α’ 94) προστίθεται τίτλος, στην παρ. 1 αντικαθίστανται: α. η αναφορά στον «Υπουργό Εσωτερικών» από αναφορά στο «αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εσωτερικών», β. η αναφορά στον «Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας» από το «αρμόδιο όργανο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας», μετά το ακρωνύμιο «Ο.Τ.Α.» προστίθενται οι λέξεις «Α’ βαθμού», στην παρ. 2 αντικαθίσταται: η αναφορά στο έτος «2020» από την αναφορά στο έτος «2021», η λέξη «μπορεί» από τη λέξη «μπορούν», μετά τις λέξεις «Υπουργείου Εσωτερικών», προστίθεται η φράση «ύστερα από γνώμη του αρμόδιου οργάνου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας,» διορθώνεται το ακρωνύμιο Ο.Τ.Α. με την προσθήκη σημείων στίξης (τελείας) μεταξύ των γραμμάτων, προστίθενται οι λέξεις «Α’ βαθμού» και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 25
Κάλυψη δράσεων πυροπροστασίας
1. Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εσωτερικών, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου οργάνου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, μπορούν να διατίθενται πιστώσεις από τους πόρους του άρθρου 259 του ν. 3852/2010 (Α’ 87) σε Συνδέσμους Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού μέσω των οικείων δήμων για την κάλυψη δράσεων πυροπροστασίας.
2. Ειδικά για τα έτη 2017 έως και 2021, οι πόροι του άρθρου 259 του ν. 3852/2010 μπορούν να κατανέμονται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του Υπουργείου Εσωτερικών, ύστερα από γνώμη του αρμόδιου οργάνου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, απευθείας στους Συνδέσμους Ο.Τ.Α. Α’ βαθμού για την κάλυψη δράσεων πυροπροστασίας.».
Άρθρο 248
Ρύθμιση για τη ναυπήγηση δύο Ταχέων Περιπολικών Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΤΠΚ) του Πολεμικού Ναυτικού
Στo στοιχείο Α’ του άρθρου 32 του ν. 4361/2016 (Α’ 10) προστίθεται παρ. 14 ως εξής:
«14. Επιπλέον ποσό μέχρι τρία εκατομμύρια εκατόν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (3.175.000) ευρώ διατίθεται από πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Εθνικό Σκέλος) του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας για την ομαλή εξέλιξη ναυπήγησης του Ταχέος Περιπολικού Κατευθυνόμενων Βλημάτων (ΤΠΚ) υπ’ αρ. 6, που έχει ήδη παραληφθεί από το Πολεμικό Ναυτικό, και του ΤΠΚ υπ’ αρ. 7. Τα ποσά που θα διατεθούν από τις ανωτέρω χρηματοδοτήσεις και αφορούν στη συμβασιοποίηση προμήθειας υλικών και ανάθεσης εργασιών-παροχής υπηρεσιών, που εκκρεμούν και αφορούν σε υλικά και υπηρεσίες για τη συνέχιση ναυπήγησης των ανωτέρω ΤΠΚ και στην πληρωμή της μισθοδοσίας, των λογαριασμών κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ) και των υπηρεσιών μετακίνησης προσωπικού, θα καταλογιστούν στην εταιρεία «Ναυπηγικές και Βιομηχανικές Επιχειρήσεις Ελευσίνας Α.Ε.» (ΝΒΕΕ Α.Ε.). Η καταβολή από το Πολεμικό Ναυτικό των μηνιαίων αμοιβών των εργαζομένων παρατείνεται εκ νέου για χρονικό διάστημα τριών μηνών από την 1η Απριλίου 2021, όσο και το χρονικό διάστημα παράτασης του προγράμματος ναυπήγησης. Η ισχύς των υπογραφεισών/συναφθεισών ατομικών δηλώσεων αποδοχής ενασχόλησης μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού και των εργαζομένων της ΝΒΕΕ Α.Ε., παρατείνεται έως την 30ή Ιουνίου 2021. Το ελληνικό Δημόσιο επιφυλάσσεται παντός νομίμου ή συμβατικού δικαιώματός του, είτε αυτό απορρέει από τη σύμβαση υπ’ αρ. 001Β/2000, είτε από την κυρωθείσα τριμερή συμφωνία, η οποία παρατείνεται έως την 30ή Ιουνίου 2021. Επί των εγκριθεισών με το άρθρο 62 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), το άρθρο εικοστό τρίτο του ν. 4618/2019 (Α’ 89), το άρθρο 216 του ν. 4635/2019 (Α’ 167), το άρθρο 67 του ν. 4688/2020 (Α’ 101), το άρθρο 80 του ν. 4712/2020 (Α’ 146), το άρθρο 37 του ν. 4734/2020 (Α’ 196) και το άρθρο 151 του ν. 4764/2020 (Α’ 256) πιστώσεων, χορηγείται παράταση ανάληψης νομικών δεσμεύσεων δαπανών έως και τον Ιούνιο 2021.».
Άρθρο 249
Ρύθμιση για την ολοκλήρωση εργασιών σε υποβρύχια (Υ/Β) του Πολεμικού Ναυτικού
Στην παρ. 5 του άρθρου 26 του ν. 4258/2014 (Α’ 94), προστίθενται εδάφια δέκατο όγδοο και δέκατο ένατο ως εξής:
«Επιπλέον ποσό μέχρι δέκα εκατομμύρια τριακόσιες χιλιάδες (10.300.000) ευρώ, διατίθεται από πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Εθνικό Σκέλος), του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, για την ολοκλήρωση πρόσθετων εργασιών για την πλήρη επιχειρησιακή απόδοση των Υ/Β, την αντιμετώπιση βλαβών που προκύπτουν από τις εν εξελίξει δοκιμές, καθώς και για τη συντήρηση των συνοδών πλοίων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση των δοκιμών των Υ/Β, κατ’ εφαρμογή των αναγραφόμενων διαδικασιών στις παρ. 3 και 4. Επί των εγκριθεισών με το άρθρο 61 του ν. 4557/2018 (Α’ 139), το άρθρο εικοστό δεύτερο του ν. 4618/2019 (Α’ 89), το άρθρο 215 του ν. 4635/2019 (Α’ 167), το άρθρο 66 του
ν. 4688/2020 (Α’ 101), το άρθρο 38 του ν. 4734/2020 (Α’ 196) και το άρθρο 152 του ν. 4764/2020 (Α’ 256) πιστώσεων, χορηγείται παράταση ανάληψης νομικών δεσμεύσεων δαπανών έως και τον Ιούνιο 2021.».
Άρθρο 250
Παράταση θητείας ΚΔΣ Ανώτατης Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εφέδρων Αξιωματικών και των Δ.Σ. των Συνδέσμων Εφέδρων Αξιωματικών Νομού
Η θητεία των μελών του Κεντρικού Διοικητικού Συμβουλίου (ΚΔΣ) της Ανώτατης Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εφέδρων Αξιωματικών (ΑΠΟΕΑ) και των Διοικητικών Συμβουλίων (ΔΣ) των Συνδέσμων Εφέδρων Αξιωματικών Νομού (ΣΕΑΝ), η οποία έληξε ή λήγει ενόσω βρίσκονται σε ισχύ τα έκτακτα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, παρατείνεται έως τις 30.6.2021.
Άρθρο 251
Αξιοποίηση κινητών περιουσιακών στοιχείων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας
Στο άρθρο 53 του ν.δ. 721/1970 (Α’ 251) τροποποιείται η παρ. 4, προστίθεται παρ. 7 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 53
Αξιοποίηση κινητών περιουσιακών στοιχείων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας
1. Κάθε είδους υλικό των Ενόπλων Δυνάμεων που καθίσταται άχρηστο ή χαρακτηρίζεται ως τέτοιο ή είναι ακατάλληλο ή πλεονάζει, με βάση τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Ανεφοδιασμού και Διαχειρίσεως Υλικού Ενόπλων Δυνάμεων, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 32, μπορεί να διατίθεται προς τρίτους κατόπιν ανταλλάγματος.
2. Όπλα των Ενόπλων Δυνάμεων τα οποία χαρακτηρίζονται ως συλλεκτικά ή ιστορικά κειμήλια, σύμφωνα με τις διατάξεις της απόφασης του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση της περ. ζ’ της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2168/1993 (Α’ 147), μπορεί να διατίθενται προς τρίτους κατόπιν ανταλλάγματος, εφόσον δεν εκτίθενται σε μουσεία ή συλλογές των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και σε μουσεία που υπάγονται ή εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την εμπορία τους.
3. Όπλα και λοιπά αντικείμενα τα οποία δημεύονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και φυλάσσονται σε αποθήκες των Ενόπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2168/1993, και από τη δήμευση των οποίων έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός (1) έτους χωρίς να έχει παραγγελθεί η παράδοσή τους σε άλλη δημόσια αρχή σύμφωνα με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου, εγγράφονται ως περιουσιακό στοιχείο των Ενόπλων Δυνάμεων. Τα όπλα αυτά μπορεί να διατίθενται προς τρίτους υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για την εμπορία τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2168/1993.
4. Το σύνολο του προς αξιοποίηση υλικού των παρ. 1 έως 3 υπάγεται σε ενιαίο σύστημα καταγραφής και διαχείρισης αυτού και αξιοποιείται με κριτήριο τον οικονομικά συμφερότερο τρόπο, είτε ως αυτούσιο, είτε ως τμήμα αυτού, είτε μετά από επεξεργασία ή μετασκευή, είτε ύστερα από μετατροπή του σε πρώτη ύλη. Η αξιοποίηση του υλικού ενεργείται είτε με ηλεκτρονική πλειοδοτική δημοπρασία από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και αντικείμενό της μπορεί να είναι είτε ενοχικό είτε εμπράγματο δικαίωμα, είτε με ανταλλαγή με άλλο υλικό του ίδιου ή διαφορετικού προορισμού, με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση προκήρυξης, που διενεργείται με μέριμνα του κατά περίπτωση Γενικού Επιτελείου, το οποίο διαθέτει το υλικό καλύπτοντας τις εκάστοτε απαιτήσεις του.
5. Τα έσοδα από τη διάθεση των υλικών αποτελούν έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού. Ισόποσο των εσόδων ύψος πίστωσης εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και εκτελείται υπέρ του Γενικού Επιτελείου (ΓΕ) στο οποίο ανήκε το αξιοποιηθέν υλικό, ή του ΓΕ στο οποίο είχε ανατεθεί η διαχείριση ή η φύλαξή του, για την κάλυψη των λειτουργικών ή και εξοπλιστικών αναγκών του.
6. Για την αξιοποίηση του εύχρηστου στρατιωτικού εξοπλισμού, πλην του πολεμικού υλικού, που χαρακτηρίζεται ως μη επιχειρησιακά αναγκαίος για τις Ένοπλες Δυνάμεις και αξιοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 107 του ν. 3978/2011 (Α’ 137), δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως στρατιωτικός εξοπλισμός νοείται ο οριζόμενος στην περ. 20 της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3978/2011.
7. Για την αξιοποίηση υλικού των παρ. 1 έως 3 με ανταλλαγή, σύμφωνα με την παρ. 4, εφαρμόζονται τα καθοριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 54.».
Άρθρο 252
Αντικατάσταση στρατιωτικού εξοπλισμού
Στο άρθρο 54 του ν.δ. 721/1970 (Α’ 251) αντικαθίσταται ο τίτλος, τροποποιείται η παρ. 1, αντικαθίστανται οι όροι «υλικό» και «πολεμικό υλικό» στις παρ. 2 και 3 και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 54
Αντικατάσταση στρατιωτικού εξοπλισμού
1. Επιτρέπεται, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που εκδίδεται μετά από γνώμη των οικείων κατά Κλάδο Ανώτατων Συμβουλίων και πρόταση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), η αντικατάσταση καινούριου ή χρησιμοποιημένου στρατιωτικού εξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στρατιωτικού εξοπλισμού μη επιχειρησιακά αξιοποιήσιμου που δεν εξυπηρετεί τις απαιτήσεις πολεμικής προπαρασκευής των Ενόπλων Δυνάμεων, πλην του υλικού του άρθρου 53, μέσω ανταλλαγής με άλλο στρατιωτικό εξοπλισμό, του ίδιου ή διαφορετικού πολεμικού προορισμού καλύπτοντας τις εκάστοτε απαιτήσεις πολεμικής προπαρασκευής των Ενόπλων Δυνάμεων, με συμβάσεις απευθείας μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ) και των βιομηχανιών κατασκευής του εσωτερικού ή εξωτερικού, είτε της ελληνικής Κυβέρνησης και Κυβερνήσεων ξένων κρατών, που διαθέτουν το αναγκαίο υλικό.
2. Οι όροι των συμβάσεων της παρ. 1, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο τρόπος αντιμετώπισης των δαπανών μεταφοράς του αντικαθιστάμενου και παραλαμβανόμενου στρατιωτικού εξοπλισμού, διατυπώνονται κατόπιν διαπραγματεύσεων του οικείου Κλάδου με τα ενδιαφερόμενα μέρη και εγκρίνονται πριν την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων, με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που εκδίδονται μετά από γνώμη των οικείων κατά Κλάδο Ανώτατων Συμβουλίων, πρόταση του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και απόφαση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ).
3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Άμυνας καθορίζονται, ο τρόπος εκτίμησης της αξίας του αντικαθιστάμενου και παραλαμβανόμενου στρατιωτικού εξοπλισμού, για τον προσδιορισμό της σχέσης των ανταλλασσόμενων ποσοτήτων, η διαδικασία ελέγχου της ποιότητας του υπό παραλαβή εξοπλισμού, ο τρόπος ελέγχου της εκτέλεσης των όρων των συναπτόμενων συμβάσεων, η λογιστική τακτοποίηση και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
4. Η εκπροσώπηση του ελληνικού Δημοσίου, για την υπογραφή των κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου συναπτόμενων συμβάσεων, ανατίθεται, είτε σε μέλη της Κυβέρνησης, είτε σε όργανα των Ενόπλων Δυνάμεων, κατόπιν απόφασης του ΣΑΓΕ.».
Άρθρο 253
Φοίτηση στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.) – Τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3186/2003
Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3186/2003 (Α’ 230) τροποποιείται και το άρθρο 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 2
Φοίτηση στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.)
1. Στη Σχολή φοιτούν ύστερα από εισαγωγικές εξετάσεις ανώτεροι αξιωματικοί των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Για τη φοίτηση στη Σχολή, οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να έχουν συνολική πραγματική υπηρεσία αξιωματικού από δεκαέξι (16) έως είκοσι έξι (26) έτη.
2. Οι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής πρέπει να έχουν βαθμό αντίστοιχο του Ταγματάρχη ή Αντισυνταγματάρχη.».
Άρθρο 254
Παραχώρηση κατά χρήση ακινήτων του Αυτόνομου Οικοδομικού Οργανισμού Αξιωματικών άνευ διαγωνισμού για κοινωφελείς σκοπούς
1. Ακίνητα που κείνται εντός της καθοριζόμενης με το από 31.8.1978 προεδρικό διάταγμα (Δ’ 544) «Περί καθορισμού ζωνών ρυθμίσεως και προστασίας της περιοχής του όρους Υμηττού», Ζώνης Β και ανήκουν κατά κυριότητα στον Αυτόνομο Οικοδομικό Οργανισμό Αξιωματικών (Α.Ο.Ο.Α.) μπορεί με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου να παραχωρούνται κατά χρήση άνευ διαγωνισμού και έναντι ανταλλάγματος, σε σωματεία ή άλλα μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου που εποπτεύονται από το δημόσιο, εφόσον με την παραχώρηση αυτή εξυπηρετούνται κοινωφελείς σκοποί και ιδίως αθλητικοί και περιβαλλοντικοί. Με την ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται πρόσθετοι όροι υπό τους οποίους τελεί η παραχώρηση, η οποία σε κάθε περίπτωση μπορεί να ανακληθεί, εφόσον εκλείψουν οι λόγοι που την επέβαλαν.
2. Εκμισθώσεις ή παραχωρήσεις της χρήσης ακινήτων που κείνται στη ζώνη της παρ. 1, οι οποίες έχουν λήξει εντός της τελευταίας τετραετίας και εφόσον έχουν συναφθεί αποκλειστικά για κοινωφελείς σκοπούς, θεωρούνται ισχυρές από τη λήξη τους και παρατείνονται για πέντε ακόμη έτη από τη δημοσίευση του παρόντος, χωρίς δυνατότητα περαιτέρω παράτασης.
3. Το μηνιαίο μίσθωμα ή αντάλλαγμα για τη χρήση των ακινήτων της παρ. 2 ορίζεται σε ποσοστό 1% επί της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, όπως αυτή διαμορφώνεται κάθε φορά, με ανάλογη αναπροσαρμογή του ποσού του μισθώματος ή του ανταλλάγματος. Με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Α.Ο.Ο.Α. μπορεί να ορίζεται μικρότερο ποσοστό.
4. Η παράβαση των όρων και περιορισμών του από 31.8.1978 προεδρικού διατάγματος συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης ή παραχώρησης χρήσης.
Άρθρο 255
Σύμπραξη e-ΕΦΚΑ με πιστοποιημένους επαγγελματίες για την επιτάχυνση της απονομής συνταξιοδοτικών παροχών
1.α. Πιστοποιημένοι επαγγελματίες μπορούν να συμπράττουν, σύμφωνα με τους όρους του κεφαλαίου αυτού, στη διαδικασία απονομής συνταξιοδοτικών παροχών (κύριων συντάξεων, και επικουρικών συντάξεων) από τον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ).
β. Οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες: α) διαπιστώνουν τον χρόνο ασφάλισης σε ένα ή περισσότερους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφάλισης και εκδίδουν σχετική βεβαίωση, β) διαπιστώνουν την ύπαρξη ή μη οφειλομένων εισφορών του αυτοαπασχολούμενου ή ελεύθερου επαγγελματία ασφαλισμένου και εκδίδουν σχετική βεβαίωση ή υποβάλλουν αίτηση για ρύθμιση,
γ) υπολογίζουν το οφειλόμενο ποσό για την αναγνώριση πλασματικού χρόνου και εκδίδουν σχετική βεβαίωση,
δ) συντάσσουν σχέδιο απόφασης προσωρινής σύνταξης, καθώς και οριστικής κύριας και επικουρικής σύνταξης,
ε) εκδίδουν την προσυνταξιοδοτική βεβαίωση του άρθρου 47 του ν. 2676/1999 (Α’ 1).
γ. Σε περίπτωση παράλληλης ή διαδοχικής ασφάλισης, οι βεβαιώσεις και τα σχέδια αποφάσεων της περ. β) περιλαμβάνουν τα παραπάνω στοιχεία για όλα τα ταμεία, στα οποία ο ασφαλισμένος είχε ασφαλισθεί ή όφειλε να έχει ασφαλισθεί.
δ. Τα σχέδια και οι βεβαιώσεις της περ. β) που συντάσσουν και εκδίδουν οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες παράγουν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτές.
ε. Με βάση τις βεβαιώσεις της περ. β) οι αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ υπολογίζουν το ποσό της σύνταξης και εκδίδουν την πράξη απονομής της σύνταξης. Η πράξη απονομής της σύνταξης αναρτάται στην προσωπική θυρίδα του πολίτη στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr), σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 4727/2020.Ειδικά όταν υποβληθεί σχέδιο προσωρινής ή οριστικής σύνταξης κύριας ή επικουρικής, αυτή περιλαμβάνει υπολογισμό του ποσού της σύνταξης και η συνταξιοδοτική απόφαση εκδίδεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του σχεδίου απόφασης. Με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής, το σχέδιο θεωρείται εγκεκριμένο και επέχει θέση πράξης απονομής σύνταξης, η οποία αναρτάται στην προσωπική θυρίδα του πολίτη στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr).
στ. Οι υπάλληλοι που εκδίδουν πράξεις απονομής σύνταξης, κύριας ή επικουρικής, ή εφάπαξ με βάση τα σχέδια και τις βεβαιώσεις της περ. β), δεν έχουν καμία ευθύνη για εγγραφές και ενδείξεις των πράξεων που οφείλονται σε σφάλματα των βεβαιώσεων.
2.α. Για την εκτέλεση του έργου της παρ. 1 μπορούν, μετά από επιτυχή περάτωση σεμιναρίου επιμόρφωσης, να πιστοποιηθούν: α) μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας με τριετή τουλάχιστον άσκηση δικηγορίας και β) λογιστές-φοροτεχνικοί, κάτοχοι επαγγελματικής ταυτότητας Α’ τάξης, οι οποίοι έχουν υποβάλει την υπεύθυνη δήλωση της παρ. 7 του άρθρου 4 του π.δ. 340/1998 (Α’ 228).
β. Οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες εγγράφονται σε ειδικό μητρώο πιστοποιημένων επαγγελματιών που τηρείται στον e-ΕΦΚΑ, εποπτεύεται από αυτόν και είναι προσβάσιμο μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr).
3.α. Οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες ασκούν το έργο τους μετά από ανάθεση που γίνεται από τον ενδιαφερόμενο ασφαλισμένο ή τον δικαιοδόχο του ασφαλισμένου.
β. Η ανάθεση από τον ενδιαφερόμενο ασφαλισμένο ή δικαιοδόχο γίνεται μέσω υπεύθυνης δήλωσης του
ν. 1599/1986 (Α’ 75) που απευθύνεται στον e-ΕΦΚΑ, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του αναθέτοντος από δημόσια υπηρεσία ή μέσω της ηλεκτρονικής πύλης gov.gr, και καθορίζει το ειδικότερο αντικείμενο του έργου. Η ανάθεση μπορεί να γίνει και με καταχώρηση σε ειδική πλατφόρμα στο πληροφοριακό σύστημα του e-ΕΦΚΑ που είναι προσβάσιμη μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ- gov.gr), στην οποία εισέρχονται ο ενδιαφερόμενος ασφαλισμένος και ο πιστοποιημένος επαγγελματίας χρησιμοποιώντας τους τρόπους αυθεντικοποίησης του άρθρου 24 του ν. 4727/2020 για χρήση υπηρεσιών μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης (ΕΨΠ-gov.gr). Ο e-ΕΦΚΑ καταβάλλει κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεις στους πιστοποιημένους επαγγελματίες για κάθε επιμέρους πράξη από αυτές της περ. β) της παρ. 1. Οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τον e-ΕΦΚΑ είναι αφορολόγητες, ακατάσχετες και ανεκχώρητες και δεν υπόκεινται σε κανενός είδους φόρο και εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013 (Α’ 167).
γ. Με την ανάθεση παρέχεται αυτοδικαίως, ακόμη κι εάν δεν μνημονεύεται ρητώς στο σχετικό έγγραφο, εξουσιοδότηση για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων που αφορούν στον αναθέσαντα ασφαλισμένο ή δικαιοδόχο. Η αποδοχή της ανάθεσης γίνεται με συνυπογραφή του πιστοποιημένου επαγγελματία στην υπεύθυνη δήλωση, η οποία όμως δεν απαιτεί θεώρηση του γνησίου αυτής, ή με τη σχετική καταχώρηση στο πληροφοριακό σύστημα του e-ΕΚΦΑ της περ. β).
δ. Οι βεβαιώσεις και τα σχέδια αποφάσεων της περ. β) της παρ. 1 που εκδίδουν και συντάσσουν, αντίστοιχα, οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες συνοδεύουν την ηλεκτρονική αίτηση συνταξιοδότησης και υποβάλλονται, μαζί με τα αναγκαία δικαιολογητικά, σε ψηφιοποιημένα έντυπα αντίγραφα μαζί με την ηλεκτρονική αίτηση συνταξιοδότησης. Συνοδεύονται από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 που απευθύνεται στον e-ΕΦΚΑ, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του πιστοποιημένου επαγγελματία από δημόσια υπηρεσία ή μέσω της ηλεκτρονικής πύλης gov.gr, με την οποία βεβαιώνεται η ακρίβειά τους. Η καταχώρησή τους στο πληροφοριακό σύστημα του e-ΕΦΚΑ υπέχει και θέση υπεύθυνης δήλωσης με το παραπάνω περιεχόμενο. Επίσης, μπορούν να υποβληθούν και σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης στάδιο.
ε. Τα πρωτότυπα έγγραφα που τεκμηριώνουν τις βεβαιώσεις και αποφάσεις της περ. β) της παρ. 1 υποβάλλονται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη υποβολή της αίτησης της περ. δ) στον e-ΕΦΚΑ.
4.α. Η αρμόδια υπηρεσία του e-ΕΦΚΑ πραγματοποιεί υποχρεωτικά κάθε μήνα τυχαίο δειγματοληπτικό έλεγχο σε ποσοστό τουλάχιστον 5% των πράξεων απονομής σύνταξης που εκδόθηκαν βάσει βεβαιώσεων πιστοποιημένων επαγγελματιών τον προηγούμενο μήνα. Επίσης, γίνεται έλεγχος μετά την έκδοση της απόφασης απονομής συνταξιοδοτικών παροχών και σε άλλες περιπτώσεις που επιλέγονται κατά την κρίση της υπηρεσίας βάσει κριτηρίων, όπως το ύψος της απονεμόμενης σύνταξης ή περιπτώσεις οριακής θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
β. Εάν από μεταγενέστερο έλεγχο προκύψει ότι βεβαιώσεις ή σχέδια αποφάσεων της περ. β) της παρ. 1 με βάση τις οποίες χορηγήθηκε η σύνταξη είναι εσφαλμένα ή ελλιπή, η απόφαση απονομής σύνταξης που βασίζεται σε αυτές, κατά περίπτωση, ανακαλείται ή μεταρρυθμίζεται λόγω πλάνης περί τα πράγματα το αργότερο εντός δεκαετίας από την έκδοση της πράξης απονομής της σύνταξης.
5.α. Εάν από τους ελέγχους της παρ. 4 διαπιστωθεί ότι ο πιστοποιημένος επαγγελματίας έχει εκδώσει εσφαλμένες ή ελλιπείς βεβαιώσεις που αφορούν σε τρεις τουλάχιστον ασφαλισμένους, η πιστοποίησή του ανακαλείται με απόφαση του Διοικητή του e-ΕΦΚΑ και αποκλείεται η εκ νέου χορήγησή της για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.
β. Ο πιστοποιημένος επαγγελματίας, εάν το σφάλμα ή οι ελλείψεις στις βεβαιώσεις που εκδίδει οφείλεται σε βαρεία αμέλεια ή δόλο, ευθύνεται εις ολόκληρον με τον αχρεωστήτως λαβόντα για την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως εξαιτίας του σφάλματος. Τα ως άνω ποσά αναζητούνται βάσει του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) εντόκως. Επίσης, είναι δυνατή με απόφαση του διοικητή του e-ΕΦΚΑ η επιβολή διοικητικού προστίμου από χίλια (1.000) έως πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για κάθε εσφαλμένη βεβαίωση ή σχέδιο που οφείλεται σε βαρεία αμέλεια ή δόλο.
γ. Οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν αυτοτελώς κατά των πράξεων μεταρρύθμισης ή ανάκλησης συντάξεων της περ. β) της παρ. 4 προσφυγή ουσίας ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όταν οι ανακαλούμενες ή μεταρρυθμιζόμενες συντάξεις απονεμήθηκαν βάσει βεβαιώσεων ή σχεδίων που εξέδωσαν.
6. α. Σκοπός επεξεργασίας των ανωτέρω δεδομένων είναι η απονομή συντάξεων από τον e-ΕΦΚΑ. Η νόμιμη βάση επεξεργασίας των απλών προσωπικών δεδομένων των ασφαλισμένων είναι οι περ. γ) και ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, «ΓΚΠΔ», L 119). Νομική βάση επεξεργασίας των ειδικών κατηγοριών προσωπικών δεδομένων είναι η περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 9 του ΓΚΠΔ και η περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4624/2019 (Α’ 137).
β. Για τους σκοπούς εφαρμογής της παρούσας, ο e-ΕΦΚΑ ενεργεί υπό την ιδιότητα του υπευθύνου επεξεργασίας κατά την έννοια της περ. 7 του άρθρου 4 του ΓΚΠΔ και οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες ενεργούν υπό την ιδιότητα των εκτελούντων την επεξεργασία κατά την έννοια της περ. 8 του άρθρου 4 του ΓΚΠΔ. Αμφότεροι οφείλουν να τηρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του ΓΚΠΔ και του ν. 4624/2019, και ιδίως, οι εκτελούντες την επεξεργασία:
βα) επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των ασφαλισμένων μόνο βάσει καταγεγραμμένων εντολών του e-ΕΦΚΑ, ως υπευθύνου επεξεργασίας,
ββ) αναλαμβάνουν την υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
βγ) λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται για τη διασφάλιση του απορρήτου και της ασφάλειας της επεξεργασίας δυνάμει του άρθρου 32 του ΓΚΠΔ.
γ. Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τους πιστοποιημένους επαγγελματίες διέπεται από σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του e-ΕΦΚΑ και του Πιστοποιημένου Επαγγελματία, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 28 του ΓΚΠΔ με την οποία αποδέχονται εγγράφως και την πολιτική προστασίας προσωπικών δεδομένων του e-ΕΦΚΑ. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων λαμβάνονται τα απαραίτητα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την ασφάλεια αυτών και τα οποία αναφέρονται αναλυτικά στη σύμβαση που θα συναφθεί.
δ. Για την εκτέλεση του έργου τους οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες έχουν πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία και δεδομένα που τηρούνται σε ηλεκτρονικά και έγχαρτα αρχεία του e-ΕΦΚΑ, τα οποία αφορούν στον ασφαλισμένο που τους ανέθεσε την έκδοση βεβαίωσης ή τη σύνταξη σχεδίου της περ. β) της παρ. 1, και έχουν τη δυνατότητα να καταχωρίζουν τις βεβαιώσεις και, όταν απαιτείται, κάθε αναγκαίο στοιχείο στο πληροφοριακό σύστημα του e- ΕΦΚΑ, το οποίο είναι προσβάσιμο μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr), κατόπιν αυθεντικοποίησής τους, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 4727/2020.
7.α. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζονται η ύλη και το πρόγραμμα επιμόρφωσης, ο φορέας επιμόρφωσης και ο φορέας πιστοποίησης των πιστοποιημένων επαγγελματιών, οι λεπτομέρειες για τη διαδικασία επιμόρφωσης και εγγραφής στο ειδικό μητρώο πιστοποιημένων επαγγελματιών και για τη διαπίστωση της έναρξης λειτουργίας του, η διαδικασία και τα κριτήρια επιβολής κυρώσεων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος. Με την ίδια ή όμοια απόφαση περιορίζονται ή διευρύνονται οι κατηγορίες συντάξεων, για τις οποίες μπορούν να χορηγούνται βεβαιώσεις ή να συντάσσονται σχέδια αποφάσεων από τους πιστοποιημένους επαγγελματίες αυτού του κεφαλαίου, αυξάνεται το ποσοστό υποθέσεων, επί των οποίων γίνεται υποχρεωτικός δειγματοληπτικός έλεγχος, ορίζεται ανώτατος αριθμός υποθέσεων που μπορούν να χειρίζονται ταυτοχρόνως οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες της παρ. 1 και ορίζονται τα πρότυπα έγγραφα σχεδίων αποφάσεων και βεβαιώσεων, καθώς και η χρονική διάρκεια της εξουσιοδότησης που έχουν λάβει.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζεται το κατ’ αποκοπήν ποσόν της αποζημίωσης που καταβάλλεται από τον e-ΕΦΚΑ για κάθε μία από τις εργασίες της περ. β) της παρ. 1, οι προϋποθέσεις και ο τρόπος καταβολής της αποζημίωσης αυτής και ο τρόπος αποτύπωσής της στα βιβλία του πιστοποιημένου επαγγελματία.
γ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και Ψηφιακής Διακυβέρνησης ρυθμίζονται τα ειδικότερα ζητήματα σχετικά με την ανάπτυξη και λειτουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της περ. β) της παρ. 3, οι τυχόν απαιτούμενες διαλειτουργικότητες με πληροφοριακά συστήματα των φορέων του δημοσίου τομέα και κάθε συναφής τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια.
δ. Με απόφαση του Διοικητή του e-ΕΦΚΑ ορίζονται σε κάθε υπηρεσία έκδοσης συντάξεων αρμόδιοι υπάλληλοι για την απρόσκοπτη συνεργασία των πιστοποιημένων επαγγελματιών με τον e-ΕΦΚΑ, τη χορήγηση στοιχείων από το φυσικό ή τα ηλεκτρονικά αρχεία και την απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν στις υποθέσεις που εξετάζουν οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες.
8. Τα σχέδια και οι βεβαιώσεις της περ. β) της παρ. 1 αξιοποιούνται και για τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών επί αιτήσεων που είναι εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος.
Άρθρο 256
Χρόνος ασφάλισης στον πρώην ΟΓΑ – Τροποποίηση του άρθρου 34 του ν. 4387/2016
1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) προστίθεται περ. γ) ως εξής:
«γ. Χρόνος ασφάλισης έως τις 31.12.2016 στον πρώην Κλάδο Πρόσθετης Ασφάλισης και στον πρώην Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του πρώην ΟΓΑ, για τον οποίο οι ασφαλισμένοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 του ν. 3050/2002 (Α’ 214), και βάσει της ασκούμενης δραστηριότητας πρόεκυπτε υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ, παραμένει ως χρόνος ασφάλισης στον πρώην ΟΓΑ.
Οι ανωτέρω ασφαλισμένοι θεωρείται ότι καλώς ασφαλίζονται στον πρώην ΟΓΑ και μετά την 1η.1.2017, κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 του ν. 4554/2018 (Α’ 130), εφόσον συνεχίζουν να ασκούν την ίδια δραστηριότητα, και εξαιρούνται της ασφάλισης του πρώην ΟΑΕΕ.
Τυχόν οφειλές στον πρώην ΟΑΕΕ, βεβαιωμένες ή μη, που έχουν προκύψει για τις ανωτέρω περιπτώσεις ασφαλισμένων, διαγράφονται και δεν αναζητούνται.
Τυχόν ποσά που έχουν καταβληθεί έναντι των ανωτέρω οφειλών πριν από την ισχύ του παρόντος δεν αναζητούνται και προσμετρώνται κατά τον υπολογισμό της σύνταξης ως εισφορές στον πρώην ΟΓΑ.
Ειδικά για τους ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 35 του ν. 4670/2020 (Α’ 43).».
2. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και εκκρεμών υποθέσεων αμφισβητήσεων ενώπιον αρμόδιων διοικητικών
οργάνων.
Άρθρο 257
Προσυνταξιοδοτική βεβαίωση από τον e-ΕΦΚΑ και πιστοποιημένους επαγγελματίες – Τροποποίηση του άρθρου 47 του ν. 2676/1999
1. Οι παρ. 1 και 3 του άρθρου 47 του ν. 2676/1999 (Α’ 1) τροποποιούνται ως προς τον φορέα ασφάλισης, η παρ. 2 τροποποιείται ως προς τον φορέα υποβολής της αίτησης προσδιορισμού του χρόνου ασφάλισης και το άρθρο 47 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«1. Μετά από αίτηση του ασφαλισμένου, που υποβάλλεται στα τελευταία δύο (2) χρόνια πριν από την ημερομηνία συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση, ο e-ΕΦΚΑ υποχρεούται να προβαίνει σε προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής του και να χορηγεί την αντίστοιχη προσυνταξιοδοτική βεβαίωση, αφού καλέσει τον ασφαλισμένο να συμπληρώσει τα τυχόν ελλείποντα δικαιολογητικά.
Η βεβαίωση εξομοιώνεται με απόφαση, αποτελεί εκτελεστή πράξη της Διοίκησης και υπόκειται στις διοικητικές προσφυγές που προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την έκδοση της βεβαίωσης αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη συμπλήρωση των κατά περίπτωση απαιτούμενων δικαιολογητικών.
2. Όταν ο ασφαλισμένος έχει υπαχθεί στην ασφάλιση περισσότερων του ενός πρώην ασφαλιστικών φορέων, η αίτηση είναι υποχρεωτική, υποβάλλεται άπαξ, λογίζεται δε ότι συμπεριλαμβάνει όλους τους πρώην ασφαλιστικούς φορείς. Η σχετική προσυνταξιοδοτική βεβαίωση συνυποβάλλεται με την αίτηση συνταξιοδότησης.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του e-ΕΦΚΑ καθορίζονται οι αρμόδιες υπηρεσίες για την υποβολή της αίτησης και την έκδοση της βεβαίωσης, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, τα στοιχεία και το περιεχόμενο της βεβαίωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».
2. Οι προσυνταξιοδοτικές βεβαιώσεις του άρθρου 47 του ν. 2676/1999 (Α’ 1) μπορούν να εκδίδονται και από πιστοποιημένους επαγγελματίες του άρθρου 1 και παράγουν πλήρη απόδειξη ως προς τα στοιχεία που εμπεριέχονται σε αυτές.
3. Η ισχύς της παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 2676/1999, όπως αυτή τροποποιείται με το παρόν, άρχεται από την έναρξη λειτουργίας του ειδικού μητρώου πιστοποιημένων επαγγελματιών που τηρείται στον e-ΕΦΚΑ.
Άρθρο 258
Τεκμήριο από Δελτίο Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης (ΔΑΥΚ) – Τροποποίηση του άρθρου 17 του ν. 4670/2020
1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 4670/2020 (Α’ 43) προστίθενται δύο νέα εδάφια και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«3. Σε περίπτωση ασφαλισμένου του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ο.Τ.Α., συμπληρώνεται το Δελτίο Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης (ΔΑΥΚ), το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για την οριστική παραλαβή της αίτησης συνταξιοδότησης και της αίτησης απονομής εφάπαξ παροχής και την έναρξη της επεξεργασίας τους.
Το ΔΑΥΚ συμπληρώνεται ηλεκτρονικά από τον αρμόδιο υπάλληλο της υπηρεσίας από την οποία αποχωρεί ο ασφαλισμένος, ο οποίος συγκεντρώνει και καταχωρεί στο ΔΑΥΚ και τα στοιχεία προϋπηρεσίας σε άλλους φορείς του Δημοσίου.
Το ΔΑΥΚ οριστικοποιείται από τον κατά περίπτωση προϊστάμενο του αρμόδιου υπαλλήλου. Κατόπιν οριστικοποίησης του ΔΑΥΚ, δεν απαιτείται καμία επιπλέον επιβεβαίωση των δεδομένων από φυσικά παραστατικά για την έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης και απόφασης εφάπαξ παροχής.
Δελτία Ατομικής Υπηρεσιακής Κατάστασης που έχουν εκδοθεί και πριν από την 26η.11.2020 και έχουν οριστικοποιηθεί από τον κατά περίπτωση αρμόδιο προϊστάμενο του υπαλλήλου δεν απαιτούν καμία επιπλέον επιβεβαίωση των δεδομένων από φυσικά παραστατικά για την έκδοση συνταξιοδοτικής απόφασης και απόφασης εφάπαξ παροχής. Σε περίπτωση που ασφαλισμένος διαθέτει χρόνο ασφάλισης που δεν έχει συμπεριληφθεί σε ΔΑΥΚ εκδοθέν πριν τις 26.11.2020 συνυποβάλλει κατά την αίτηση συνταξιοδότησης οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο της παρ. 3 του άρθρου 1 του π.δ. 102/2004 (Α’ 70).».
2. Το παρόν άρθρο καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης.
Άρθρο 259
Όριο οφειλών σε ασφαλιστικό φορέα – Τροποποίηση του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α’ 115)
1. Η παρ. 1 τροποποιείται ως προς την έναρξη καταβολής σύνταξης, οι παρ. 2 και 3 τροποποιούνται, η περ. α της παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 3863/2010 (Α’ 115) καταργείται και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που ορίζει το άρθρο 1 του ν. 4554/2018 (Α’ 130), εφόσον ο ασφαλισμένος προχωρήσει σε ρύθμιση των οφειλών του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
2. Η σύνταξη καταβάλλεται, εφόσον το συνολικά οφειλόμενο από τον ασφαλισμένο ποσό προς τον e-ΕΦΚΑ από κάθε είδους ασφαλιστικές εισφορές, οφειλές από αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης, πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις δεν είναι μεγαλύτερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, με την επιφύλαξη του επόμενου εδαφίου.
Ειδικά ως προς τις οφειλές που προκύπτουν μόνο από υπαγωγή στην ασφάλιση του πρώην Ο.Γ.Α., η σύνταξη καταβάλλεται, εφόσον το οφειλόμενο από τον ασφαλισμένο ποσό δεν ξεπερνά το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
Σε περίπτωση οφειλής σε περισσότερους από έναν ενταχθέντες στον e-ΕΦΚΑ φορείς που εμπλέκονται στη συνταξιοδότηση, η σύνταξη καταβάλλεται εφόσον το συνολικά οφειλόμενο ποσό δεν είναι μεγαλύτερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και σωρευτικά εφόσον τυχόν οφειλές στον πρώην ΟΓΑ δεν ξεπερνούν το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ.
Εφόσον το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ή των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για τον πρώην Ο.Γ.Α., ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει εφάπαξ το υπερβάλλον ποσό, ενώ, ως προς το υπόλοιπο ποσό, ισχύουν όσα προβλέπονται στην παρ. 3. Εφόσον το υπερβάλλον ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ στον πρώην Ο.Γ.Α. δεν εξοφληθεί εντός διμήνου από τη γνωστοποίηση της οφειλής, η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα της εξόφλησης αυτού.
3.α) Τα ανωτέρω ποσά οφειλής συμψηφίζονται ή παρακρατούνται από τα ποσά των συντάξεων σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60) για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου. Η πρώτη δόση παρακρατείται από τον πρώτο μήνα απονομής της σύνταξης. Σε περίπτωση οφειλής σε περισσότερους από έναν ενταχθέντες στον e-ΕΦΚΑ φορείς, ο συμψηφισμός ή παρακράτηση διενεργείται από τον απονέμοντα φορέα για λογαριασμό όλων των ενταχθέντων στον e-ΕΦΚΑ φορέων, τομέων, κλάδων λογαριασμών κύριας ασφάλισης.
β) Ειδικά για τις συντάξεις αναπηρίας ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως διάρκειας, το ποσό της μηνιαίας δόσης προκύπτει από τη διαίρεση του οφειλόμενου ποσού με τον μέγιστο αριθμό δόσεων, σύμφωνα με την περ. α’. Αν μετά από νέα υγειονομική κρίση παραταθεί εκ νέου η σύνταξη αναπηρίας για ορισμένο χρόνο, ανεξαρτήτως διάρκειας, αλλά με συντάξιμο ποσοστό αναπηρίας μικρότερο της προηγούμενης υγειονομικής κρίσης, το ποσό της μηνιαίας δόσης επανυπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο. Αν το συνταξιοδοτικό δικαίωμα δεν παραταθεί, το υπόλοιπο της οφειλής, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί με τιμές που ίσχυαν κατά την ημερομηνία της αίτησης συνταξιοδότησης, γνωστοποιείται στον συνταξιούχο και αναζητείται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Το ελάχιστο ποσό της μηνιαίας δόσης των περ. α’ και β’ δεν μπορεί να είναι μικρότερο από πενήντα (50) ευρώ.
4. α) Καταργείται.
β) Σε περίπτωση διαδοχικής ασφάλισης, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται από τον τελευταίο ασφαλιστικό φορέα. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζεται η διαδικασία εσωτερικής κατανομής και καταβολής του ως άνω ποσού μεταξύ των ασφαλιστικών φορέων, καθώς και κάθε άλλο
σχετικό θέμα.».
2. Το παρόν άρθρο καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης.
Άρθρο 260
Κατάργηση του άρθρου 68 του ν. 4144/2013
Το άρθρο 68 του ν. 4144/2013 (Α’ 88) «Διακανονισμός καθυστερούμενων οφειλών» καταργείται.
Άρθρο 261
Προθεσμία υποβολής δικαιολογητικών
συνταξιοδότησης και χρόνος έναρξης δικαιώματος σύνταξης – Τροποποίηση του άρθρου 1 του ν. 4554/2018
Η περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4554/2018 (Α’ 130) τροποποιείται ως προς την ημέρα υποβολής των δικαιολογητικών και την ημέρα έναρξης του δικαιώματος σύνταξης και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως ακολούθως:
«2.α) Το δικαίωμα σύνταξης γήρατος αρχίζει από την πρώτη του επόμενου της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την ημερομηνία αυτή πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, σε αντίθετη δε περίπτωση, από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται εκείνου κατά τον οποίο πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις. Τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, κατά περίπτωση, για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος υποβάλλονται μέχρι την τελευταία ημέρα του πρώτου (1ου) μήνα που έπεται του μήνα υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Αν από τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά προκύπτει ότι οι απαραίτητες για τη συνταξιοδότηση προϋποθέσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων του e-ΕΦΚΑ, πραγματοποιήθηκαν σε επόμενο ημερολογιακό της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, ως χρόνος έναρξης του δικαιώματος σύνταξης ορίζεται η πρώτη του επόμενου της συμπλήρωσης των απαραίτητων προϋποθέσεων μήνα. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του δεύτερου και τρίτου εδαφίου για την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών με υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, η αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος απορρίπτεται και εκδίδεται σχετική απόφαση.».
Άρθρο 262
Υποχρεωτικότητα προσωρινής σύνταξης – Τροποποίηση των άρθρων 29 και 29 Α του ν. 4387/2016
1. Στο άρθρο 29 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) τροποποιούνται οι παρ. 1, 6 και 8 ως προς την υποχρεωτικότητα της προσωρινής σύνταξης, στην παρ. 7 καταργείται η περ. α) και το άρθρο διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι έχουν υποβάλει στον e-Ε.Φ.Κ.Α. από τις 13.5.2016 έντυπη αίτηση συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, χορηγείται προσωρινή σύνταξη μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, το ύψος της οποίας υπολογίζεται ως εξής:
α) Για τους μισθωτούς το 80% του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τους δώδεκα (12) μήνες ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης.
Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, οποτεδήποτε και αν καταβλήθηκαν, διά του δώδεκα (12).
β) Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους ασφαλισμένους στον Ο.Γ.Α., όπως αυτοί ορίζονται στα άρθρα 39 και 40, το 70% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος των δώδεκα (12) τελευταίων μηνών ασφάλισης που προηγούνται της υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Ως μέσο μηνιαίο εισόδημα νοείται αυτό το οποίο προκύπτει από το πηλίκο του συνόλου των τρεχουσών εισφορών κύριας ασφάλισης που καταβλήθηκαν κατά τους μήνες αυτούς, διαιρούμενου δια του 20% και διά του δώδεκα (12).
γ) Στην περίπτωση χορήγησης σύνταξης σε όσους έχουν υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης και έχουν ήδη αναλάβει ή αναλαμβάνουν από τη δημοσίευση του νόμου εργασία και δικαιούνται σύνταξη, καταβάλλεται προσωρινή σύνταξη από τη δημοσίευση του παρόντος και εφεξής μειωμένη κατά ποσοστό 30% για όσο χρονικό διάστημα απασχολούνται ή διατηρούν την ιδιότητα ή τη δραστηριότητά τους αυτή.
δ) Η μείωση της περ. γ) εφαρμόζεται και επί των ποσών που προκύπτουν από τις παρ. 2 και 3.
2. Για τους μισθωτούς και τους ασφαλισμένους στον Ο.Γ.Α. η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης και να υπερβαίνει το ποσό που ισούται με το διπλάσιο αυτής, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά.
Για τους αυτοτελώς απασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η προσωρινή σύνταξη δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την εκάστοτε εθνική σύνταξη που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης και μεγαλύτερη από το ποσό που ισούται με το ύψος της εθνικής σύνταξης πολλαπλασιαζόμενο επί δυόμισι φορές, στο ύψος που διαμορφώνεται κάθε φορά.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν στις περιπτώσεις αίτησης για πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος. Σε περιπτώσεις αίτησης για μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος το ποσό της προσωρινής σύνταξης μειώνεται κατά ποσοστό 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την πλήρη σύνταξη.
4. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης σύνταξης λόγω αναπηρίας, το ποσό της προσωρινής σύνταξης, στο ύψος που διαμορφώνεται κατά τα ανωτέρω, μειώνεται αντίστοιχα κατά τα ποσοστά που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 27. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, η προσωρινή σύνταξη, όπως διαμορφώνεται με τις ανωτέρω διατάξεις, χορηγείται στους δικαιούχους σε ποσοστό 70%. Το ποσοστό αυτό επιμερίζεται μεταξύ των δικαιοδόχων, σύμφωνα με τα ποσοστά επιμερισμού της σύνταξης.
5. Το ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται στον ασφαλισμένο με την προσωρινή σύνταξη συμψηφίζεται με το ποσό της σύνταξης που προκύπτει μετά την έκδοση της οριστικής πράξης απονομής της σύνταξης.
6. Στην περίπτωση ασφαλισμένου με διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον e-Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, η προσωρινή σύνταξη εξετάζεται και χορηγείται από τον e-ΕΦΚΑ, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον παρόντα για την επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία υπαγόταν ο ασφαλισμένος κατά την τελευταία χρονική περίοδο πριν από την αίτησή του. Αν για τον υπολογισμό του ποσού της προσωρινής σύνταξης, ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης της παρ. 1 δεν επαρκεί, λόγω αλλαγής επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, λαμβάνεται υπόψη και διαδοχικά διανυθείς χρόνος ασφάλισης και καταβάλλεται ποσό προσωρινής σύνταξης, όπως προβλέπεται στο παρόν. Το ανωτέρω ισχύει και στις περιπτώσεις διαδοχικά ασφαλισμένων που έχουν οφειλή μέχρι του ποσού που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.
7. Η διάταξη για την έκδοση της προσωρινής σύνταξης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Καταργείται.
β) Όταν δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.
γ) Όταν για τη συνταξιοδότηση πρέπει να εφαρμοστούν οι Κανονισμοί 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, καθώς και οι διμερείς συμβάσεις κοινωνικής ασφάλειας, εκτός των περιπτώσεων που θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα μόνο με τον χρόνο ασφάλισης σε ελληνικό ασφαλιστικό φορέα.
δ) Όταν δεν έχουν κατατεθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
ε) Όταν λαμβάνεται ταυτόχρονα και άλλη κύρια σύνταξη για την ίδια αιτία.
στ) Όταν είναι απαραίτητη η προηγούμενη αναγνώριση χρόνων ασφάλισης για θεμελίωση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος θεωρείται ότι εκλείπει εφόσον, μετά από την υποβολή σχετικής αίτησης εκ μέρους του ενδιαφερομένου, εκδοθεί η απόφαση αναγνώρισης χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν η εξαγορά του χρόνου αυτού γίνει τμηματικά με παρακράτηση του σχετικού ποσού από τη σύνταξη του δικαιούχου.
ζ) Όταν υπάρχουν οφειλές από ασφαλιστικές εισφορές ποσού που υπερβαίνει τα προβλεπόμενα από τις σχετικές διατάξεις ποσά.
η) Όταν παρέχεται εργασία για την οποία προβλέπεται αναστολή καταβολής της σύνταξης σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν. 4387/2016.
Εάν μεταγενέστερα εκλείψουν οι λόγοι των περ. ζ) και η) προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της υποβολής της σχετικής νέας αίτησης του ενδιαφερομένου.
8. Η προσωρινή σύνταξη χορηγείται ή απορρίπτεται με απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης των δικαιολογητικών ή από την ημερομηνία οριστικοποίησης της κρίσης των υγειονομικών επιτροπών, αν η χορήγηση της σύνταξης συναρτάται με την εκτίμηση του βαθμού αναπηρίας του ασφαλισμένου.
Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δεν υπόκειται σε προσφυγή.
9. Η προσωρινή σύνταξη καταβάλλεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στους δικαιούχους που είναι άτομα με αναπηρία, με χρόνιες παθήσεις και στους γονείς και νόμιμους κηδεμόνες που προστατεύουν άτομα με αναπηρία ή για όσους συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 612/1977 είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές και ισχύουν κάθε φορά, ή με βάση τις διατάξεις που αναφέρονται στα πρόσωπα του τετάρτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210) είτε με βάση τις διατάξεις που παραπέμπουν σε αυτές, όπως ισχύουν κάθε φορά.
10. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και σε περιπτώσεις ασφαλισμένων που έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από τη 13η.5.2016 και εφεξής και τους έχει ήδη χορηγηθεί προσωρινή σύνταξη, εφόσον δεν έχει χορηγηθεί οριστική, καθώς και σε απασχολούμενους συνταξιούχους που δεν δικαιούνταν προσωρινή σύνταξη πριν από την έναρξη εφαρμογής του παρόντος.
Η καταβολή της διαφοράς από την εφαρμογή των διατάξεων των περ. α) και β) της παρ. 1, καθώς και των παρ. 3 και παρ. 4, καταβάλλεται αναδρομικά στους δικαιούχους.
11. Εάν, μετά από τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής της σύνταξης, διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση και στην υπεύθυνη δήλωση του ασφαλισμένου είναι ανακριβή, τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά συντάξεων αναζητούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις περί επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών.
12. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται η διαδικασία, ο τρόπος και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την καταβολή της διαφοράς στις ήδη χορηγηθείσες προσωρινές συντάξεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση συνταξιοδότησης, η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος στις εκκρεμείς κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος αιτήσεις χορήγησης προσωρινής σύνταξης, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος.».
2. Στο άρθρο 29 Α του ν. 4387/2016 τροποποιούνται οι παρ. 1 και 3 ως προς την υποχρεωτικότητα της προσωρινής σύνταξης ως εξής:
«1. Στους ασφαλισμένους οι οποίοι υποβάλλουν ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του e-ΕΦΚΑ, μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (ΕΨΠ-gov.gr) αίτηση συνταξιοδότησης, χορηγείται προσωρινή σύνταξη από την πρώτη του επόμενου της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης συνταξιοδότησης μήνα, μέχρι το τέλος του μήνα έκδοσης της οριστικής απόφασης, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους.
3. H προσωρινή σύνταξη χορηγείται ή απορρίπτεται με απόφαση του αρμόδιου ασφαλιστικού οργάνου, εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης των δικαιολογητικών της παρ. 4 ή και από την ημερομηνία οριστικοποίησης της κρίσης των υγειονομικών επιτροπών, αν η χορήγηση της σύνταξης συναρτάται με την εκτίμηση του βαθμού αναπηρίας του ασφαλισμένου. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δεν υπόκειται σε προσφυγή.».
Άρθρο 263
Προθεσμία αίτησης για δεύτερο στάδιο υπαγωγής σε ρύθμιση του ν. 4611/2019
Η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4611/2019 (Α’ 73), ως προς την υποβολή αίτησης για υπαγωγή στο δεύτερο στάδιο της ρύθμισης ασφαλιστικών οφειλών του ν. 4611/2019, μετατίθεται στις 30.9.2021.
Άρθρο 264
Παράταση σύμβασης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προς e-ΕΦΚΑ
Η διάρκεια της από 14.4.2016 σύμβασης του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με αντικείμενο «Παροχή στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών Συμφωνημένου Επιπέδου (SLA) μετάδοσης δεδομένων φωνής και εικόνας μέσω ιδιωτικού ιδεατού δικτύου (ΙΚΑΝΕΤ)», παρατείνεται αυτοδίκαια από τη λήξη της, έως την ένταξη του e-ΕΦΚΑ στο σύστημα επικοινωνιών ΣΥΖΕΥΞΙΣ II, οπότε και λύεται αυτοδικαίως και πάντως όχι πέραν της 31ης.3.2022.
Άρθρο 265
Μετάκληση πολίτη τρίτης χώρας για απασχόληση σε αγροτικές εργασίες – Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου δέκατου έκτου του ν. 4783/2021
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου δέκατου έκτου του ν. 4783/2021 (Α’ 38) αντικαθίσταται και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας των παρ. 1 και 2, και πάντως όχι πέραν της 15ης.6.2021, η αίτηση της παρ. 1 με τα δικαιολογητικά εργοδότη της παρ. 3 υποβάλλεται είτε μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς είτε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η συγκεντρωτική κατάσταση της παρ. 4 αποστέλλεται και στον e-ΕΦΚΑ για τις ανάγκες χορήγησης ΑΜΚΑ. Εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την έναρξη της λειτουργίας της πλατφόρμας των παρ. 1 και 2, ο εργοδότης υποχρεούται να καταχωρίσει σε αυτήν όλα τα προβλεπόμενα στο παρόν στοιχεία του πολίτη τρίτης χώρας.».
Άρθρο 266
Λειτουργία εμβολιαστικών κέντρων – Αντικατάσταση τριακοστού δεύτερου άρθρου του ν. 4771/2021
To άρθρο τριακοστό δεύτερο του ν. 4771/2021 (Α’ 16) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο τριακοστό δεύτερο
Λειτουργία εμβολιαστικών κέντρων
1. Για την υλοποίηση του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19 και για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30ή.9.2021, τα εμβολιαστικά κέντρα που λειτουργούν εντός των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Νοσοκομείου Παπαγεωργίου, του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του Αρεταίειου Νοσοκομείου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και των Τοπικών Ομάδων Υγείας, καθώς και τα εμβολιαστικά κέντρα υψηλής δυναμικότητας που λειτουργούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, δύνανται να λειτουργούν επτά (7) ημέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Κυριακή (συμπεριλαμβανομένων και ημερών αργίας), λόγω εκτάκτων και εξαιρετικών αναγκών, κατά παρέκκλιση των κείμενων γενικών ή ειδικών διατάξεων. Το ωράριο λειτουργίας αυτών ορίζεται σε δύο βάρδιες από τις 07:00 έως τις 24:00. Με τη λειτουργία των εμβολιαστικών κέντρων συμπληρώνονται και ενισχύονται οι παρεχόμενες λοιπές υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
2. Με απόφαση του Διοικητή της οικείας ΔΥΠε ή του αρμοδίου εποπτεύοντος οργάνου του εμβολιαστικού κέντρου καταρτίζεται μηνιαίο πρόγραμμα απασχόλησης του προσωπικού των εμβολιαστικών κέντρων, με το οποίο εξασφαλίζεται η συνεχής και απρόσκοπτη λειτουργία τους καθ’ όλη την εβδομάδα από το σύνολο του προσωπικού αυτών.
3. Η απασχόληση του ιατρικού προσωπικού στα εμβολιαστικά κέντρα των δημόσιων δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και στα εμβολιαστικά κέντρα υψηλής δυναμικότητας που λειτουργούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας κατά τις μη εργάσιμες ημέρες (Σάββατα – Κυριακές – αργίες) αποζημιώνεται ως μικτή εφημερία, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 3205/2003 (Α’ 297), πλην των ειδικευόμενων ιατρών, η οποία αποζημιώνεται ως ενεργής εφημερία. Η απασχόληση του ιατρικού προσωπικού των Τοπικών Ομάδων Υγείας κατά τις μη εργάσιμες ημέρες (Σάββατα- Κυριακές- αργίες) αποζημιώνεται ως μικτή εφημερία Επιμελητή Α’.
4. Η απασχόληση του λοιπού προσωπικού των εμβολιαστικών κέντρων της παρ. 1, τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή, πραγματοποιείται σε δύο βάρδιες ως εξής: α) πρωινή βάρδια: 07:00 -14:30, β) απογευματινή βάρδια: 14:30 – 22:00.
5. Η απασχόληση του λοιπού προσωπικού των εμβολιαστικών κέντρων της παρ. 1 τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή και κατά τις ώρες 22:00 έως 24:00 αποζημιώνεται, σύμφωνα με την περ. β’ της υποπαρ. 3 της παρ. Α’ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 (Α’ 176). Η απασχόληση του προσωπικού του πρώτου εδαφίου τα Σάββατα αποζημιώνεται σύμφωνα με την περ. γ’ της υποπαρ. 3 της παρ. Α’ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015. Οι ώρες απασχόλησης του λοιπού προσωπικού στα εμβολιαστικά κέντρα πραγματοποιούνται καθ’ υπέρβαση του ανώτατου ορίου ωρών της υποπαρ. 2 της παρ. Α’ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015.
6. Στο λοιπό προσωπικό, που απασχολείται στα εμβολιαστικά κέντρα της παρ. 1, χορηγείται επιπλέον καθαρό ποσό είκοσι (20) ευρώ, ανά εργαζόμενο για εκάστη ημέρα απασχόλησής του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, υπό την προϋπόθεση της απασχόλησής του τουλάχιστον έξι (6) ώρες ημερησίως κατά τις ανωτέρω ημέρες. Το ανωτέρω ποσό είναι αφορολόγητο, ανεκχώρητο και ακατάσχετο στα χέρια του Δημoσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση, τέλος ή εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013 (Α’ 167), δεν δεσμεύεται και δεν συμψηφίζεται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα.
7. Οι αποζημιώσεις του προσωπικού των Τοπικών Ομάδων Υγείας καταβάλλονται μέσω ενωσιακών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο στο πλαίσιο του Συγχρηματοδοτούμενου Προγράμματος.
8. Οι ρυθμίσεις του παρόντος ισχύουν και για το προσωπικό των νοσοκομείων και κέντρων υγείας που έχει μετακινηθεί και απασχολείται στα εμβολιαστικά κέντρα υψηλής δυναμικότητας που λειτουργούν υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Οι πρόσθετες αμοιβές, καθώς και η παροχή της παρ. 6 καταβάλλονται από τους φορείς προέλευσής τους.
9. Το παρόν ισχύει από την έναρξη λειτουργίας κάθε εμβολιαστικού κέντρου.»
Άρθρο 267
Αποζημίωση προσωπικού
Κινητών Ομάδων Υγείας και Κέντρων Υγείας κατά του κορωνοϊού COVID-19
1. Στο προσωπικό που απασχολείται στις Κινητές Ομάδες Υγείας του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας, χορηγείται καθαρό ποσό είκοσι (20) ευρώ, ανά εργαζόμενο, για εκάστη ημέρα απασχόλησης τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες. Η ανωτέρω αποζημίωση δύναται να καλυφθεί μέσω ενωσιακών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο στο πλαίσιο του Συγχρηματοδοτούμενου Προγράμματος.
2. Λοιπό προσωπικό των Κέντρων Υγείας κατά του κορωνοϊού COVID-19, που απασχολείται τα Σάββατα, αποζημιώνεται σύμφωνα με την υποπερ. αα’ της περ. γ’ της υποπαρ. 3 της παρ. Α’ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 (Α’ 176).
Άρθρο 268
Φορείς υλοποίησης Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19
Για την υλοποίηση του Εθνικού Προγράμματος Εμβολιασμών κατά του κορωνοϊού COVID-19 και για το χρονικό διάστημα μέχρι την 30ή.9.2021, δύνανται να πραγματοποιούν εμβολιασμούς και ιδιωτικά πολυΐατρεία, όπως ορίζονται στο π.δ. 84/2001 (Α’ 70), ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια, κλινικές και ιδιωτικά θεραπευτήρια, μέσω του ιατρονοσηλευτικού τους προσωπικού. Για κάθε εμβολιασμό χορηγείται στους ανωτέρω ιδιωτικούς φορείς αποζημίωση ύψους τριών (3) ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της δαπάνης αναλωσίμων. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και των κατά περίπτωση συναρμόδιων Υπουργών ρυθμίζονται η διαδικασία προμήθειας, παραλαβής, φύλαξης και διενέργειας των εμβολίων, ο προγραμματισμός των εμβολιασμών φυσικών προσώπων από τους ανωτέρω φορείς, η εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Εμβολιασμών, η καταβολή της αποζημίωσης, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 269
Ευθύνη των μελών της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών
Τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση.
Άρθρο 270
Αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αξιογράφων και ρυθμίσεις για την παροχή ευεργετήματος μη καταχώρισης αξιογράφων σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς
1.α) Από την 1η.5.2021 και μέχρι την 31η.5.2021, για τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) των επιχειρήσεων που, είτε έχουν αναστείλει τη δραστηριότητά τους κατ’ εφαρμογή κανονιστικών πράξεων της Διοίκησης είτε έχουν πληγεί δραστικά από την επιδημία του κορωνοϊού COVID-19, αναστέλλονται οι προθεσμίες λήξης, εμφάνισης και πληρωμής οφειλόμενων από αυτές αξιογράφων κατά εξήντα (60) ημέρες από την αναγραφόμενη ημερομηνία επί εκάστου αξιογράφου. Ως πληγείσες επιχειρήσεις για την εφαρμογή του παρόντος θεωρούνται οι επιχειρήσεις οι οποίες εμφανίζουν μειωμένο κύκλο εργασιών κατά το διάστημα Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου του έτους 2020 κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 40% σε σχέση με τον κύκλο εργασιών του αντίστοιχου διαστήματος του έτους 2019. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, προσδιορίζονται οι ΚΑΔ των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας. Με όμοια απόφαση δύναται να μεταβάλλεται το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και να τροποποιείται το χρονικό διάστημα που λαμβάνεται υπόψη για τη μείωση του κύκλου εργασιών. Ειδικότερα, για τις επιχειρήσεις που ιδρύθηκαν μετά την 1η.1.2020, προκειμένου να ενταχθούν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας αρκεί να δραστηριοποιούνται με ΚΑΔ που περιλαμβάνεται στην απόφαση του τρίτου εδαφίου της παρούσας, μη συνυπολογιζομένου του κύκλου εργασιών τους.
β) Τα οριζόμενα στην περ. α’ ισχύουν για τις επιταγές, τις συναλλαγματικές και τα γραμμάτια σε διαταγή, τα οποία πρέπει να διαβιβασθούν ηλεκτρονικά από όποιον έλκει δικαίωμα ή έχει υποχρέωση, όπως από τους εκδότες ή αποδέκτες ή κομιστές τους, στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4621/2014 (Α’ 107), του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, των ιδρυμάτων πληρωμών του ν. 4537/2018 (Α’ 84), των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α’ 218), καθώς και των υποκαταστημάτων και των αντιπροσώπων ιδρυμάτων πληρωμών και ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που εδρεύουν σε άλλα κράτη και λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα, εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από την επόμενη της συμπερίληψης των συγκεκριμένων ΚΑΔ στις πληττόμενες επιχειρήσεις, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της περ. α’ ή εντός έξι (6) εργάσιμων ημερών από την επόμενη της δημοσίευσης της απόφασης του τέταρτου εδαφίου της περ. α’. Η διαβίβαση και γνωστοποίηση των αξιογράφων σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο πραγματοποιείται μέσω ειδικής σχετικής ηλεκτρονικής εφαρμογής των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του συστήματος πληρωμών της εταιρίας ΔΙΑΣ Α.Ε., η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις οδηγίες των πιστωτικών ιδρυμάτων, με σκοπό τη διευκόλυνση εφαρμογής της παρούσας και ιδίως τη διαβίβαση των αξιογράφων στα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να ισχύσει γι’ αυτά η προβλεπόμενη στην περ. α’ αναστολή των προθεσμιών. Για τον σκοπό εφαρμογής της παρούσας τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να λαμβάνουν τα απαιτούμενα στοιχεία από τη Φορολογική Διοίκηση.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ορίζονται και άλλα αξιόγραφα, πλην των οριζομένων στην περ. β’, για τα οποία έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του παρόντος και να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
δ) Κατά παρέκκλιση του δευτέρου και τρίτου εδαφίου της περ. Α’ της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (Α’ 149), αξιόγραφα πληρωτέα από επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της περ. Α’ της παρ. 1, για τα οποία ενδέχεται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια Τράπεζα έως την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του τρίτου εδαφίου της περ. Α’ της παρ. 1, δεν καταχωρίζονται σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται από πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από φορείς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών, εάν αποδεδειγμένα εξοφληθούν εντός εξήντα (60) ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα αξιόγραφα της παρούσας, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται για περίοδο εξήντα (60) ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους.
2.α) Παρατείνονται μέχρι και την 31η.8.2021 οι προθεσμίες καταβολής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικά Κέντρα οφειλών από δηλώσεις Φ.Π.Α. με ποσό φόρου προς καταβολή (χρεωστικές), οι οποίες οφειλές λήγουν ή έληξαν από 1ης.4.2021 έως την 30ή.4.2021, καθώς και οι προθεσμίες καταβολής Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκαν ή θα βεβαιωθούν στις Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικά Κέντρα βάσει εμπρόθεσμης υποβολής δηλώσεων Φ.Π.Α. με καταληκτική ημερομηνία υποβολής την 30ή.4.2021 και την 31η.5.2021 για τους κομιστές αξιογράφων, οι οποίοι κατά την έκδοση της παρούσας δεν δραστηριοποιούνται σε ΚΑΔ των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση της παρ. 1, εάν το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που αναστέλλονται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 1, είναι μεγαλύτερο του είκοσι τοις εκατό (20%) του μέσου μηνιαίου κύκλου συναλλαγών τους του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους, όπως αυτός υπολογίζεται είτε με βάση τις συνολικές εκροές που έχουν περιληφθεί σε αρχικές και τροποποιητικές, εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες δηλώσεις Φ.Π.Α. είτε με βάση άλλες δηλώσεις από τις οποίες προκύπτει ο κύκλος εργασιών τους, αν δεν υποβάλλουν δηλώσεις Φ.Π.Α.. Από την εφαρμογή της παρούσας εξαιρούνται κομιστές που ανήκουν σε ΚΑΔ των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την επιδημία του κορωνοϊού COVID-19, όπως αυτοί προσδιορίστηκαν δυνάμει της υπό στοιχεία Α.1269/14.12.2020 (Β’ 5503) κοινής απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, καθορίζονται τα απαιτούμενα στοιχεία και δικαιολογητικά για την εφαρμογή της παρούσας, οι διαδικασίες αποστολής ή διαβίβασής τους στη Φορολογική Διοίκηση από τους φορολογουμένους ή τρίτους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια τεχνικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα.
β) Οι κομιστές αξιογράφων, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος δεν δραστηριοποιούνται σε ΚΑΔ των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση της παρ. 1, εάν το σύνολο της αξίας των αξιογράφων που αναστέλλονται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 1, είναι μεγαλύτερο του πενήντα τοις εκατό (50%) του μέσου μηνιαίου κύκλου συναλλαγών τους του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους, όπως αυτός υπολογίζεται είτε με βάση τις συνολικές εκροές που έχουν περιληφθεί σε αρχικές και τροποποιητικές, εμπρόθεσμες ή εκπρόθεσμες δηλώσεις Φ.Π.Α., είτε με βάση άλλες δηλώσεις από τις οποίες προκύπτει ο κύκλος εργασιών τους, αν δεν υποβάλλουν δηλώσεις Φ.Π.Α., απολαμβάνουν κατά παρέκκλιση του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004, το ευεργέτημα της μη καταχώρισης των οφειλόμενων από αυτούς αξιογράφων σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που τηρούνται από τα πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από φορείς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών, εάν αποδεδειγμένα εξοφλήσουν εντός εξήντα (60) ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους, αξιόγραφα τα οποία οφείλουν και για τα οποία έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 1η.5.2021 έως την 31η.5.2021. Αξιόγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας, τα οποία δεν εξοφλήθηκαν και καταχωρίστηκαν σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, διαγράφονται από τη δημοσίευση του παρόντος και δεν καταχωρίζονται εκ νέου σε αυτά, εάν αποδεδειγμένα εξοφληθούν εντός εξήντα (60) ημερών από τη σφράγιση ή τη λήξη τους. Από την εφαρμογή της παρούσας εξαιρούνται κομιστές που ανήκουν σε ΚΑΔ των επιχειρήσεων που παρουσιάζουν σημαντική αύξηση του κύκλου των συναλλαγών τους στη διάρκεια της κρίσης από την επιδημία του κορωνοϊού COVID-19, όπως αυτοί προσδιορίζονται με την υπό στοιχεία Α.1269/14.12.2020 απόφαση. Για την εφαρμογή της παρούσας οι κομιστές των αξιογράφων λαμβάνουν σχετική βεβαίωση από τη Φορολογική Διοίκηση, σχετικά με τον μέσο μηνιαίο κύκλο συναλλαγών τους του αμέσως προηγούμενου φορολογικού έτους.
3. Οι παρ. 1 και 2 δεν εμποδίζουν τον υπόχρεο να χορηγήσει εντολή πληρωμής του αξιογράφου προς τα πιστωτικά ιδρύματα της περ. β’ της παρ. 1 ή τον υπόχρεο και τον δικαιούχο να συμφωνήσουν μεταξύ τους την απευθείας πληρωμή του αξιογράφου από τον υπόχρεο στον δικαιούχο στην αρχικά αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται κάθε αναγκαίο, διαδικαστικό και τεχνικό ζήτημα, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.
4.α) Οι προθεσμίες των εβδομήντα πέντε (75) ημερών της περ. Α’ της παρ. 1, της παρ. 2 και της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4753/2020 (Α’ 227), οι οποίες παρατάθηκαν κατά σαράντα πέντε (45) ημέρες σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 28 του ν. 4772/2021 (Α’ 17), και στη συνέχεια κατά τριάντα (30) ημέρες σύμφωνα με την περ. Α’ της παρ. 4 του άρθρου 78 του ν. 4790/2021 (Α’ 48), παρατείνονται κατά επιπλέον εξήντα (60) ημέρες. Η προθεσμία της 30ής.4.2021 της περ. Α’ της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4753/2020 (Α’ 227) παρατείνεται έως την 30ή.6.2021.
β) Οι προθεσμίες των εβδομήντα πέντε (75) ημερών της περ. Α’ της παρ. 1, της παρ. 2 και της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4772/2021, οι οποίες παρατάθηκαν κατά τριάντα (30) ημέρες σύμφωνα με την περ. β’ της παρ. 4 του άρθρου 78 του ν. 4790/2021, παρατείνονται κατά επιπλέον εξήντα (60) ημέρες. Η προθεσμία της 31ης.5.2021 της περ. Α’ της παρ. 3 του άρθρου 28 του ν. 4772/2021 παρατείνεται έως την 31η.7.2021.
γ) Οι προθεσμίες των εβδομήντα πέντε (75) ημερών των περ. Α’ και δ’ της παρ. 1 και της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 480 του ν. 4781/2021 (Α’ 31), παρατείνονται κατά επιπλέον τριάντα (30) ημέρες. Η προθεσμία της 30ής.6.2021 της περ. Α’ της παρ. 2 του άρθρου 480 του ν. 4781/2021 παρατείνεται έως την 31ή.7.2021.
δ) Οι προθεσμίες των τριάντα (30) ημερών της παρ. α’ της παρ. 1 και της περ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 4790/2021 παρατείνονται κατά επιπλέον εξήντα (60) ημέρες. Η προθεσμία της 31ης.7.2021 της περ. Α’ της παρ. 2 του άρθρου 78 του ν. 4790/2021 παρατείνεται έως την 30ή.9.2021.
ε) Η προθεσμία της 30ής.4.2021 για την εξόφληση των αξιογράφων της περ. Α’ της παρ. 2 του έβδομου άρθρου της από 22.8.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 161), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4722/2020 (Α’ 177), όπως αυτή παρατάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 297 του ν. 4738/2020 (Α’ 207), παρατείνεται έως την 31η.8.2021. Μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αναστέλλονται η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
στ) Η προθεσμία της 30ής.4.2021 για την εξόφληση των αξιογράφων της περ. β’ της παρ. 2 του έβδομου άρθρου της από 22.8.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 161), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4722/2020, η οποία παρατάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 297 του
ν. 4738/2020, παρατείνεται έως την 31η.8.2021. Μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αναστέλλονται η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
ζ) Η προθεσμία της 30ής.4.2021 για την εξόφληση των αξιογράφων της περ. γ’ της παρ. 2 του έβδομου άρθρου της από 22.8.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4722/2020, όπως αυτή παρατάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 297 του ν. 4738/2020, παρατείνεται έως την 31η.8.2021. Μέχρι την ημερομηνία της παρούσας αναστέλλονται η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
5. Η παρ. 3.α του έβδομου άρθρου της από 22.8.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4722/2020 αντικαθίσταται ως εξής:
«3.α. Κατά παρέκκλιση του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της περ. Α’ της παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3259/2004 (Α’ 149), αξιόγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 3, επί των οποίων έχει βεβαιωθεί ή πρόκειται να βεβαιωθεί αδυναμία πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα από την 1η Νοεμβρίου 2020, δεν καταχωρούνται σε αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς, που τηρούνται από τα πιστωτικά και εν γένει χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από φορείς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών, εάν αποδεδειγμένα εξοφληθούν έως τις 31.8.2021. Για τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα αξιόγραφα της παρούσας, η έκδοση διαταγής πληρωμής, καθώς και η λήψη πάσης φύσεως μέτρων ή η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αναστέλλονται έως την 31η.8.2021.».
Άρθρο 271
Ισχύς και ανάρτηση στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» πράξεων ανατροπής ανάληψης υποχρέωσης των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και των νομικών προσώπων αυτών που εκδόθηκαν με ημερομηνία 31.12.2020
Πράξεις ανατροπής απόφασης ανάληψης υποχρέωσης (ανακλητικές αποφάσεις) των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού και των νομικών προσώπων αυτών, που εκδόθηκαν με ημερομηνία 31.12.2020, ισχύουν από την ημερομηνία αυτή και αναρτώνται στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» το αργότερο έως την 31η.5.2021.
Άρθρο 272
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 23 Απριλίου 2021
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
Οι Υπουργοί
Κατεβάσετε το αρχείο με το πρωτότυπο κείμενο, όπως είναι δημοσιευμένο στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ.) του Εθνικού Τυπογραφείου.